«Τα μπουμπουκάκια των Χριστουγέννων»
Κατερίνα Παπαστεργίου
5 το πρωί, τέτοια ώρα ξεκινούσαμε να τα λέμε στο χωριό. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, έξω νύχτα αλλά εμείς πανέτοιμοι…Χοντρό μπουφάν, κασκόλ και γάντια. Παγωνιά! Χιόνι!
Μα, εμείς περιμέναμε πως και πώς να ξεκινήσουμε για τα κάλαντα των
Χριστουγέννων. «Να προσέχετε και όταν κρυώσετε ή κουραστείτε να
γυρίσετε…Ακούς;». Μαζεύτηκε το γκρουπ, οι μεγαλύτεροι της παρέας πρόσεχαν τα μικρά. Εμάς! «Φέρναμε βόλτα» όλο το χωριό. Από πόρτα σε πόρτα, δεν ξεχνούσαμε καμιά. Μας περίμεναν οι γριούλες και μας άνοιγαν αμέσως, δεν ήθελαν να περιμένουμε στο κρύο. Καλούδια στη σακούλα και κέρματα. Μανταρίνια, φιστίκια,
καραμέλες, ζαχαρωτά και σοκολατάκια…
Στον δρόμο πειράγματα και γέλια. Νιώθαμε ευτυχία, χαρά και όλη αυτήν την αγαλλίαση των Χριστουγέννων. Ξεχνούσαμε την κούραση και δε νιώθαμε το κρύο.
Σε ένα από τα σπίτια που πήγαμε στον πάνω μαχαλά, μια γιαγιούλα καθώς έκανε την μοιρασιά, αφού έβαλε βαθειά το χέρι στην τσέπη της μαύρης ποδιάς της, έδωσε κέρματα σε όλους εκτός από μένα, σε εμένα έδωσε ένα μαύρο κουμπί. Ξεσπάσαμε σε γέλια και από εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως θα ήμουν η πιο τυχερή της παρέας.
«Κάλπικο το κέρμα…Άνθρακας ο χρυσός» φώναξε ο Γιωργάκης.
Όταν ξημέρωσε κλείναμε τον φακό μας και συνεχίζαμε το περπάτημα. Αφού ψέλναμε τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια του χωριού και ευχόμασταν στον κύρη τους χίλια χρόνια
να ζήσει, τρέχαμε στον φούρνο. Εκείνη την ώρα έβγαιναν τα πιο νόστιμα
μπουμπουκάκια. Αφράτα, ζεστά, τα πιο γλυκά ψωμάκια του κόσμου. Έτσι τα
ζητούσαμε, «Καλημέρα! Θέλουμε μπουμπουκάκια». «Αμέσως, παιδιά μόλις τα έβαλα από την φωτιά». Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Παγωμένοι και κουρασμένοι
να πέφτουμε με ορμή στα ψωμάκια και να τα καταβροχθίζουμε. Να ζεσταίνουμε και
να χορταίνουμε τις κοιλίτσες μας. Νιώθαμε γεμάτοι, πλήρεις, δεν μας έλειπε τίποτα, αφού το πνεύμα των Χριστουγέννων μας συντρόφευε μέχρι το τέλος.
Έπειτα ακολουθούσε η καταμέτρηση, μοιραζόμασταν μέχρι και την τελευταία
δεκάρα. Δίκαια πράγματα. Βγάζαμε μερίδιο και γι’αυτούς που δεν μπόρεσαν ναέρθουν μαζί μας να «γυρίσουμε τα κάλαντα». Στις διάφανες σακουλίτσες τα φρούτα και τα κεράσματα. Τις μέρες των Χριστουγέννων με επισκέπτεται αυτή η εικόνα.
Πόσο τυχερή νιώθω που κατάφερα να ζήσω τόσο όμορφες στιγμές. Στο χωριό λοιπόν, με το τριγωνάκι να χτυπά με όση δύναμη μπορούσε από τον ενθουσιασμό. Δεν μας ένοιαζαν τα χρήματα, αλλά η προσμονή, η βόλτα, τα πειράγματα μεταξύ μας, ο
χιονοπόλεμος, τα χτυπήματα στην πόρτα, τα καλωσορίσματα και η χαρά που εισπράτταμε από τους παππούδες και τις γιαγιάδες.
Όταν πηγαίνουμε στο χωριό την περίοδο των γιορτών δεν ξεχνάμε τα μπουμπουκάκια , νιώθουμε το ίδιο συναίσθημα, αυτό που δένει ακόμα την παρέα των Χριστουγέννων,
τι και αν πέρασαν χρόνια αμέτρητα από τότε, αν ανταμώσουμε μιλάμε γι’αυτά και τα γευόμαστε με την ίδια λαχτάρα από τον ίδιο φούρνο, την ίδια ώρα σαν μεγάλοι ξενύχτηδες πια και όχι σαν μικρά κολιαντρούλια.