Το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) είναι ένα εγχειρίδιο που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των νοητικών διαταραχών. Εκδίδεται από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (APA) και αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για κλινικούς ψυχολόγους, ερευνητές, εταιρίες ασφαλειών υγείας, φαρμακευτικές εταιρίες, το νομικό σύστημα και άλλους επαγγελματίες.
Απο τη Χώρα των Θαυμάτων στη Σκοτεινή Πραγματικότητα: Ανάγκη για Κριτική Σκέψη”
Μαμάτσιου Ελένη, απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας Α.Π.Θ
“«Μα δεν θέλω να πάω σε τρελούς», είπε η Αλίκη. «Α, ξέρεις αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις, είμαστε όλοι τρελοί εδώ».είπε ο γάτος” (L. Carroll, 1865).
Ο φανταστικός κόσμος που απεικονίζεται στη “Χώρα των Θαυμάτων” από τον Λιούις Κάρολ φαίνεται να πλησιάζει σταδιακά τη σκοτεινή πραγματικότητα που βιώνουμε, με τον κίνδυνο να χαρακτηριστούμε όλοι ως “τρελοί” να είναι πλέον υπαρκτός.
Το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, DSM) πρόκειται για το ταξινομικό σύστημα που χρησιμοποιείται για την λήψη αποφάσεων με την ρητή δήλωση των συμπτωμάτων για την εκάστοτε διαταραχή.Η πρώτη έκδοση του εγχειριδίου (DSM-I) κυκλοφόρησε το 1952 από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, στην προσπάθειά της να εισαγάγει μια κοινή γλώσσα μεταξύ των κλινικών,περιείχε περίπου εκατό διαγνώσεις και ήταν σχεδόν άγνωστη. Τώρα προσφέρει πάνω από πεντακόσιες διαγνώσεις, οι οποίες δίνονται τόσο συχνά που το 46 τοις εκατό των ενηλίκων και το 20 τοις εκατό των παιδιών και των εφήβων στις ΗΠΑ θα λάβουν μία διάγνωση στη διάρκεια της ζωής τους.Παρά τις φιλόδοξες προσπάθειες να λειτουργήσει ως “λεξικό” για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, το DSM είναι ατελές, όπως υποστήριξαν ακόμη και οι επιτροπές που συνέβαλαν στη δημιουργία του. Έτσι, το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν τελικά τα οφέλη του ξεπερνούν τα μειονεκτήματά.
Μια από τις κριτικές που έχει εκφραστεί επανειλημμένα αναφορικά με το DSM αφορά την επίδραση της χρηματοδότησης στη διαμόρφωση των ταξινομικών συστημάτων και τους δεσμούς των συγγραφέων με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες.Κριτικοί υποστηρίζουν ότι η αύξηση των διαταραχών συχνά συνδέεται με τη χρηματοδότηση από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας(National Institute of Mental Health). Κάθε νέα έκδοση του DSM συνοδεύεται από αύξηση των κατηγοριών, και αυτό υπονοεί ότι η χρηματοδότηση ενισχύει την έρευνα για νέες διαταραχές, επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται αυτές οι κατηγορίες.Η κριτική για το DSM επεκτείνεται στον τρόπο που οι φαρμακευτικές εταιρείες επωφελούνται από τη διαμόρφωση των διαγνωστικών κριτηρίων για τις ψυχικές διαταραχές. Η αύξηση των διαγνωστικών κριτηρίων μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες διαγνώσεις και, ως εκ τούτου, σε αυξημένες συνταγογραφήσεις για τη θεραπεία των ψυχιατρικών αυτών διαταραχών. Η σύνδεση μεταξύ της κυκλοφορίας του DSM-III-R το 1987 και της κυκλοφορίας του αντικαταθλιπτικού Prozac είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί εκτενώς.Η επιτυχία του Prozac (ή Ladose στην Ελλάδα) συνδέεται με διάφορους παράγοντες, και μία από τις συζητήσεις αφορά τον ενδεχόμενο ρόλο του DSM στην ευρεία αποδοχή της “μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής” και στην υπερχρήση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων για την αντιμετώπισή της. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι το 7% των Αμερικανών είναι εθισμένοι σε ψυχοτροπικά φάρμακα, με τα ψυχοφάρμακα να αποτελούν την κυριότερη πηγή εσόδων για τις φαρμακευτικές εταιρείες. Το 2011, κέρδισαν περισσότερα από 18 δισεκατομμύρια δολάρια από τα αντιψυχωσικά, 11 δισεκατομμύρια δολάρια από τα αντικαταθλιπτικά και σχεδόν 8 δισεκατομμύρια δολάρια από τα φάρμακα για την διαταραχή ελλειμματικής προσοχής σε μια αγορά που συνεχώς διογκώνεται (Francis, 2014).
Σύνδεση του DSM με τα πρότυα της ιατρικής και των βιολογικών προσεγγίσεων
Η επίδραση του ιατρικού μοντέλου είναι εμφανής στην ορολογία που χρησιμοποιείται (ασθενής, διαταραχή, θεραπεία, διάγνωση) υπονοώντας μια συγγένεια μεταξύ των ψυχολογικών προβλημάτων και των ιατρικών, ενώ ταυτόχρονα υπονοείται η ανεξαρτησία των πρώτων από κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες. Βασίζονται σε ένα μοντέλο που θεωρεί τις ψυχικές διαταραχές ως εκδηλώσεις (ψυχο)φυσιολογικών διαταραχών, αγνοώντας τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ κοινοτήτων και ατόμων.Το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, που περιλαμβάνει τη γλώσσα, τις πεποιθήσεις, τις αξίες και τα έθιμα μιας κοινωνίας, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την κατηγοριοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, η ανορεξία θεωρείται πλέον διατροφική διαταραχή, καθώς συνδέεται με τα ιδανικά του δυτικού πολιτισμού για το γυναικείο σώμα, ενώ πριν τον 19ο αιώνα δεν γίνονταν αναφορές σε αυτήν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ομοφυλία, η οποία σε παλαιότερες εκδοχές των διαγνωστικών ταξινομήσεων θεωρούνταν ψυχολογική διαταραχή (American Psychiatric Association, 1994).
Στην εργασία του Salzinger το 1986, εκφράζεται κριτική για την παράλειψη σημαντικών δεδομένων από τον τομέα της ψυχολογίας και της ψυχογλωσσολογίας κατά την διαμόρφωση συστημάτων ταξινόμησης για τον καθορισμό εννοιών. Παράλληλα, επισημαίνεται η έλλειψη επαρκούς περιγραφής του πλαισίου και του βαθμού με τον οποίο ο ερωτών μπορεί να επηρεάζεται από παράγοντες όπως οι προσωπικές του απόψεις ή η κοινωνικοοικονομική ομάδα που ανήκει, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους ο κλινικός επηρεάζει το άτομο που εξετάζεται.
Το σύστημα ταξινόμησης DSM βασίζονται στην ιδέα ότι αποτελούν πραγματικές φυσικές κλινικές οντότητες
Το σύστημα ταξινόμησης του DSM βασίζεται στην ιδέα ότι αντιπροσωπεύει πραγματικές φυσικές κλινικές οντότητες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατηγορίες αυτές λειτουργούν περισσότερο ως εργαλεία απλοποίησης και ευκολότερου χειρισμού των κλινικών περιστατικών, παρά ως απόλυτες, φυσικές κλινικές οντότητες. Αντίθετα πρόκειται για κοινωνικά κατασκευασμένες έννοιες όπως έχει επισημάνει και ο Φουκώ (1988) ο οποίος υποστήριξε ότι <μια συγκεκριμένη οντότητα η οποία μπορεί να χαρτογραφηθεί από τα συμπτώματα που την δηλώνουν, αλλά και προηγείται από αυτά και, μέχρι ενός σημείου, είναι ανεξάρτητη από αυτά>.
Επιπλέον, η βασική ανησυχία σχετικά με τις διαγνώσεις του DSM είναι η έλλειψη αξιοπιστίας, καθώς αυτές εξαρτώνται κυρίως από τα αυτοαναφερόμενα συμπτώματα του ασθενούς και τη γενική συναίνεση των ειδικών, δίχως να πληρούν ορισμένες προδιαγραφές αξιοπιστίας. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής, οι διαγνώσεις ψυχικών διαταραχών δεν αντιπροσωπεύουν φυσικές οντότητες, αλλά προκύπτουν κυρίως από τον πολιτισμό, τις κοινωνικές δομές και το ιστορικό πλαίσιο. Είναι οι κοινωνικές κατασκευές που διαμορφώνουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αντιμετωπίζουμε τις ψυχικές προβληματικές καταστάσεις, αντί να θεωρούνται ως ανεξάρτητες φυσικές και καθολικές πραγματικότητες ( Horre- Mustin&Maracek, 2003).
Τέλος, αυτό που είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι όσο περισσότερο αυξάνονται οι διαγνωστικές κατηγορίες τόσο θα αυξάνεται κα ο πληθυσμός που θα κατηγοριοποιείται ως παθολογικός. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θα πληρούν τα κριτήρια για διάγνωση, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα στην ψυχιατρικοποίηση και στον στιγματισμό ακόμη και της φυσιολογικής, ψυχικής δυσφορίας. Συμπεριφορικές τάσεις που παλιά θεωρούνταν φυσιολογικές εκφάνσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας, τώρα κατατάσσονται ως ψυχιατρικές διαγνώσεις μέσω του συγκεκριμένου συστήματος ταξινόμησης, με αντίστοιχες προτάσεις θεραπείας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που σήμερα στα ταξινομικά συστήματα συμπεριλαμβάνονται διαταραχές που δεν είναι ψυχιατρικού ενδιαφέροντος όπως η Αναπτυξιακή διαταραχή της ανάγνωσης (δυσλεξία) και η Αναπτυξιακή διαταραχή μαθηματικών (δυσαριθμησία). Έτσι λοιπόν, η διαδικασία διάγνωσης δεν πρέπει να να βασίζεται αποκλειστικά σε μια απλουστευμένη επαγωγική-απαγωγική διαδικασία όπως: Αν έχεις το Α και το Β έχεις κατάθλιψη……