Εκεί ψηλά ο αέρας είναι τόσο καθαρός και δυνατός που καταφέρνει να τα καθαρίζει όλα. Σου αφήνει ένα πρόσωπο αλαβάστρινο, αποβάλλοντας κάθε μαύρο ίχνος και στίγμα, ξεπλένει τις τοξίνες και οτιδήποτε καταφέρνει να σε αλλάζει και να σου τρώει τα σωθικά. Το δέρμα κατακόκκινο από τον αέρα που λυσσομανάει και όχι από τη ντροπή. Όταν κοντοσταθείς στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία βλέπεις τον κόσμο αλλιώς από ψηλά και μεταμορφώνεται και γίνεται όμορφος, ο ουρανός φαντάζει πιο γαλανός και είναι σαν τον φτάνεις, σαν να κάνεις ένα ακόμα βήμα στον θεό. Εκεί ξαναγεννιέσαι, εκεί γίνεσαι ένας άλλος. Αγναντεύεις για ώρα τη μαγεύτρα φύση, τα αγέρωχα βουνά, τα πλάσματα που κατοικούν σε αυτά. Εκεί σε εκείνο το εκκλησάκι, στο ψηλότερο σημείο του χωριού συνάντησες εσένα, εκεί πήρες τις πιο σημαντικές σου αποφάσεις. Εκεί ήρθες πιο κοντά με εσένα.
Εκεί ανάμεσα στις χορταριασμένες πέτρες, εκεί ανάμεσα στις μυρωδιές που αναδύονταν από τον αέρα που τις παράσερνε, βρήκες εσένα. Ρίγανη φυτρωμένη στις παρυφές, δυόσμος, μέντα και βασιλικός αυτές οι μυρωδιές πάντα θα σου θυμίζουν, πάντα θα σε ξαναγυρνούν στην κορυφή. Όσο χαμηλά και αν βρεθείς πάντα θα υψώνεις κεφάλι και θα το κοιτάς. Πάντα θα σου λείπει το συγκεκριμένο αεράκι που μόνο σε υψόμετρο 1050 φυσάει. Κατηφορίζοντας σίγα σιγά έρχονται στο νου μνήμες, ξυπνούν οι αγαπημένοι σου που έφυγαν έτσι για να σου θυμίσουν που ανήκεις. Στα σπίτια έξω στις αυλές ζυμώνουν οι μανιές σκυμμένες στα γόνατα το ψωμί στην ξύλινη σκάφη. Έχεις γευτεί το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου φτιαγμένο από χέρια δουλεμένα και σκισμένα. Η πρώτη φιλούδα δική σου, έτσι σου έδειχναν πόσο πολύτιμος είσαι για αυτές. Το πρώτο κομμάτι από την ζεματισμένη πίτα της σόμπας ήταν δικό σου. Το δεύτερο τυλιγμένο για την διαδρομή, για την ώρα που θα σταματούσες να ξαποστάσεις.
Μνήμες και εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις, τυρί που πυτιαζόταν επί τόπου με γάλα φρέσκο, τσαντίλες κάτασπρες και κρεμασμένες. Τροβάδες ακουμπισμένοι στα κάγκελα και στα δέντρα. Γκλίτσες ξύλινες και κουρασμένες περίμεναν να τις κρατήσεις για να παραστήσεις τον βοσκό και λίγο πιο πέρα, κουκουνάρες σκορπισμένες κατάχαμα παρίσταναν τα ζωντανά. Στις αυλές λίγο πιο κάτω από τα 1050 μέτρα μεγάλωνες εσύ με αξίες ατόφιες, ακατέργαστες που τις έχεις ακόμα. Και αν τις έχασες δεν τις ξεχνάς, γιατί τις κουβαλάς. Φρέσκος τραχανάς και φρέσκο σιτάρι, εκεί ό,τι σπείρεις φυτρώνει, εκεί ό,τι θερίσεις γίνεται. Μεγαλώνεις και υψώνεις ανάστημα από περηφάνια και γίνεσαι τόσο τρανός που φτάνεις στα 1050 μέτρα έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο, εκεί πάνω φαντάζεις πελώριος, ατρόμητος και δυνατός σαν τις ρίζες του πλάτανου στο κέντρο του χωριού. Στο κέντρο αυτού του κόσμου, στο κέντρο των τρυφερών ματιών, των ανοιχτών χεριών, που σε αγκάλιασαν και σε τάισαν. Στις ορμήνιες, στα τραγούδια, στα νανουρίσματα, στα γητέματα, στα τρυφερά λογάκια του χρυσού και του γραμμένου. Μέσα σου, στην ταυτότητα σου αναγράφεται ένας αριθμός 1050.
Λιβαδερό.