Το «Μαθαίνω Ορθογραφία παίζοντας» είναι μερικές δραστηριότητες που δημιούργησα για να υποστηρίξω τα παιδικά εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής.
Ενώ το βιβλίο ήταν έτοιμο και είχε πάει και στον συμβολαιογράφο για την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων, για κάποιον λόγο απροσδιόριστο είχε μείνει στο συρτάρι για πολύ πολύ καιρό.
Ένα απόγευμα επιστρέφοντας από τη δουλειά και όντας ψόφια από την κούραση, άνοιξα τον υπολογιστή μου σκεφτόμενη πως είναι πολύ άδικο να δουλεύω οχτώ ώρες και να πρέπει να ετοιμάσω υλικό για την επόμενη μέρα (ε, αγάπη το ‘ξερες!). Δηλαδή, οχτώ ώρες δουλειά και άλλες δύο για την προετοιμασία μας κάνουν δέκα. Και μέσα σ΄ όλο αυτό τι μένει; Μισή ώρα ξεκούραση, μισή ώρα μπάνιο, περιποίηση, πλύσιμο τάπερ, μάζεμα κρεβατιού, πότισμα γλάστρας, μια ώρα επίσκεψη στο πατρικό για ανεφοδιασμό φαγητού και άντε και καμιά έξοδος για να λέω ότι τη ζω τη ζωή μου εγώ, ότι μιλάω με κανέναν άνθρωπο!
Τελοσπάντων, στέλνω ένα απλό μέιλ (γεια σας, Ελένη εδώ και αυτό είναι το βιβλίο μου) στα 24γράμματα, τον εκδοτικό οίκο που είχα συνεργαστεί και παλαιότερα και λέω από μέσα μου· είσαι τέλειο, πρέπει να βρεις τον δρόμο σου!
Την επόμενη μέρα χτυπάει πρωί πρωί το κινητό μου και ήταν ο εκδοτικός! Απαντάω. «Μας αρέσει, ξεκινάμε αμέσως!». Αποκλείεται, λέω από μέσα μου, δεν γίνεται, δεν συμβαίνει αυτό που ζω. Σχολάω. Ιούλιος ήτανε. Έκανε ζέστη και πηγαίνω να πιω έναν καφέ κάτω από τον πλάτανο της Λευκοπηγής. Ανοίγω τα μέιλ και βλέπω το συμφωνητικό. Τελικά, αλήθεια ήτανε. Υπογράφω ψηφιακά και το στέλνω. Σε δυο-τρεις βδομάδες το βιβλίο ήταν έτοιμο και γραφιστικά. Προστέθηκε και το λυσάρι, το οποίο συμπλήρωσα όταν έκανα μπάνιο σε μια παραλία της Κατερίνης-θάλασσα να ‘ναι και ό,τι να ‘ναι!
Κι ύστερα αρχές Αυγούστου εκτυπώθηκε. Πήρα δώρο και πέντε αντίτυπα. Έκλεισα το μαγαζί, την ημερομηνία και το βιβλιοπωλείο για την παρουσίαση του βιβλίου. Πήγα διακοπές, γύρισα. Επικοινώνησα με τις ομιλήτριες, βγήκαμε για καφέ, τα είπαμε. Έκανα και την αφίσα και την κόλλησα στα μαγαζιά και τους τοίχους του κέντρου της Κοζάνης. Βγήκα και στην τηλεόραση, τα είπα. Πάλι ψόφια! Τέσσερις και τέταρτο σχόλασμα, πέντε η ώρα κάμερα. Πότε να κάνω ντουζ, πότε να ντυθώ; Τσακ-μπαμ όλα! Μπορεί να μου είχαν μείνει και δαχτυλομπογιές στον αγκώνα…
Και η μέρα της παρουσίασης έφτασε. Περιττό να πω ότι εκείνη τη μέρα καθώς και όλες τις προηγούμενες είχαμε μείνει μόνο δύο άτομα υπάλληλοι. Στο σχόλασμα ραντεβού στο κομμωτήριο. Περίμενα, περίμενα και το ραντεβού μου δεν ερχόταν. Και η κομμώτρια μόνη. Πού να τα βγάλει πέρα; Φτάνει και η σειρά μου και της λέω: «Λούζομαι και μου κάνεις δυο τρία δαχτυλίδια από πάνω! Δεν προλαβαίνω!». Και η ώρα δεν μου έφτανε και το πιστολάκι δεν μπορούσα να το ακούσω μετά από τις τόσες παιδικές φωνές. Γυρνάω σπίτι, το φόρεμά μου ήθελε σίδερο. Πώ, τι θα κάνω; Μπαίνω για ντουζ και ανοίγω την ντουλάπα. Τραβάω ένα τζιν και ένα άσπρο αμάνικο. Βάφομαι όπως όπως και πάω στο μαγαζί. Με βλέπει η μάνα μου και απογοητευμένη μου κάνει: «Έτσι ήρθες στο πάρτι σου;» «Έτσι!», της απάντησα.
Ξεκινάει η παρουσίαση του βιβλίου και εκεί επιτέλους χαλαρώνω και ξεκουράζομαι.
Τελικά, ό,τι έμαθα στη ζωή μου το έμαθα παίζοντας. Τις περισσότερες φορές χαμένη και τις λιγότερες κερδισμένη.
Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά;
Για τους συγγραφείς λένε ότι, αφού τελειώσουν το γράψιμο, πεθαίνουν. Δεν μιλάνε. Αφήνουν τους αναγνώστες να μιλήσουν.
Κι εγώ τώρα έγραψα όλα αυτά με την ψυχή στο στόμα μόνο και μόνο για να πεθάνω ήσυχη.
Ορίστε, νά πέθανα, κι αυτή είναι η ιστορία του βιβλίου μου!