Της Κατερίνας Παπαστεργίου
Έχει και η νύχτα καμώματα που φαίνονται ξημερώματα. Αλλά είναι λαμπερή, όμορφη, αφού φορά τα καλά της, τα αστραφτερά της, καλογυαλίζει τα παπούτσια της και στέκεται περήφανα μπροστά σου. Της αρέσει να την ραίνουν με λουλούδια και μ’αυτό τον τρόπο να ανταμείβουν την σαγήνη και τη γοητεία της. Αμαρτωλή ή όχι σε ξελογιάζει εύκολα σαν τα άστρα που γεμίζουν τον ουρανό της. Τραγουδάει και γεμίζει μαγαζιά και για να την δεις από πολύ κοντά, την πληρώνεις αδρά. Κοιτάς μα δεν αγγίζεις. Μπουζούκια ένας χώρος, μια ιστορία. Ποιος μπορεί να τα κατακρίνει; Ποιος τολμά να πει κουβέντα για τον χώρο που ξεδίνει η ψυχή, που γιορτάζει η καψούρα, που ξεχνιέται η στεναχώρια, που ξεσαλώνει η χαρά;
Πρώτο τραπέζι πίστα λοιπόν, με πότο και γαρύφαλλο να νιώθεις όσα νιώθει ο τραγουδιστής, αφού αν νιώθει πραγματικά τα όσα τραγουδά σε συνεπαίρνει και σε κάνει να νιώθεις. Δίνει μια ελευθερία στην έκφραση, ξεκλειδώνει συναισθήματα, χορεύει το σώμα, κινεί τα χέρια, σε φέρνει κοντά με τους άλλους, γίνεσαι ένα, σαν την φωνή του κοινού που τραγουδά τον κάθε στίχο εναρμονισμένα, χωρίς ένα φάλτσο, χωρίς ένα λάθος. Τι και αν τον σιγομουρμουράς γιατί δεν τον ξέρεις… Η μαγεία της μουσικής μπροστά σου, αυτή που ενώνει, αγαπάει, νιώθει, αισθάνεται, προκαλεί, θυμώνει, ηρεμεί.
Με βαριά λαϊκά, με βαριά καρδιά και ανάλαφρη διάθεση, με παγοθήκες και μπουκάλια, με δίσκους λουλουδιών που πετιούνται όλοι μαζί στο πικ της καψούρας. Στο πικ ενός συναισθήματος που δύσκολα περιγράφεις, ορμητικό, φλογερό, μοναδικό, το ίδιο έντονο με την επιθυμία της ζωής. Τα μπουζούκια έχουν τους δικούς τους κανόνες, έχουν όρια και κόκκινες γραμμές. Έχουν διάχυτη την παρουσία του έρωτα, τις τιμές τους, τις αξίες τους, τις φιλίες τους, τα κονέ τους.
Τι και να δεν είσαι του λαϊκού ρεπερτορίου όταν η ψυχή διψά, μπορεί να ξεδιψάσει και με αυτά, οτιδήποτε αληθινό είναι νερό για εκείνη, γάργαρο και καθαρό σαν τις ψυχές όλων αυτών που βρίσκονται μέσα σ’αυτά, πίσω απ’αυτά, αφού οι ίδιοι είναι αυτά. Κάπου εκεί φτάνει και η λυπητερή. Χαλάλι! Μετά από εκεί έχει και συνέχεια, ένα βρώμικο στο χέρι για να ικανοποιήσεις το πεινασμένο στομάχι, σαν ιεροτελεστία που φτάνει στο τέλος της. Το βρώμικο συστήνεται ανεπιφύλακτα! Τι και αν δεν συνάδει με τα κολλαρισμένα πουκάμισα. Καθώς, το καταβροχθίζεις ταυτόχρονα ακούς τις συνομιλίες, τα γέλια, τους τσακωμούς, τα μεθυσμένα σ’αγαπώ, που τα βρήκε το ξημέρωμα.
Στο φως όλα διαφορετικά, όλα αλλιώτικα. Τινάζεις τα μαλλιά σου για να φύγουν τα υπολείμματα των λουλουδιών που έμειναν σ’αυτά, για να μην μαρτυρήσουν στους άλλους που βρισκόσουν… Πρώτο τραπέζι πίστα!