του Στέλιου Χλιαρά
Σβήνω και ξαναγράφω. Μελάνι και ξανά μελάνι σε χαρτί τσαλακωμένο που μαγικά θα γίνει κλικ και άλλα ξανά κλικ, μέχρι όλα να γίνουν πίξελς σε χρωματιστή οθόνη. Και μετά μέιλ και αποστολή και ένας κύκλος, καθημερινός για πολλούς, που πλέον λέγεται ζωή. Ή μήπως όχι; Και μετά; Κείμενο σε χαρτί τυπωμένο. Χαρά. Έτσι είμαστε λίγο πιο “Μαζί”… Μυρωδιά χαρτιού και υφή σε χέρια που τελικά ξεχνάνε. Και διάβασμα. Διάβασμα αληθινό. Διάβασμα πέντε αράδων που λένε ίσως ανούσιες ιστορίες από μυαλά ανέμπνευστα που θέλουν να ξεκουραστούν. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ… Ρολόγια καρφωμένα σε μυαλά. Ρυθμός ακατάπαυστος που σε λίγο θα σημάνει μεσάνυχτα. Τα μάγια θα λυθούν και οι σταχτοπούτες του δίπλα τοίχου θα ανοίξουνε τα μάτια τους για πάντα. Έτσι κι αλλιώς όνειρα δε βλέπουν άλλα. Δεν έχει χώρο το μυαλό, delete δε γίνεται να κάνει. Εκεί τώρα το ρολόι ακούγεται πιο δυνατά απ’ όλα, και η μπαταρία δε λέει να τελειώσει. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί ποιός θα έφερνε άλλη μπαταρία; Οι πρίγκιπες γεράσανε παριστάνοντας τους ωραίους. Το τζελ ακρίβυνε και τα λεφτά πια δε φτάνουν ούτε για τσιγάρα. Κι ο έρωτας; Κάποτε συναντήθηκαν στη μέση του βιβλίου, μετά άρχισαν να τρέχουν αντίθετα. Αυτός πήγε στην αρχή πάλι να φιγουράρει κι αυτή έτρεξε να γράψει ένα “τέλος” σε τοίχους αδιέξοδους με σπρέυ. Τώρα παλεύει εκεί, στην περίληψη της ιστορίας, να καταλάβει τι και πως και μετά να πηδήξει στο κενό… Να αφήσει αυτή την ιστορία να τρυπώσει σε καμιά άλλη για το σασπένς… Μικρό παραμυθάκι ήταν, χαζό, για να περάσει ώρα. Γραμμένο σε χαρτί τσαλακωμένο. Λέξεις τσαλακωμένες, και πως να τις ισιάξεις; Η ώρα λέει τέλος εδώ μα εγώ θα πω κάτι για το τέλος: μην αφήνετε ρε σημειώματα σε στάσεις λεωφορείων.
Έχει πολύ κόσμο εκεί, θα τα πατήσουν…
(έντυπη έκδοση τεύχος 10)
Painting René Magritte