Ο Καμύ είχε πει πως «Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα μέσα μου ένα ακατάβλητο καλοκαίρι». Μια ιστορία θα σας πω, για τις εποχές, τους ανθρώπους, τον έρωτα και ότι πολλές φορές «αυτά» τα καλοκαίρια δεν είναι παρά μονάχα μεταμφιεσμένος χειμώνας.
Οι περισσότεροι παρομοιάζουν τον έρωτα με λεωφορεία και στάσεις αστικών.Με τρένα, που άλλοτε έρχονται κι άλλοτε φεύγουν.
Για εμένα, το καλοκαίρι, ο έρωτας ήταν ένας στίβος γηπέδου και άπειρα χιλιόμετρα, που έκανα καθημερινά για την αγάπη της Όρο.
Πάντα πίστευα, ότι αν αγαπάς πρέπει να τρέχεις, σαν το άλογο της όμορφης κοπέλας των παραμυθιών, νωρίς το πρωί, για να καταφέρεις να είσαι το δυνατότερο και γρηγορότερο άλογο απ’ τα συνομήλικα σου, ώστε στο τέλος της ιστορίας να κερδίσεις την αγάπη της κοπέλας. Να βγεις νικητής! Τώρα αν χάσεις κάθε ίχνος της υπόστασης σου, αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
“Θέλω να τρέξω”, μου έλεγε και “θέλω να τρέξεις και εσύ μαζί μου, εντάξει;”.
“Να τρέξω! Ας τρέξω”, απαντούσα κι έτρεχα.
Με έσερνε για τρέξιμο με την δικαιολογία ότι στο σχολείο της τους έβαζαν να τρέχουνε ένα μίλι το μήνα, για να μη γίνουν, λέει, μαμμόθρεφτα. Υποτίθεται, πως όσο μεγαλύτερα πνευμόνια αποκτάς, τόσο περισσότερο ευκολότερα, με περίσσια αντοχή, τρέχεις στα δύσκολα, που μισείς.
Θεωρούσα ότι το να τρέχεις θα ήταν ένα ευχάριστο, συγκινητικό και γεμάτο αγνότητα σκηνικό,όπου ενώ εγώ θα έτρεχα, αυτή θα με παρακολουθούσε και θα με χρονομετρούσε και θα μου φώναζε: “ένα λεπτό και εικοσιπέντε δευτερόλεπτα“, περιμένοντας με στο τέρμα. Εκεί, αντί να κόψω την κορδέλα, θα έπεφτα φυσικά επάνω στην γλυκιά σάρκα της και τότε θα μου έλεγε κάθε φόρα, ότι μ’ αγαπάει.
“Κάνε μερικές ασκήσεις. Άντε τεμπελάκο!”.
Κάπως έτσι, καθημερινά ξεκινούσαμε με ασκήσεις. Απλώναμε τις πετσέτες μας στο γρασίδι και κάναμε βαθιές επικύψεις, έλξεις, κάμψεις και μερικά ψαλίδια. Ένιωθα την ευτυχία να με κατακλύζει, κοιτάζοντας την απέναντι μου να γελάει με τις αδέξιες κινήσεις μου.
Έτρεχα, έτρεχα, κάθε ημέρα, και κατάφερα να κάνω σε μια εβδομάδα 35 χιλιόμετρα, μα στο τέλος υπήρχε πάντα το κλικ του χρονομέτρου και όχι η αγκαλιά της Όρο και η αγάπη της.
Δεν τα παράτησα. Ήμουν αποφασισμένος να την πείσω ότι μπορώ να τρέξω για αυτήν χιλιόμετρα και να καταφέρω να την κάνω να μου πει αυτό το σ’ αγαπώ.
Κάθε φορά που έφτανα στο τέρμα, όμως, σταματούσα και έπεφτα στο πλάι της, με τα χέρια μου να βρίσκονται στους γοφούς μου και να κοιτάω το χώμα και να ρουφάω αέρα ή μάλλον ο αέρας να είναι αυτός που με ρουφάει. “Χου, ου…”, ανέπνεα βαθιά.
Ημέρα, με την ημέρα, η Όρο γελούσε σε κάθε αναπνοή που ξεψυχούσα και σε κάθε ατάκα που τολμούσα να ξεστομίσω του στυλ “με πονάνε τα πόδια μου”. Μα ήταν πλέον τόσο συνεπαρμένη και συγκινημένη, που άρχισε να γλιστράει στο γρασίδι και να μου ανεβάζει τις κάλτσες στον αστράγαλο και πιο πάνω στην γάμπα. Στο τέλος μου δάγκωνε τρυφερά την επιγονατίδα.
Σε έναν μήνα κατάφερα να την βλέπω κάθε φορά που τερμάτιζα, να χορεύει κάτι σαν κλακέτες, να σχηματίζει μια μεγάλη καμπύλη και να πέφτει στο έδαφος, έτοιμη να μου δαγκώσει την επιγονατίδα. Σε κάθε πέσιμο της μου φώναζε “ας ξαπλώσουμε λίγο στον ήλιο”. Πλέον με περίμενε καθισμένη στο χώμα, αγκαλιάζοντας τα γόνατα της, με ένα πλατύ χαμόγελο και με ένα φιλί στο στόμα, επιβραβεύοντας με για την κούρσα.
“Είσαι καλός, εσύ! Τελικά είσαι καλός και δεν σου το είχα”.
Αυτό, που μου έμεινε από κάθε φορά που πηγαίναμε για τρέξιμο, ήταν όταν στο τέλος πάντα καθόμασταν στο γρασίδι, ώστε να είμαστε ξαπλωμένοι ακουμπώντας τους αγκώνες μας, έτοιμοι να παρακολουθήσουμε κάποιο ουράνιο φαινόμενο, τη βάφτιση ενός καινούργιου αστεριού, τη διαστολή του φεγγαριού στο μεγαλύτερο δυνατό μέγεθος. Τα σύννεφα που πάνω μας κινούνταν σχηματίζοντας διάφορες μορφές και την Όρο να ξαπλώνει επάνω στο στήθος μου.
Το καλοκαίρι πέρασε γρηγορότερα, απ’ ότι περίμενα. Τα χιλιόμετρα άπειρα! Εγώ έμεινα πίσω, σχεδόν υπνωτισμένος απ’ την κούρσα, την ανάλυση, την αναθεώρηση και την ανασύνδεση του τετριμμένου. Η Όρο, έφυγε για να σπουδάσει. Το σ’ αγαπώ δεν το άκουσα ποτέ από τα χείλη της. Φεύγοντας, μου είπε: “Αν μ’ αγαπάς, δεν πρέπει να ανησυχείς για τίποτα”. Μα δεν την ξαναείδα ποτές μου.
Τουλάχιστον, πλέον, δεν ήμουν μαμμόθρεφτο για την Όρο και είχα γερά και δυνατά πνευμόνια, για να τρέξω σε κάθε δυσκολία που θα μου χτυπούσε την πόρτα.
Και η πόρτα χτύπησε από την Λαύρα του Καλοκαιριού.
Άγιο καλοκαίρι/Ζάκυνθος 2021
Κεντρική φωτογραφία Joe Webb