Όταν έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 ήμουν στον Βόλο. Είχα ανοιχτή τηλεόραση και από την κουζίνα που βρισκόμουν έπιασα σκόρπιες λέξεις. Πήγα να δω τι γίνεται και μέχρι να συνειδητοποιήσω τι έβλεπα ήρθε και το δεύτερο αεροπλάνο. Μου κόπηκε η ανάσα. Την επόμενη μέρα περπατούσα στον δρόμο και με σταμάτησε μια δημοσιογράφος να με ρωτήσει τι νιώθω.
«Νιώθω πως η ζωή από σήμερα θα είναι διαφορετική»
Και κάπως έτσι ξημέρωσε και για την Ελλάδα αυτή η μέρα. Που όλοι πιστεύουμε πως τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο. Γιατί κάθε φορά που υπάρχει μια μεγάλη τραγωδία, ταυτόχρονα μια συλλογική μεταστροφή συμβαίνει. Όχι σε όλους. Αλλά σε πολλούς. Περπατούσα την πρώτη μέρα της φετινής άνοιξης στον δρόμο κι έβλεπα γύρω μου μάτια σκοτεινά. Φοβόμουν να πάω στο σχολείο. Δεν ήξερα τι θα αντιμετώπιζα. Δεν ήξερα τι να πω. Στο σχολείο τα παιδιά -δεν ξέρω αν το απέφευγαν ή αν ήταν τόσο καλά προστατευμένα- δεν έφεραν τίποτα. Πέρασε πολύς καιρός να πούνε για «το τρένο που τράκαρε και πήρε φωτιά». Η παρακάτω ΑΒ είναι το πιο προσωπικό κείμενό μου.
Αν. Αν ήμουν στο τρένο. Αν είχε πάρει το αυτοκίνητο. Αν καθόταν λίγο πιο πίσω. Αν έπαιρνα το επόμενο δρομολόγιο. Αν το τρένο ξεκινούσε στην ώρα του. Αν.. αν… αν… Αυτό το αν πάντα είναι βάσανο. Για όσους μπήκαν, για όσους σώθηκαν, για όσους έμειναν πίσω και για εμάς που παρακολουθούμε παγωμένοι -ακόμα- τις εξελίξεις. Για 57 τουλάχιστον ΑΝ οι απαντήσεις τελείωσαν μαζί με τον χειμώνα του 2023.
Βαγόνι. Πριν μερικά χρόνια ταξίδεψα από το Λονδίνο στο Εδιμβούργο. Υπήρχε μια επιλογή στις κρατήσεις, που μου έκανε εντύπωση: quite coach. Τι είναι αυτό; Μεταφράζω από την επίσημη σελίδα της εταιρίας:
Ανά τέσσερα βαγόνια υπάρχει ένα που είναι διαμορφωμένο σε «Σιωπηλή περιοχή»
Όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές πρέπει να χρησιμοποιούνται στο αθόρυβο και οι τηλεφωνικές συνομιλίες θα πρέπει να γίνονται στους ενδιάμεσους χώρους στις άκρες των βαγονιών ώστε όσοι επιβάτες επιθυμούν να ξεκουραστούν να έχουν όσο το δυνατόν μικρότερη ενόχληση.Βαγόνια σιωπής εκεί και εδώ. Για άλλους λόγους.
Γυρισμός. Αναζητούσα να θυμηθώ το ποίημα του Καρυωτάκη και έπεσα πάνω σε αυτό το υπέροχο ποίημα της Σταυρούλας Γιώτη. Το διάβασα ξανά και ξανά. Πρόσεξα την ημερομηνία για να σιγουρευτώ πως δεν γράφτηκε για «αυτόν» τον γυρισμό. Συνάντησα την κυρία Γιώτη στα κοινωνικά δίκτυα και μου έδωσε την άδεια να το μοιραστώ.
Ο δρόμος του γυρισμού βραχύς.
Δεν αργεί να φανεί η στροφή
Όλα τα ‘χεις ξαναδεί
Μόνο τα μικρά μωβ αγριολούλουδα
Πλάι στις γραμμές του τρένου
Δεν είχες προσέξει
Δεν είχες τότε ώρα για τα ταπεινά.
Kοίταζες τις κορυφογραμμές
Που σαν ξυράφια απειλούσαν τον ουρανό
Τώρα στη επιστροφή
Το βλέμμα χαμηλά
Στα μωβ χαμολούλουδα
Πλάι στις γραμμές
Σαν να επιστρέφουν κι αυτές
Δίπλα τους ζητάς να αποσπερίσεις
Στο βλέμμα σου σκουριά κι ανθός.
Στον ίσκιο σου ένα άχτι.
Δάκρυα. Η Ελλάδα όλη μια θάλασσα από δάκρυα. Καυτά, θυμωμένα, απογοητευμένα, με πολλά γιατί. Δάκρυα ουρλιαχτά μου έμοιαζαν κάθε φορά που τρέχανε από τα μάτια μου και τα ίδια έβλεπα σε όλα τα μάτια που συναντούσα. Κι ας μην έτρεχαν. Κι ας ακουγότανε μόνο σιωπές.
Εριέττα. Η Εριέττα ήταν 23 χρονών. Κι έγινε αστερόσκονη. Πως να θρηνήσεις ένα αστέρι; Και πάλι… πως να παρηγορήσεις τους γονείς, τους συγγενείς, τους φίλους. Η Εριέττα… την σκέφτομαι κι ας μην θέλησα ούτε το πρόσωπό της να δω. Δεν έχει πρόσωπο…μόνο μακριά μαλλιά. Λαμπερά. Για να μπορούν οι γονείς της να την δουν και να μην ανησυχούν πια.
Ζωή. Η πολύτιμη. Η μοναδική. Μας ανήκει, την διεκδικούμε και αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν. Ποιος τολμάει; Ποιος τολμάει να μην την υπολογίζει; Να μην μετράει όλα όσα υπάρχουν γύρω από κάθε ζωή. Τους ανθρώπους, τις συνήθειες, τις επιθυμίες, τα όνειρα!!!
Ηλίθια. Σύμφωνα με μία από τις ερμηνείες της λέξης, ηλίθιος είναι ο εύπιστος, ο αφελής. Θα πρέπει να ήμουνα ~ για να μην το καταλάβω. Είναι ένα από τα παραδείγματα που χρησιμοποιείται στο ηλεκτρονικό λεξικό που συμβουλεύτηκα. Πόσο ηλίθια! Που νόμιζα πως όλοι κάνουν την δουλειά τους όπως την κάνω εγώ. Που θεωρούσα πως οι υπουργοί, οι σταθμάρχες, οι διευθυντές και δεν ξέρω κι εγώ ποιοι άλλοι θα ρωτούσαν, θα μάθαιναν, θα ασχολούνταν … μ’ εμένα και με όλους μας και όχι με τον εαυτό και το υπέρμετρο εγώ τους. ~ είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι το άλλο παράδειγμα για την ερμηνεία της λέξης.
Θεσσαλονίκη. Αχ αυτή η πόλη. Αυτός ο προορισμός. Η πόλη η ερωτική που σε μαγεύει. Πόσο ίδιο θα είναι το ταξίδι για την Θεσσαλονίκη; Και πόσο διαφορετικό;
Τούτη η πόλη, μοιάζει να με στοιχειώνει κάθε που σκέφτομαι να την επισκεφτώ.
Θαρρείς και για την ομορφιά της μέρας και της νύχτας της,
των γεύσεων και των αρωμάτων της,
πρέπει νέες ζωές να θυσιαστούν.
Μέσα στην κοιλάδα να χτιστούν.
Για να φτάσεις στην Θεσσαλονίκη μέσα από το κόκκινο μονοπάτι
σφίξε τα δόντια και φώναξε: ΜΠΟΡΩ.
Κι αν καμένη σάρκα σου μυρίζει. Κι αν οι ανάσες σου γίνονται κοφτές
Θα έρθει η γαλήνη, σαν αντικρύσεις την θάλασσα και τον πύργο τον λευκό
που χρόνο με τον χρόνο το άσπρο του σκοτεινιάζει.
Ιστορία. Κάθε ένας από τους 350 ανθρώπους που επέλεξαν εκείνη την συγκεκριμένη ώρα και μέρα να πάρουνε το τρένο είχε την δική του ιστορία. Για κάποιον λόγο πήρε αυτή την απόφαση και σίγουρα κάτι τον περίμενε για να συνεχιστεί η ιστορία του. Και μετά… με το φευγιό, γεννήθηκαν άλλες ιστορίες, που μέσα τους κρύβουν τα «αν» τα «γιατί» και τα «πως» όλου του κόσμου. Και άλλες ιστορίες, για ανθρώπους που ακόμα ξενυχτάνε στα νοσοκομεία περιμένοντας ένα καλό νέο για τους ανθρώπους τους. Και άλλες για αυτούς που δεν μπορούν να κοιμηθούν κι ίσως να μην μπορέσουν ποτέ. Γιατί κάθε που κλείνουν τα μάτια τους, ακούνε τον θόρυβο, βλέπουνε την λάμψη και το ζούνε από την αρχή.
Κλήσεις. Έχετε σκεφτεί ποτέ πως θα ήταν η ατμόσφαιρα αν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που εκπέμπονται για να συνδέουν κινητά, wifi κλπ., είχαν χρώματα; Θα βρισκόμασταν στην δίνη ενός χρωματιστού ιστού προσπαθώντας να βρούμε την άκρη του. Αν αυτά τα χρώματα υπήρχαν εκείνο το βράδυ, η λάμψη της έκρηξης, θα είχε εξαφανιστεί.
Λάμψη. Είδα ένα βίντεο που κυκλοφόρησε που έδειχνε την στιγμή της έκρηξης. Μια λάμψη που έκανε την νύχτα μέρα και μαζί της εξαφάνισε και διέλυσε στιγμές, ζωές, μια ολόκληρη χώρα. Σκέφτομαι πυροτεχνήματα, σε γάμους, γιορτές, το Πάσχα που κοντεύει. Και μετά σκοτάδι. Όπως είναι και η ζωή! Μια λάμψη. Κι ύστερα σκοτάδι.
Μπλούζα. Εκείνη την στιγμή που το σώμα αιωρείται και με δύναμη συγκρούεται με καθίσματα και παράθυρα. Σκέφτομαι να προσπαθώ να κρατήσω πάνω μου την μπλούζα μου. Την μπλούζα που μυρίζει μαμά, σπίτι. Που με συνδέει εκείνη την στιγμή με την ασφάλεια και την ζεστασιά που σε λίγο κατακλύζουν όλο το σώμα. Η μπλούζα μου. Να μην φύγει από πάνω μου. Η πανοπλία μου σε αυτη την μικρή μάχη. Τελευταίες στιγμές. Τελευταίες σκέψεις. Την σφίγγω πάνω μου. Να πάρω μαζί μου όσα έζησα.
Αναδημοσίευση από την προσωπική μου σελίδα στο fb (5/3/2023 19:03)
Νεκροί. 57
Ξένος. Σ΄ένα ταξίδι με τα μέσα μαζικής μεταφοράς είσαι συνήθως ξένος ανάμεσα σε ξένους. Ειδικά όταν ταξιδεύεις μόνος ή μόνη. Αν η διαδρομή είναι μεγάλη και αν δοθεί η ευκαιρία ανταλλάσσεις μια κουβέντα, ίσως μάλιστα να ανοίξεις και κουβέντα και τελικά μπορεί να φύγεις έχοντας το Instagram, το mail ή και το τηλέφωνο του «ξένου». Ξένοι μεταξύ τους, κάποιοι ξένοι σε μια ξένη χώρα, άλλοι για τουρισμό, άλλο για μια καλύτερη τύχη. Ξένοι που έζησαν έναν εφιάλτη και χάθηκαν στις φλόγες, που συμπορεύονται πια και έγιναν ένα, που έβαλαν στην άκρη το εγώ, ξεπέρασαν τον φόβο γιατί η δύναμη της αγάπης προς τον άνθρωπο ακόμα κι αν είναι ξένος, ήταν μεγαλύτερη. «Τέλειοι ξένοι».
Όπου βγει. Ξέρω πως θα μπορούσε να είχε ειπωθεί. Κι αν ήμουν μέσα στο τρένο, θα κουνούσα το κεφάλι, θα χαμογελούσα στον απέναντι φοιτητή που θα διασταυρώνονταν τα βλέμματά μας και θα λέγαμε, «ό,τι να’ναι ρε φίλε». Αλλά στο τέλος θα πηγαίνανε όλα καλά. Ή και όχι.
Πάρε (με) όταν φτάσεις. Μαμαδίστικη φράση. Η φράση σύνδεση. Των παιδιών που κόπηκε ο δρόμος τους απότομα κι αυτών που ονειρεύονται μέσα σε όλα και ταξίδια. Και δεν ξέρουν πια. Πως; Πως θα μπορέσουν να γυρίσουν την Ελλάδα; Με τον φόβο; Κι ο φόβος έγινε πράξη. Και γέμισαν οι αυλές με τσάντες να σχηματίζουν την φράση: Πάρε όταν φτάσεις.
Ράγες. Αυτές που δείχνουν τον δρόμο. Αυτές που έγιναν δρόμος προς τον ουρανό. Ευθείες παράλληλες γραμμές και άλλες κάθετες που τις ενώνουν. Τέλεια τοποθετημένες. Μετρημένες και σταθμισμένες. Κι όμως…
Σταθμάρχης. Ξαφνικά μάθαμε λεπτομέρειες για ένα επάγγελμα που ξέραμε πως υπάρχει αλλά κανείς δεν είχε ασχοληθεί ιδιαιτέρως. Θυμάμαι τον κύριο Δημήτρη, οικογενειακό φίλο που ήταν σταθμάρχης στην Πτολεμαΐδα όταν τα τρένα ακόμα λειτουργούσαν. Με την στολή και το σήμα με τον κόκκινο κύκλο. Σταματούσε και ξεκινούσε τα τρένα. Αναρωτιόμουν αν τα τράνα δεν το ήξεραν από μόνα τους κι ύστερα έλεγα…αυτοί ξέρουν. Ξέρουν;
Τηλεδιοίκηση. Ή μήπως τοπικός χειρισμός; Και κάπως έτσι, τα είπαμε όλα
Ύπνος. Ακόμα μια ωρίτσα μέχρι να φτάσουμε. Ας κλείσω λίγο τα μάτια μου. Μετά από ένα έντονο τριήμερο όπου όλη η Ελλάδα ήταν στο πόδι και διασκέδαζε ένας καλός ύπνος είναι ότι πρέπει και τι ωραία που με νανουρίζει το τρ….
Φοιτητές. Σχεδιάζεις την ζωή σου. Την ονειρεύεσαι. ΄Όταν γίνω φοιτητής θα ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Και ξεκινάς από ένα ταξίδι στην ενδοχώρα. Το πιο συνηθισμένο. Δεν έχει μπει σε τρένο ποτέ. Και διαλέγεις βράδυ. Και σκοτώνεσαι.
Χάος. Φωτιά. Ουρλιαχτά. Πόνος. Προσευχές. Σειρήνες. Ανθρώπινα μέλη. Κι άλλες σειρήνες. Κι άλλον πόνος. Καπνοί. Ταχύτητα. Νοσοκομείο. Χάος. Σιωπή.
Ψέμα. Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρεις πια αν υπάρχει κάπου η αλήθεια. Υπάρχουν πολλά ψέματα. Μερικά είναι αθώα. Μερικά είναι από ανάγκη. Μερικά σκοτώνουν.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνο που έδυ σου το κάλλος