Θεσμοθετήθηκαν το 1895 με τη διαθήκη του σουηδού επιχειρηματία και εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ (1833-1896).
Ανακοινώνονται κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και απονέμονται (από το 1901) στις 10 Δεκεμβρίου, στην επέτειο του θανάτου του Νόμπελ.
Τα βραβεία είναι πέντε τον αριθμό (Φυσικής, Χημείας, Ιατρικής και Φυσιολογίας, Λογοτεχνίας και Ειρήνης), ενώ ένα έκτο, αυτό των Οικονομικών, προστέθηκε το 1968, με χορηγό την Τράπεζα της Σουηδίας, που απλώς φέρει την ονομασία «Νόμπελ», χωρίς να σχετίζεται με τη βούληση του Άλφρεντ Νόμπελ.
Φέρει τον τίτλο «Βραβείο Οικονομικών Επιστημών της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ».
Το κάθε βραβείο συνίσταται σε ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα όπου αναγράφεται το αιτιολογικό της απονομής και ένα χρηματικό ποσό, που ποικίλλει ανάλογα με τα έσοδα του Ιδρύματος Νόμπελ, του θεματοφύλακα των βραβείων.
Η απονομή γίνεται στη Στοκχόλμη και στο Όσλο για το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Άλφρεντ Νόμπελ
Ο Άλφρεντ Νόμπελ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα.
Χημικός, μηχανικός, εφευρέτης και επιχειρηματίας, ο Νόμπελ απέκτησε 350 πατέντες, με πιο γνωστές αυτές για την ανακάλυψη της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή.
Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην πολεμική βιομηχανία.
Παρόλο που διαπνεόταν από φιλειρηνικά αισθήματα και ήλπιζε ότι η καταστρεπτική δύναμη των εφευρέσεών του θα μπορούσε να συντελέσει στο να δοθεί ένα τέλος στους πολέμους, έβλεπε με απαισιοδοξία το μέλλον του ανθρώπινου γένους.
Οι διαπιστώσεις του αυτές, αλλά και σχόλια του Τύπου που τον χαρακτήριζαν «Έμπορο του Θανάτου», τον ώθησαν να φροντίσει την υστεροφημία του.
Με τη διαθήκη του της 27ης Νοεμβρίου 1895, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, διέθεσε το 94% της τεράστιας περιουσίας του για να υλοποιηθεί αυτό που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: το Βραβείο Νόμπελ.
Στη διαθήκη ορίζεται ότι «τα βραβεία θα δίνονταν κάθε χρόνο σε όσους κατά τον προηγούμενο χρόνο θα είχαν προσφέρει τη μεγίστη ωφέλεια στην ανθρωπότητα» στους τομείς της Φυσικής, της Χημείας, της Φυσιολογίας και Ιατρικής, της λογοτεχνίας και της ειρήνης.
Με την ίδια διαθήκη συστάθηκε το «Ίδρυμα Νόμπελ» (29 Ιουνίου 1900), που φροντίζει για τη σωστή εκπλήρωση των όρων της, σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη.
Στο διάβα του χρόνου
Τα πρώτα βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν στις 10 Δεκεμβρίου 1901, στην πέμπτη επέτειο από το θάνατο του Άλφρεντ Νόμπελ.
Οι βραβευθέντες ήταν: ο γερμανός φυσικός Βίλχελμ Ρέντγκεν, Νόμπελ Φυσικής, για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ο ολλανδός χημικός Γιάκομπους βαν’τ Χοφ, Χημείας, για την ανακάλυψη των νόμων της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης στα διαλύματα, ο γερμανός γιατρός Εμίλ φον Μπέρινγκ, Ιατρικής – Φυσιολογίας, για το έργο του που αφορούσε τη χρήση του ορού ως θεραπευτικού μέσου, ο γάλλος ποιητής Σιλί Πριντόμ, Λογοτεχνίας, ο ελβετός έμπορος Ερρίκος Ντινάν και ο γάλλος ειρηνιστής Φρεντερίκ Πασί, που μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης, για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού ο πρώτος και τους αγώνες του για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης ο δεύτερος.
Οι γενικές αρχές που διέπουν την απονομή των βραβείων διατυπώθηκαν από τον ίδιον τον Νόμπελ στη διαθήκη του, ενώ το 1900 συμφωνήθηκε η θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων (ερμηνευτικών, διαχειριστικών και διοικητικών) μεταξύ του Ιδρύματος Νόμπελ και των στενών συγγενών του διαθέτη.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμπελ, τα βραβεία Φυσικής και Χημείας απονέμονται από τη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, το βραβείο της Φυσιολογίας -Ιατρικής από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, το βραβείο της Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία και το βραβείο της Ειρήνης από πενταμελή επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τα νορβηγικά νομοθετικά σώματα («Στόρτινγκ»).
Ο διαθέτης είχε εκφράσει «την επιτακτική επιθυμία κατά την απονομή των βραβείων να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψιν η εθνικότητα των υποψηφίων, αλλά να απονέμεται το βραβείο στον καλύτερο, ανεξαρτήτως εάν είναι Σουηδός ή όχι».
Το Ίδρυμα Νόμπελ δεν ασχολείται με την ανάδειξη των υποψηφιοτήτων, τις συζητήσεις και τις αποφάσεις των επιτροπών και γενικά με τη διαδικασία απονομής των βραβείων, αλλά φροντίζει μόνο το οικονομικό σκέλος του βραβείου και τη διοικητική υποστήριξη των αρμόδιων επιτροπών.
Ένα βραβείο είτε δίδεται ολόκληρο σε ένα μόνο πρόσωπο είτε μοιράζεται σε δύο ή τρία πρόσωπα.
Μπορεί να δοθεί βραβείο περισσότερες από μία φορές στο ίδιο πρόσωπο.
Δεν είναι δυνατόν να προταθεί μετά θάνατον ένα πρόσωπο για βράβευση, αν όμως η πρόταση για τη βράβευσή του έγινε κανονικά (πριν από το θάνατό του), η βράβευση μπορεί να γίνει μετά θάνατον, όπως συνέβη στις περιπτώσεις του Νταγκ Χάμαρσκγελντ (Ειρήνης, 1961), του Έρικ Κάρλφελτ (Λογοτεχνίας, 1931) και του Ραλφ Στάινμαν (Ιατρικής, 2011).
Αν ο βραβευόμενος αποποιηθεί ή δεν παραλάβει το βραβείο του μέσα σε ορισμένη προθεσμία, το χρηματικό ποσό επιστρέφεται στο Ίδρυμα.
Έχουν σημειωθεί αποποιήσεις βραβείων Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού (χαρακτηριστικότερη αυτή του Ζαν-Πολ Σαρτρ το 1964), και σε μερικές περιπτώσεις οι κυβερνήσεις μερικών χωρών με ολοκληρωτικά ή αυταρχικά καθεστώτα έχουν απαγορεύσει στον βραβευόμενο να δεχτεί το Βραβείο Νόμπελ.
Παρόλα αυτά, ο βραβευόμενος καταχωρίζεται στη βίβλο των κατόχων Βραβείων Νόμπελ, με την παρατήρηση «δεν αποδέχθηκε το βραβείο».
Είναι δυνατόν να μη γίνει απονομή του βραβείου για μία χρονιά, αν δεν υπάρξει υποψήφιος άξιος βράβευσης, σύμφωνα με το πνεύμα της διαθήκης του Νόμπελ, ή αν η παγκόσμια κατάσταση εμποδίζει τη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών κατά χώρα για τη λήψη απόφασης, όπως είχε συμβεί κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Οι απονομές των Νόμπελ Φυσικής, Χημείας και Ιατρικής είναι οι λιγότερο αμφιλεγόμενες, ενώ αντίθετα εκείνες της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης, λόγω της φύσης των δύο αυτών τομέων, υπήρξαν σε μεγαλύτερο βαθμό αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων και αμφισβητήσεων.
Η Ελλάδα, στην υπερεκατονταετή ιστορία του θεσμού, έχει κατακτήσει δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας, με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1963) και τον ομότεχνό του Οδυσσέα Ελύτη (1979).
(Πηγή: sansimera.gr)