Γράφει η Μαρία Καλεμκερίδου
Εγώ είμαι εγώ. Ή μάλλον όχι· εγώ είμαι η άλλη. Είμαι και η άλλη. Αυτή η άλλη, είναι κομμάτι του εαυτού μου, είναι και αυτή εγώ. Προσπαθώ να σπάσω τα δεσμά μου, να ξεφύγω από την πίεση που μου ασκεί. Δεν είναι εύκολο· με εξαντλεί όλη αυτή η πάλη που συμβαίνει ανάμεσα μας.
Μερικές φορές με κάνει να φέρομαι αλλοπρόσαλλα · είναι στιγμές που δεν με αναγνωρίζω. Με κάνει να χάνω τον έλεγχο, να γίνομαι σκληρή, απότομη και απόμακρη. Αυτή, η άλλη είναι το αντίθετο από αυτό που είμαι εγώ. Ώρες ώρες δεν την αντέχω. Με εκνευρίζει όταν επιμένει σε κάτι ακόμα και όταν κάνει λάθος, όταν θέλει να περνάει πάντα το δικό της, όταν γκρινιάζει χωρίς λόγο.
Στέκομαι και απλά την ακούω· σαφώς και δεν ακολουθώ τις παροτρύνσεις της. Τότε γίνεται έξαλλη, βγαίνει εκτός εαυτού και οι συνέπειες είναι καταστροφικές.
Πολύ θα ήθελα να την ξεφορτωθώ. Είναι δύσκολο, το ξέρω. Πώς να την διώξω; Είναι κομμάτι του εαυτού μου, είναι το κομμάτι εκείνο που με συμπληρώνει.
Δεν έχουμε πολλά κοινά· είμαστε θαρρείς δυο διαφορετικοί άνθρωποι εγκλωβισμένοι στο ίδιο σώμα. Μόνο στα βιβλία ταιριάζουμε· μόνο με αυτά είναι που ηρεμεί. Γαληνεύει, προσηλώνεται τόσο πολύ σε αυτό που διαβάζει που γίνεται υποφερτή. Και εκεί όμως να μου πάει κόντρα. ‘Ώρα να βγεις. Παράτα το’ λέει. Εγώ όμως δεν θέλω· πρέπει να φτάσω μέχρι την τελευταία σελίδα, μέχρι την τελευταία συλλαβή. Να δω αν η ιστορία θα έχει το happy end των παραμυθιών ή αν ο ήρωας πεθαίνει. Όταν συμβαίνει αυτό…. Εγώ να κλαίω με λυγμούς πενθώντας σαν να ήταν ο θάνατος ενός καλού μου φίλου και αυτή να με κοιτάει με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της σαν να μου λέει ‘Είσαι αδύναμη’.
Μακάρι να υπήρχε τρόπος να μπει στο αθόρυβο· πολύ θα ήθελα να μην ξανακούσω την φωνή της. Όταν είμαι ήρεμη στέκεται απέναντι μου και μου υπενθυμίζει όλα αυτά που πρέπει να κάνω αλλά δεν θέλω. Όταν κάνω λάθος, με θράσος μου λέει ‘Σου τα’ λεγα’. Προσπαθεί να με ελέγχει, να ορίζει την ζωή μου. Εκτός των άλλων είναι και οργανωτική· έχει μανία με την τάξη. Όταν τα πράγματα δεν είναι στην θέση τους τρελαίνεται. Μουρμουράει ακατάπαυστα μέχρι όλα να γίνουν όπως θέλει και μετά σωπαίνει για λίγο μέχρι να βρει την επόμενη αφορμή για να αρχίσει από την αρχή.
Τα βράδια όταν προσπαθώ να κοιμηθώ σιγοψιθυρίζει θυμίζοντας μου όλα εκείνα που θέλω να ξεχάσω, που προσπαθώ να σβήσω οριστικά από την μνήμη μου. Της γυρίζω την πλάτη καθιστώντας σαφές πως δεν με ενδιαφέρουν τα λεγόμενα της. Επιμένει· λέει, λέει, λέει ώσπου κάποια στιγμή το μουρμουρητό γίνεται νανούρισμα και τα βλέφαρα μου κλείνουν. Εκεί δεν μπορεί να με ταράξει· είμαι μόνο εγώ και τα όνειρα μου.
Με την έλευση της νέας ημέρας ξανά τα ίδια. Έχει γίνει ρουτίνα πλέον αλλά δεν με νοιάζει. Προσπαθώ να την απωθώ· να μην την αφήνω να παρεμβαίνει τόσο άμεσα στις επιλογές μου. Άλλες φορές τα καταφέρνω και άλλες όχι. Όπως και να έχει την αντιμετωπίζω· δεν αφήνω να κάνει αυτή κουμάντο. Μου πήρε αρκετά χρόνια να την συνηθίσω. Κάποιες στιγμές σκέφτομαι ότι δεν θα άντεχα μακριά της. Είναι εγώ· είμαι εγώ και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Φωτογραφία εξωφύλλου Lee Materazzi