Όταν αποκαλύφθηκε ότι το Σύμπαν μας δεν είναι στατικό, ο Αϊνστάιν εξοβέλισε την κοσμολογική σταθερά από τη θεωρία του, χαρακτηρίζοντάς την ως τη μεγαλύτερη γκάφα της ζωής του. Ωστόσο, από παρατηρήσεις εξαιρετικά απομακρυσμένων υπερκαινοφανών αστέρων, οι οποίες διεξήχθησαν το 1998, αποκαλύφθηκε ότι το Σύμπαν διαστέλλεται με επιταχυνόμενο ρυθμό —αποτέλεσμα αδύνατο χωρίς τη δράση κάποιου είδους απωστικής δύναμης που να διατρέχει τον χώρο. Η ιδέα της κοσμολογικής σταθεράς αναβίωσε.
Δεδομένου ότι τώρα γνωρίζουμε πως η τιμή της δεν είναι μηδενική, παραμένει το ερώτημα γιατί έχει την τιμή που έχει. Οι φυσικοί έχουν παραθέσει επιχειρήματα για να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αναφύεται η δύναμη αυτή εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων, αλλά η τιμή που υπολογίζουν είναι κατά 120 περίπου τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από την τιμή η οποία προκύπτει μέσω της παρατήρησης υπερκαινοφανών.
Αυτό σημαίνει ότι είτε η συλλογιστική των υπολογισμών μας είναι λάθος είτε υπάρχει κάποιο άλλο φαινόμενο το οποίο απαλείφει κατά θαυμαστό τρόπο τον αριθμό που υπολογίζουμε, εκτός από ένα αφάνταστα απειροελάχιστο κλάσμα του. Το βέβαιο είναι ότι, αν η τιμή της κοσμολογικής σταθεράς ήταν πολύ μεγαλύτερη από όση είναι, το Σύμπαν μας θα είχε κυριολεκτικά ανατιναχτεί πριν σχηματιστούν οι γαλαξίες, οπότε —για μία ακόμη φορά— η ζωή όπως τη γνωρίζουμε θα ήταν αδύνατο να υπάρξει.
Τι θα μπορούσαμε να συναγάγουμε από αυτές τις συμπτώσεις; Η τύχη που ενέχεται στην ακριβή μορφή και φύση των θεμελιωδών φυσικών νόμων αποτελεί διαφορετικό είδος τύχης από αυτή την οποία βρίσκουμε στους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το ερώτημα δεν είναι τόσο εύκολο να απαντηθεί, ενώ έχει πολύ βαθύτερες φυσικές και φιλοσοφικές επιπτώσεις. Το Σύμπαν μας και οι νόμοι του μοιάζουν εξίσου κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μας, ενώ, προκειμένου για την ύπαρξή μας, ελάχιστα περιθώρια αφήνουν για τροποποιήσεις. Δυσεξήγητο ζήτημα, το οποίο εγείρει το φυσικό ερώτημα γιατί είναι έτσι.
Στο σημείο αυτό, πολλοί θα ήθελαν να επικαλεστούμε τέτοιου είδους συμπτώσεις ως αποδεικτικά στοιχεία ότι όλα αυτά είναι έργο του Θεού. Η ιδέα ότι το Σύμπαν σχεδιάστηκε προκειμένου να φιλοξενήσει το ανθρώπινο γένος κάνει την εμφάνισή της σε θεολογίες και μυθολογίες που ανάγονται χιλιάδες χρόνια πριν. Στο μυθολογικό έπος Popol Vuh των Μάγια, οι θεοί διακηρύσσουν ότι «καμία δόξα και τιμή δεν μας αξίζει για όλα τα πλάσματα που δημιουργήσαμε πριν από την ύπαρξη των ανθρώπων, πλασμάτων προικισμένων με ευαισθησία».
Σε ένα τυπικό αιγυπτιακό κείμενο που ανάγεται στο 2οοο π.Χ. διαβάζουμε:«Οι άνθρωποι, τα κτήνη του θεού, έχουν αρκετά εφόδια. Αυτός (ο θεός ήλιος) έφτιαξε τον ουρανό και τη γη για δική τους ωφέλεια».
Στην Κίνα, ο ταοϊστής φιλόσοφος Τσουάνγκ Τζου (περ. 400 π.Χ.) εξέφρασε την ιδέα αυτή μετά λόγια του ήρωα ενός μύθου:«Ο ουρανός κάνει να μεγαλώσουν τα πέντε είδη σιτηρών, και φέρνει τις πτερυγωτές και φτερωτές φυλές, ειδικά για το δικό μας όφελος».
Στον δυτικό πολιτισμό, η Παλαιά Διαθήκη περιέχει την ιδέα του θεϊκού σχεδίου στη δική της ιστορία περί Δημιουργίας· όμως, μεγάλη επίδραση δέχτηκε η παραδοσιακή χριστιανική άποψη και από τον Αριστοτέλη, ο οποίος πίστευε «σε έναν νοήμονα φυσικό κόσμο που λειτουργεί βάσει σκόπιμου σχεδιασμού». Ο Θωμάς Ακινάτης, χριστιανός θεολόγος του Μεσαίωνα, επιστράτευσε τις ιδέες του Αριστοτέλη σχετικά με την τάξη στη Φύση προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ύπαρξης του Θεού.
Τον δέκατο όγδοο αιώνα, ένας άλλος χριστιανός θεολόγος έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι λαγοί έχουν λευκές ουρές για να είναι ευκολότερο για εμάς να τους πυροβολούμε. Μια περισσότερο σύγχρονη παρουσίαση της χριστιανικής άποψης δόθηκε Λίγα χρόνια πριν, όταν ο Κρίστοφ Σένμπορν, καρδινάλιος της Βιέννης, έγραψε:
«Σήμερα, στις απαρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με επιστημονικούς ισχυρισμούς όπως ο νεοδαρβινισμός και η υπόθεση του πολυσύμπαντος, οι οποίοι έχουν επινοηθεί για να παρακάμψουν τις συντριπτικές ενδείξεις στη σύγχρονη επιστήμη υπέρ της ύπαρξης σκοπού και σχεδίου, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα υπερασπιστεί για άλλη μία φορά την ανθρώπινη φύση, διακηρύσσοντας ότι το ενυπάρχον σχέδιο στη Φύση είναι αληθινό».
Στην κοσμολογία, οι συντριπτικές ενδείξεις υπέρ της ύπαρξης σκοπού και σχεδίου στις οποίες αναφερόταν ο καρδινάλιος είναι οι λεπτές ρυθμίσεις των φυσικών νόμων, που θίξαμε παραπάνω.
Το σημείο καμπής στην επιστημονική απόρριψη του ανθρωποκεντρικού Σύμπαντος υπήρξε το κοπερνίκειο μοντέλο του ηλιακού συστήματος, στο οποίο η Γη δεν κατείχε πλέον κεντρική θέση. Τι ειρωνεία, η ίδια η κοσμοθεωρία του Κοπέρνικου είναι ανθρωπομορφική, ακόμη και όταν μας καθησυχάζει υποδεικνύοντας ότι, παρά το ηλιοκεντρικό μοντέλο του, η Γη βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Σύμπαντος: «Αν και [η Γη] δεν βρίσκεται στο κέντρο του Κόσμου, εντούτοις η απόσταση [από το κέντρο αυτό] είναι μηδαμινή αν τη συγκρίνουμε με εκείνη των απλανών αστέρων».
Με την εφεύρεση του τηλεσκοπίου, τον δέκατο έβδομο αιώνα, οι παρατηρήσεις, όπως το ότι ο πλανήτης μας δεν είναι ο μοναδικός με φεγγάρι σε τροχιά γύρω του, προσέφεραν επιπλέον υποστήριξη στην αρχή ότι δεν διαθέτουμε καμία προνομιακή θέση στο Σύμπαν. Τους αιώνες που ακολούθησαν, όσο περισσότερα ανακαλύπταμε για το Σύμπαν τόσο λιγότερο εξωτικός φαινόταν ο πλανήτης μας.
Ωστόσο, η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη της εξαιρετικά λεπτής ρύθμισης πολλών νόμων της Φύσης θα μπορούσε να οδηγήσει, ορισμένους έστω από εμάς, ξανά πίσω στην παλιά ιδέα ότι αυτό το μεγάλο σχέδιο αποτελεί έργο κάποιου μεγάλου σχεδιαστή. Στις ΗΠΑ, όπου το Σύνταγμα απαγορεύει τη θρησκευτική διδασκαλία στα σχολεία, ο τύπος αυτός ιδέας ονομάζεται «ευφυές σχέδιο», υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι ο σχεδιαστής αυτός είναι ο Θεός.
Δεν είναι αυτή, όμως, η απάντηση της σύγχρονης επιστήμης. Είδαμε ότι το Σύμπαν μας φαίνεται να είναι ένα μεταξύ πολλών, καθένα με διαφορετικούς νόμους. Αυτή η ιδέα περί πολυσύμπαντος δεν έχει επινοηθεί για να εξηγηθεί το θαύμα της λεπτής ρύθμισης. Πρόκειται για συνέπεια της συνθήκης έλλειψης ορίου, αλλά και άλλων θεωριών της σύγχρονης κοσμολογίας.
Αν όμως αληθεύει, ανάγει την ισχυρή ανθρωπινή αρχή στην ασθενή εκδοχή της, θέτοντας τις λεπτές ρυθμίσεις των φυσικών νόμων στην ίδια βάση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, διότι συνεπάγεται ότι το κοσμικό μας ενδιαίτημα —το σύνολο του παρατηρήσιμου Σύμπαντος— είναι μονάχα ένα μεταξύ πολλών, σαν το ηλιακό μας σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι, όπως ακριβώς οι περιβαλλοντικές συμπτώσεις του ηλιακού μας συστήματος μπορούν να θεωρηθούν άνευ σημασίας βάσει της κατανόησης ότι υπάρχουν δισεκατομμύρια ακόμη παρόμοια συστήματα, έτσι και οι λεπτές ρυθμίσεις των νόμων της Φύσης μπορούν να εξηγηθούν με βάση την ύπαρξη πολλαπλών συμπάντων.
Διαμέσου των αιώνων, πολλοί απέδωσαν στον Θεό την ομορφιά και την πολυπλοκότητα της Φύσης που στην εποχή τους φαινόταν πως δεν έχουν επιστημονική εξήγηση. Αλλά όπως ακριβώς ο Δαρβίνος και ο Wallace εξήγησαν με ποιον τρόπο ο φαινομενικά θαυμαστός σχεδιασμός των έμβιων μορφών μπορούσε να προκόψει χωρίς την παρέμβαση κάποιου ανώτατου όντος, έτσι και η ιδέα του πολυσύμπαντος μπορεί να εξηγεί τις λεπτές ρυθμίσεις των φυσικών νόμων χωρίς ανάγκη επίκλησης ενός καλοκάγαθου δημιουργού ο οποίος έφτιαξε το Σύμπαν για δικό μας όφελος.
Ο Αϊνστάιν έθεσε κάποτε στον βοηθό του, Ernst Strauss, το εξής ερώτημα: «Είχε ο Θεός επιλογές όταν δημιουργούσε το Σύμπαν;». Ο Κέπλερ, στα τέλη του δεκάτου έκτου αιώνα, ήταν πεπεισμένος ότι ο Θεός είχε δημιουργήσει το Σύμπαν σύμφωνα με κάποια τέλεια μαθηματική αρχή. Ο Νεύτων έδειξε ότι οι ίδιοι νόμοι που ισχύουν στους ουρανούς ισχύουν και στη Γη, και ανέπτυξε μαθηματικές εξισώσεις για να εκφράσει τους νόμους αυτούς, οι οποίοι ήταν τόσο κομψοί ώστε ενέπνευσαν έναν σχεδόν θρησκευτικό ζήλο σε πολλούς επιστήμονες του δεκάτου ογδόου αιώνα, πρόθυμους να τους επικαλεστούν προ-κειμένου να δείξουν ότι ο Θεός είναι μαθηματικός.
Από την εποχή του Νεύτωνα, και ειδικά από την εποχή του Αϊνστάιν, στόχος της φυσικής είναι να βρει απλές μαθηματικές αρχές του είδους που είχε οραματιστεί ο Κέπλερ, ώστε με αυτές να οικοδομήσει μια ενοποιημένη Θεωρία των Πάντων η οποία θα εξηγεί κάθε λεπτομέρεια της ύλης και των δυνάμεων που παρατηρούμε στη Φύση.
Κατά τον δέκατο ένατο και τις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Maxwell και ο Αϊνστάιν ενοποίησαν τις θεωρίες του ηλεκτρισμού, του μαγνητισμού και του φωτός.
Κατά τη δεκαετία του 1970, διαμορφώθηκε το Καθιερωμένο Μοντέλο, μια μοναδική θεωρία για την ασθενή πυρηνική, την ισχυρή πυρηνική και την ηλεκτρομαγνητική δύναμη. Ακολούθησαν η θεωρία χορδών και η θεωρία Μ, σε μια προσπάθεια συμπερίληψης και της εναπομένουσας δύναμης, της βαρυτικής. Στόχος ήταν να βρεθεί, όχι απλώς μια μοναδική θεωρία που να εξηγεί το σύνολο των δυνάμεων, αλλά μια θεωρία η οποία να εξηγεί τους θεμελιώδεις αριθμούς για τους οποίους κάναμε λόγο, όπως η ένταση των δυνάμεων ή η μάζα και το φορτίο των στοιχειωδών σωματιδίων.
Όπως το είχε θέσει ο Αϊνστάιν, ελπίδα μας ήταν να μπορέσουμε τελικά να πούμε ότι η Φύση «έχει συγκροτηθεί με τρόπο που να μπορούν λογικά να διατυπωθούν τόσο αυστηρά καθορισμένοι νόμοι ώστε, στο πλαίσιο των νόμων αυτών, να προκύπτουν μόνο ορθολογικά πλήρως καθορισμένες σταθερές (συνεπώς, όχι σταθερές των οποίων η αριθμητική τιμή θα μπορούσε να μεταβληθεί χωρίς να καταστραφεί η ίδια η θεωρία)».
Μια μοναδική θεωρία θα ήταν απίθανο να περιλαμβάνει τις λεπτές ρυθμίσεις που μας επιτρέπουν να υπάρχουμε. Αν όμως, υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων, ερμηνεύσουμε το όνειρο του Αϊνστάιν ως αυτό μιας μοναδικής θεωρίας η οποία εξηγεί το δικό μας και τα άλλα σύμπαντα, το καθένα με το δικό του σύνολο διαφορετικών νόμων, τότε κάλλιστα στη θέση τούτης της θεωρίας θα μπορούσε να βρίσκεται η θεωρία Μ. Αλλά είναι μοναδική η θεωρία Μ —συνάγεται υποχρεωτικά από κάποια απλή λογική αρχή; Μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί η θεωρία Μ;
Stephen Hawking & Leonard Mlodinow: Το Μεγάλο Σχέδιο.
Πηγή: Antikleidi.com