(Ιστορίες μιας γειτονιάς στα χρόνια του κορωνοϊού, σχέσεις, εφιάλτες, σκέψεις, αγωνίες. Ιστορίες αστείες, μυστήριες και τρομακτικές, καμία φορά ρομαντικές και τρυφερές. Όλες αληθινές.)
-Πέντε τσιγάρα κάπνισα σε είκοσι λεπτά. Ύπνος δεν με πιάνει σήμερα. Αλήθεια, εσύ τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια; είπε η Τζένη ανάβοντας ενα τσιγάρο ακόμη.
-Να, έβλεπα αυτό το όνειρο και βγήκα να πάρω λίγο αέρα, απάντησε η Μαρίνα.
-Α! για πες μου.
-Ο ήλιος είχε κρυφτεί και ένα φοβερό σύννεφο σκέπασε την πόλη. Τα κακό λυσσομανούσε πάνω από το κεφάλι μου. Ήταν σκοτεινά. Ψυχρά. Ξαφνικά βρέθηκα ολομόναχη σε έναν άσπρο θάλαμο που μεγάλωνε και γινόταν απέραντος. Είχα παραλύσει. Περίμενα.
-Λοιπόν, τι περιμένουμε λες;
-Νομίζω πως όλοι περιμένουμε κάτι διαφορετικο.
-Πάντως δεν έχεις άδικο να νιώθεις έτσι. Όλα άλλαξαν. Ο κόσμος όμως αλλάζει συνέχεια. Αλλάζει από εποχή σε εποχή, από νύχτα σε μέρα. Αν δεν σε τρόμαζαν όλα αυτά τι σόι άνθρωπος θα ήσουν!
-Ολες αυτές οι σκέψεις σκάνε στο μυαλό μου σαν ποπ κορν στην κατσαρόλα. Καμία φορά δεν ξέρω πώς να ηρεμήσω.
-O φόβος μπορεί να γεννιέται πρώτος αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Έτσι δεν λένε;
-Αυτός ο αναγκαστικός συμβιβασμός είναι ώρες ώρες αβάσταχτος.
-Κοίτα. Σήμερα ήθελα να ακούσω Χατζιδάκι ήξερα όμως πως δεν θα τον άντεχε η ψυχή μου. Ήθελα να πιώ ουίσκι μα δεν είχα και έβαλα τζιν. Είδες πως συμβιβάζεσαι τελικά. Ειρωνία;
Η Μαρίνα ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε ψηλά.
Κοίτα πόσο γρήγορα κινείται το φεγγάρι. Δεν μου μοιάζει τελικά και τόσο παράλογο πως κάποιος σκέφτηκε πως ο ουρανός κουνιόταν και η γη όχι.
Κοίταξαν και οι δυο τον ουρανό.
Η Ελευθερία που άκουγε από απέναντι πολυκατοικία την συζήτηση κοίταξε και αυτή ψηλά στον ουρανό. Αυτές οι δυο γυναίκες δεν είχαν μιλήσει ποτέ πριν.Αυτή η νύχτα όμως δεν ήταν σαν τις άλλες. Και οι τρεις τώρα κοίταζαν μαζί προς την ίδια κατεύθυνση.