Οι περισσότεροι κάποια στιγμή στη ζωή μας έχουμε δώσει τη θέση μας σε έναν ηλικιωμένο στο λεωφορείο, το τρένο ή το μετρό. Και, όλοι, πιθανότατα θα φτάσουμε κάποια στιγμή στη θέση τους. Ένας ηλικιωμένος άντρας εξομολογείται στη The Guardian πως πραγματικά νιώθει όταν ένας πιο νέος σε ηλικία τού προσφέρει τη θέση του να καθίσει;
Ευγνωμοσύνη; Αμηχανία; Ντροπή; Στεναχώρια για το γεγονός της ηλικίας τους; Την αίσθηση ότι με την κίνησή μας ίσως τον προσβάλλουμε; Ή και όλα αυτά μαζί;
«Η έφηβη που μου προσφέρει τη θέση της στο λεωφορείο είναι όμορφη, παρατηρώ. Άραγε μου επιτρέπεται ακόμα να παρατηρώ τέτοια πράγματα; Με το πιο ζεστό της χαμόγελο, σηκώνεται και κατευθύνεται προς το διάδρομο με μια χάρη που μοιάζει σαν να υποκλίνεται. Nιώθω άσχημα που την ξεβολεύω. «Όχι!», της φωνάζω σιωπηλά, συγκρατώντας ένα εσωτερικό γέλιο. «Ανήκω σε μια γενιά που, κανονικά, εγώ θα έπρεπε να το κάνω αυτό για σένα», λέω και την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ πόσο περασμένη και ξεχασμένη μοιάζει αυτή η εποχή.
Ο λόγος μου δεν πιάνει τόπο. Νιώθω να καίω από αμηχανία και σύγχυση. Αργότερα, σκέφτομαι ότι αυτή ήταν μια κίνηση ευγένειας, ένα παράδειγμα καλοσύνης μέσα σε μια κακομαθημένη και κακότροπη γενιά. Χαμηλώνω το κεφάλι σαν ένδειξη αναγνώρισης, αλλά την ίδια στιγμή αισθάνομαι ντροπή. Είμαι γυμνασμένος, ικανός, δυνατός. Στο κεφάλι μου, είμαι νέος ακόμα και με σοκάρει που κάποιος με κάνει να ανανγωρίζω την προχωρημένη μου ηλικία.
Αποδεχόμενος τη θέση είναι σαν να αποδέχομαι την κατάσταση μου, δηλαδή ηλικιωμένος, εξαρτημένος και με ανάγκη για φροντίδα- ένα status που δεν είμαι ακόμα σε θέση να αποδεχτώ. Από την άλλη αν αρνηθώ είναι σαν να απορρίπτω μια κίνηση γενναιοδωρίας και να φαίνομαι αχάριστος. Το να τα εξηγήσω όλα αυτά όμως σε ένα γεμάτο λεωφορείο, είναι, επιεικώς, αδύνατο.