Γράφει η Βασιλική Βατάλη
Είναι απ’αυτές τις μέρες που ξυπνάς και η νύστα είναι σαν μόλις να ξάπλωσες βράδυ αργά. Η ζέστη σε κερδίζει μέρες τώρα, σε ελέγχει και σου λέει τι θα κάνεις και τι δεν θα κάνεις. Σε κάνει αργό και αυτό σε συνδυασμό με τις γρήγορες και πολλές σκέψεις πονάει. Δεν γίνεται το μυαλό να πρέπει να τρέχει και το σώμα να γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο διάχυτο στον χώρο, πιο βραδυκίνητο και βαρύ. Ενέργεια κατανεμημένη δυσανάλογα. Προμηνύει έκρηξη. Αν αποφευχθεί η έκρηξη θα μείνουμε με ρωγμές.
Πείθεις τον εαυτό σου να σηκωθεί από το κρεβάτι. Γιατί δεν έχει άλλη επιλογή, δεν έχεις καλύτερο επιχείρημα. Βασικά έχει επιλογή, αλλά κοστίζει πολύ. Και τα κόστη μαζεύτηκαν τελευταία.
Σηκώνεσαι με μισή ώρα καθυστέρηση και σου λες μπράβο που δεν ήταν μία. Διαλέγεις ρούχα, ενώ θα ‘θελες να κυκλοφορείς γυμνός όλη μέρα σε ένα σκοτεινό σπίτι. Πλένεσαι και το νερό δεν αρκεί να σε ξυπνήσει. Το σαπούνι μυρίζει ωραία, αλλά ξέρεις ότι θα κρατήσει λίγο. Στη σκέψη ότι εδώ οι μυρωδιές αλλάζουν πάντα προς το χειρότερο, το στομάχι ανακατεύεται.
Ετοιμάζεις κάτι ελάχιστο για να έχεις για φαγητό μαζί σου. Η ζέστη σε κερδίζει και σε αυτό. Δεν μπορείς να φας. Πάλι καλά γιατί είναι μέρες που δεν ψωνίζεις, δεν μαγειρεύεις, δεν σε νοιάζει. Σαλάτες, τοστ και φαγητό στο δρόμο. Σαν φοιτητής που γέρασε. Και παγωτό, πάλι καλά που υπάρχουν ακόμα παγωτά.
Βγαίνεις στον δρόμο και ο αέρας λίγο σε ξυπνά. Σταματάς στην τράπεζα πηγαίνοντας στην δουλειά. Αυτό σε ξυπνά χειρότερα. Πάλι καλά. Παλιότερα θα σε κοίμιζε από φόβο. Τώρα λες ευχαριστώ. Αποφασίζεις πιο εύκολα μετά από μια επίσκεψη στην τράπεζα. Η βία πάντα επιταχύνει τις διαδικασίες και εγκαθιστά αποτέλεσμα.
Μπαίνεις στο μαγαζί που παίρνεις καφέ. Μιλάς σαν βόδι στο λιβάδι (χωρίς την ηρεμία του και την χαρά του), απλά σέρνεσαι και μουγγανίζεις κάτι, λες και η κοπέλα στο ταμείο πρέπει να ξέρει τι καφέ πίνεις για να τον καταλάβει από μισόλογα. Σου λέει καλημέρα και χαμογελάει και σου θυμίζει ότι είσαι ένα βόδι στην πόλη. Λες καλημέρα, δεν χαμογελάς. Μισό βόδι. Θυμώνεις με την πολυτέλειά της να λέει καλημέρα χαμογελαστή, αφού είναι σε ένα σημείο χωμένη στο μαγαζί όπου δεν φτάνει η φασαρία και η ζέστη της πόλης. Θυμώνεις, γιατί όλοι οι άλλοι σήμερα είναι πιο τυχεροί από σένα. Ακόμα και η κοπέλα για της οποίας την ζωή δεν ξέρεις τίποτα. Όχι μωρέ, δεν είσαι παράλογος γκρινιάρης. Η κοπέλα στο μπαρ επίσης χαμογελάει και λέει καλημέρα. Πιο τυχερή και αυτή, σκέφτεσαι. Ένα ολόκληρο βόδι ξανά.
Σε χτυπάει ο ήλιος και καίει ήδη, εννιά και δέκα το πρωί. Παίρνεις την στροφή για την είσοδο του γραφείου και η γειτονιά βρωμάει. Πάει το καημένο το σαπούνι σου. Πέθανε νωρίς και άδοξα.
Η είσοδος ανοιχτή γεμάτη πράγματα. Τέσσερις εργαζόμενοι σε μεταφορική κουβαλάν. Οι τρεις με σκυμμένο κεφάλι. Ο άλλος είναι ακόμα νέος. Ο ένας εργάτης είναι υπέρβαρος. Κουβαλάει τον εαυτό του, τα πράγματα που απαιτεί η δουλειά και κάποια κιλά που σίγουρα επιβαρύνουν το σώμα και την υγεία του. Τι άλλο να κουβαλάει ο άνθρωπος; Είναι η πρώτη σκέψη που έκανες για κάποιον άλλο σήμερα. Μισό βόδι ξανά. Ζητάς την άδειά του να χρησιμοποιήσεις το ασανσέρ, ενώ ξέρεις ότι έχεις δικαίωμα να το κάνεις, και ότι ο ίδιος λίγο αναγκαστικά λίγο καταχρηστικά το έχει ακινητοποιήσει όπως τον βολεύει. Δεν θες να επιβραδύνεις και να επιβαρύνεις την δουλειά του, ας κουραστείς λίγο ανεβαίνοντας τρεις ορόφους. Ένα τέταρτο βοδιού. Σου λέει “ναι ναι φυσικά” και ίσως χαίρεται που κάποιος νοιάστηκε. Για λίγο άνθρωπος ξανά.
Μπαίνεις στο γραφείο, η ζέστη και η κλεισούρα από όλη τη νύχτα σε αναγουλιάζει. Ανοίγεις παράθυρα, δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις μουσική να προκαλέσεις να μείνεις άνθρωπος. Δεν πρέπει για το επόμενο οχτάωρο να είσαι βόδι. Εδώ είσαι για άλλους, όχι για σένα. Η μουσική με τον ανεμιστήρα σώζουν την κατάσταση -προσωρινά.
Κάνεις κάτι τηλέφωνα. Να διορθώσεις μικρά και μεγάλα από χθες. Να παραμείνεις άνθρωπος είναι ο στόχος. Να σκεφτείς και τον άλλο.
Όσο περνά η ώρα η ενέργεια παίζει τραμπάλα. Πιέζεσαι να την κρατήσεις ψηλά, αλλά δεν έχεις τόση δύναμη. Βασικά, δεν έχεις κίνητρο για την δύναμή σου. Από παντού έρχονται ερεθίσματα σαν ράπισμα στο πρόσωπο.
Τηλέφωνα, μέιλ, και μηνύματα που δεν έρχονται. Η τραμπάλα κατεβαίνει από την πλευρά που κάθεται η ενέργειά σου. Όλα τα άλλα ψηλά γελάν χαιρέκακα.
Μία ώρα μετά κατεβαίνεις ξανά στην είσοδο να παραλάβεις κάτι. Η είσοδος άδεια, το φορτηγό της μεταφορικής γεμάτο και κλειστό παρκαρισμένο μπροστά στην πόρτα, οι εργάτες με πετσέτες στον λαιμό πίνουν νερό και ετοιμάζονται για το δεύτερο μέρος της δουλειάς. Αφού φόρτωσαν, πρέπει και να ξεφορτώσουν.
Ένα μικρό αμάξι πίσω από το φορτηγό περιμένει να το ακολουθήσει. Μια κυρία οδηγός του, φωνάζει σε μια κοπέλα που φαίνεται να είναι το πρόσωπο της μετακόμισης: “Ανδρομάχη, θα οδηγήσεις;”.
Η Ανδρομάχη στη μέση με ένα τηλέφωνο, προσπαθεί να οργανώσει, να κάνει ό,τι είναι να κάνει. Σε βλέπει να περιμένεις, νομίζει θέλεις να ξεπαρκάρεις να φύγεις. “Μακάρι να είχα αμάξι”, απαντάς νοητά στην σκέψη της. Αγχώνεται ή απλά νοιάζεται: “Θέλετε να φύγετε; Δύυυυυο λεπτά…..”. Τραβάει το δύο δείχνοντας με τα δάχτυλά της το λίγο. Και χαμογελάει. Η Ανδρομάχη μετακομίζει και δεν είναι βόδι. “Όχι, περιμένω μια παραλαβή, μην ανησυχείτε”. Και χαμογελάς. Δεν μπορείς να μην χαμογελάσεις σε έναν άνθρωπο που κάνει μια καινούρια αρχή. Άλλωστε της χρωστάς ένα ευχαριστώ. Η μετακόμισή της είναι η πρώτη στιγμή γαλήνης που ένιωσες σήμερα.
Έβλεπα μετακόμιση και πονούσε το κεφάλι μου. Έχουμε κάνει τόσες. Με παρέα και με χαρά, μόνη με τα πράγματα στα χέρια, με αμάξι, φορτηγό ή ποδήλατο. Όπως και να ήταν η μετακόμιση πάντα έφερνε αναστάτωση πέρα από το όριο του αυτιστικού νου μου. Σήμερα όμως που η Ανδρομάχη μετακομίζει ηρέμησα στιγμιαία και ζήλεψα.
Την κοιτούσα και δεν ήξερε ότι μέσα μου της ευχόμουν καλή αρχή σε ένα σπίτι φωτεινό με μεγάλα παράθυρα να περνάει καθαρός αέρας. Ίσως να το ένιωσε, γιατί η Ανδρομάχη ήταν ευγενική, χαμογελαστή και ψύχραιμη σε μια συνθήκη -μετακόμιση με καύσωνα- που όλα αυτά τα απειλεί. Άρα, η Ανδρομάχη ήταν καλά με αυτό που συνέβαινε. Και ο άνθρωπος που είναι καλά με αυτό που συμβαίνει καμιά φορά ακούει και αυτά που δεν λέγονται.
Η Ανδρομάχη μετακομίζει και κάτι αλλάζει στην μέρα της.
Η Ανδρομάχη, δεν ξέρουμε αν αναγκάστηκε ή αν το επέλεξε, αλλά αύριο θα ξυπνήσει αλλού. Σήμερα θα κουραστεί πολύ, αλλά αύριο θα ξυπνήσει αλλού.
Η Ανδρομάχη μετακομίζει και όλοι οι κατ’ανάγκην, κατ’επιλογήν ή κατά φαντασίαν εγκλωβισμένοι είμαστε μαζί της.
illustration Jesuso Ortiz