Κάπνιζε με μανία. Ρουφούσε τον καπνό από το τσιγάρο της με δύναμη σαν να μην τον χορταίνει. Ρουφούσε με τόση λαιμαργία που τα μάγουλά της έμπαιναν μέσα και τα μάτια της τέντωναν κάνοντας το κεφάλι της να μοιάζει με κρανίο.
Η μπάμπω-Σύρω ξερακιανή και καμπούρα, είχε κάτι μούτρα όλα σούφρα. Με το στόμα σφιγμένο και το πάνω χείλος σχεδόν πλισέ, που τις σπάνιες φορές που μιλούσε απλωνόταν προς τα έξω και μετά μάζευε και έμοιαζε με στόμα περίεργου ψαριού. Από τα μούτρα φαίνεται ο κακός ο άνθρωπος, έλεγαν.
Ήταν καθισμένη στην αυλή με το κεφάλι στηριγμένο στο χέρι που κρατούσε το
τσιγάρο, φυσούσε τον καπνό με δύναμη και κοιτούσε τη γάτα που κυλιόταν στις ζεστές πλάκες δίπλα της. Μόλις πριν λίγο βγήκε με το σκουπόξυλο στο χέρι να διώξει τις καρακάξες που χαλούσαν τον κόσμο με τα κρωξίματα.
Άχρηστα χαζοπούλια. Άχρηστα. Πετάριζαν και φώναζαν πάνω στο δέντρο της
αυλής με τη γάτα από κάτω. Σαν να μάλωναν. Φοβέρισε τα πουλιά κουνώντας το ξύλο κατά πάνω τους αλλά εκείνα δεν έφευγαν. Συνέχιζαν να φωνάζουν και να της τρυπάνε τα αυτιά με τις άσχημες φωνές τους. Γύρισε στο σπίτι να φέρει το λάστιχο για το νερό και μπροστά από την πόρτα έπεσε πάνω του. Ένα μαύρο πουλί σαν κοτόπουλο με ψηλά πόδια, στεκόταν κολλημένο στην πόρτα της, με το κεφάλι μέσα στις φτερούγες του λες και κοιμόταν.
Το έσπρωξε με το σκουπόξυλο και το πουλί έβγαλε το κεφάλι και προχώρησε χοροπηδηχτά παραδίπλα. Άσχημο. Πολύ άσχημο, με ένα τεράστιο ράμφος. Οι καρακάξες φώναζαν ακόμα περισσότερο. Η μπάμπω-Σύρω γύρισε και κοίταξε την γάτα.
Ήταν ακόμα εκεί, κάτω από το δέντρο. Ακούμπησε το κοντάρι της σκούπας
στον τοίχο. Πλησίασε το πουλί και άπλωσε τα χέρια της . Εκείνο άρχισε να τρέχει. Πήρε ξανά τη σκούπα στο χέρι και έτρεξε πίσω από το πουλί. Του έφραξε τον δρόμο. Το πουλί κούρνιασε στις φτερούγες του. Οι καρακάξες έκαναν σαν τρελές. Άπλωσε ξανά τα χέρια της και το άρπαξε. Το κρατούσε σφιχτά με το ένα χέρι κολλημένο στα πλευρά της. Άσχημο και χαζό, σκεφτόταν. Βγήκε από την πόρτα της αυλής πήγε στο άδειο οικόπεδο απέναντι και έριξε το πουλί μέσα στους θάμνους.
Καθόταν τώρα στην ήσυχη αυλή της και τραβούσε όσο περισσότερο καπνό μπορούσε από το τσιγάρο που κρατούσε στο ματωμένο της χέρι.