Φωτογραφία: Aργύρης Καραμούζας
Ξέρουμε πως ήρθε η ώρα να πούμε «Πυρώσ’ κι μην αντρέπεσι» όχι επειδή έπεσε η θερμοκρασία κι άρχισαν να βγαίνουν τα φθινοπωρινά και χειμερινά ρούχα από ντουλάπες και πατάρια, αλλά, κυρίως, επειδή οι βραδιές κάτω απ’ την κερασιά μάς αποχαιρέτησαν για ακόμα ένα καλοκαίρι, πιστές στο ραντεβού τους, συχνά αψηφώντας τις απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, τις καλοκαιρινές μπόρες και την ξαφνική πτώση της θερμοκρασίας. Στα δρομολόγια Κοζάνη-Αθήνα-Ευρώπη, ο προγραμματισμός των εκδηλώσεων του Φιλοπρόοδου, αργότερα ο Νιάημερος και οι Απόκριες, αποτελούν ενδείξεις για το ποιες βραδιές πρέπει να είσαι στην Κοζάνη, ακόμα κι αν τελικά δεν τα καταφέρεις, ακόμα κι αν πεις «Τα να ’ρθω» και δεν εμφανιστείς. Οι προβολές του Φιλοπρόοδου είναι αναπόσπαστο κομμάτι των καλοκαιριών μας, από τα βράδια της εφηβείας μου που πηγαίναμε στην αυλή του παλιού αρχοντικού κι ανακαλύπταμε έναν κινηματογράφο που δεν έπαιζε ποτέ η τηλεόραση (κι ας έρχεσαι αναπόφευκτα σε επαφή μαζί του όταν έχεις μπαμπά τον Ντιόντιου) μέχρι τις πρώτες προβολές μετά τις καραντίνες με τις μάσκες και τις ανοιγμένες ομπρέλες φέτος, περιμένοντας να πέσουν οι τίτλοι αρχής της πρώτης καλοκαιρινής ταινίας, του Graduate (1967), και ν’ ακουστούν οι νότες απ’ τη μουσική των Simon & Garfunkel· τελικά ακούγεται το «Ο καιρός δεν μας βοηθά απόψε» και φεύγουμε με τις ομπρέλες πάντα ανοιγμένες. Δέκα λεπτά αργότερα, το ψιλόβροχο σταματά κι εμείς καθόμαστε στο Chorus και μονολογούμε «Να πάρει». Αντίστοιχα δεν προβλήθηκε και η τελευταία θερινή ταινία για φέτος, οι αγαπημένοι Μοντέρνοι Καιροί (1936), καθώς η θερμοκρασία έπεσε απότομα, αν κι αναμένεται ν’ ανέβει ξανά τις ημέρες του Νιάημερου, όπως κάθε χρόνο.
Αγαπώ πολύ και τις συναυλίες του Φιλοπρόοδου, όλα τ’ αφιερώματα σε μορφές της μουσικής, αλλά η μεγάλη μου αγάπη παραμένει αυτός ο θερινός κινηματογράφος που είναι απόλυτα «θκός μας» και δεν ξέρω αν θα μπορούσε να υπάρξει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η συνθήκη του παλιού αρχοντικού, με την τόσο συγκεκριμένη διάταξη των χώρων, τον μεγάλο κήπο, τον αρβανίκο, την εξωτερική σκάλα που απλώνεται σαν κλαδί δέντρου μέσα στον χώρο και, φορτωμένη γλάστρες, συναντά τον πάνω όροφο – ένα μέρος που σίγουρα κρύβει καμπόσις ιστορίες απ’ την παλιά Κοζάνη και τώρα προσφέρει καταφύγιο σ’ άλλες τόσες, κινηματογραφημένες σ’ όλο τον κόσμο. Δεύτερον, η αλληλέγγυα ιδιοσυγκρασία που εκφράζεται στο ιδίωμα: οι προβολές είναι δωρεάν, μπορείς να φέρεις συγκεκριμένα είδη για το κοινωνικό παντοπωλείο και ν’ αγοράσεις μπύρα, ποτό ή ποπ-κορν, αλλά ως εκεί – η επαφή με τ’ αριστουργήματα της έβδομης τέχνης αυτή καθεαυτή είναι προσβάσιμη σε όλα. Υπάρχει κάτι από το Σινεμά παράδεισος (1988) στην ατμόσφαιρα, παιδιά που κρέμονται στα κάγκελα ανυπόμονα να δουν τι θα εμφανιστεί στο πανί, πολύς κόσμος, όλες οι θέσεις πάντοτε πιασμένες και τα γέλια ή τα «Ααα!» ν’ αντηχούν ολούθε στον αυλόγυρο.
Ίσως να παίζει ρόλο το ότι μεγαλώσαμε περιμένοντας αυτές τις προβολές. Τις θεωρούσαμε, κατά κάποιον τρόπο, μαγικές. Κι όντως, ήταν, γιατί μάς έβγαζαν απ’ το πλαίσιο στο οποίο κινούμασταν ούτως ή άλλως, πρώτα αυτό των ταινιών που βλέπαμε στο Ολύμπιον και, μετά, δανειζόμασταν από το γνωστό βίντεο κλαμπ λίγο παρακάτω, αργότερα αυτό των πλατφόρμων streaming· σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι επιλογές μας ήταν προδιαγεγραμμένες, αποφασισμένες απ’ τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής και διανομής και τον προγραμματισμό τους, απ’ τα μεγάλα φεστιβάλ της κάθε χρονιάς, τις Κάννες, τη Βενετία, τα Όσκαρ. Ο κήπος του Φιλοπρόοδου, αντίθετα, που έπαιζε παλιές, σχεδόν ξεχασμένες ταινίες, μάς έβαζε αναγκαστικά σε μια διαδικασία ανακάλυψης, σκέψης και συζήτησης. Ενθουσιαζόμασταν, μαθαίναμε να κοιτάζουμε αλλιώς τις ιστορίες που εκτυλίσσονταν στην οθόνη, να ψάχνουμε ιστορίες πέρα απ’ τις προφανείς επιλογές, ν’ αντιμετωπίζουμε την πρόσβαση σ’ αυτές τις ιστορίες ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινότητας και τον ίδιο τον κινηματογράφο ως κάτι συλλογικό, μαγικό κι αλληλέγγυο.
Επιστρέφω διαρκώς σ’ αυτή την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα κάτω απ’ την κερασιά τις τελευταίες βδομάδες, με αφορμή το φιάσκο των Όσκαρ. Το Υπουργείο Πολιτισμού, αφού διόρισε και αντικατέστησε μια ολόκληρη επιτροπή που θα επέλεγε την ταινία των Όσκαρ «εκ παραδρομής» και «κατά λάθος», αγνόησε τις ανοιχτές επιστολές διαμαρτυρίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και των περισσότερων σωματείων του οπτικοακουστικού χώρου, αγνόησε το ότι τα μέλη της νέας επιτροπής Ασημίνα Προέδρου και Βασίλης Χαραλαμπόπουλος υπέβαλαν την παραίτησή τους, καθώς και το ότι αποσύρθηκαν απ’ την διαδικασία επιλογής όλες οι ταινίες που πληρούσαν τα κριτήρια, εκτός από τον Καπετάν Μιχάλη του Κώστα Χαραλάμπους και τη Φόνισσα της Εύας Νάθενα που, τελικά, θα εκπροσωπήσει τη χώρα στις μακρές λίστες του Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (από εκεί και πέρα, θα επιλέξει η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ποιες πέντε ταινίες θα μπουν στην τελική κούρσα). Εξαιτίας των φετινών προβληματισμών σχετικά με το αδιάβλητο της όλης διαδικασίας, οι φορείς ζητάνε (ορθώς, κατά τη γνώμη μου) η επιλογή να γίνεται κάθε χρόνο από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, έπειτα από ψηφοφορία όλων των μελών της και να μην κρίνεται η κινηματογραφική ιστορία της χώρας από επιτροπές που διορίζονται απευθείας (και εύκολα αντικαθίστανται, όπως έδειξαν τα τελευταία γεγονότα) από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Θα μου πείτε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις ιστορίες κάτω απ’ την κερασιά; Έχουν και παραέχουν. Κυρίως επειδή, στην ανάγκη μας για αναγνώριση και βραβεύσεις, οι άνθρωποι που κάνουμε τέχνη συχνά ξεχνάμε αυτές τις μαγικές στιγμές που φέρνουν την τέχνη κοντά σ’ όλο τον κόσμο και ενδυναμώνουν τους δεσμούς μιας κοινότητας. Ξεχνάμε ότι η τέχνη δεν δημιουργείται για τις διακρίσεις και τα μεγάλα λόγια, αλλά για να εκφράσει κάτι βαθιά ανθρώπινο και να το μοιραστεί μ’ άλλους ανθρώπους, για ν’ απαλύνει ενδεχομένως ένα τραύμα, για να καταγγείλει μία πολιτική-ιστορική συνθήκη, για να φωτίσει τις ζωές των ατόμων στα περιθώρια της μακροϊστορίας. Βέβαια, ζούμε και σε ένα σύστημα όπου το να παίρνεις βραβεία είναι ευνοϊκό: τα βραβεία φέρνουν χρηματοδοτήσεις, οι χρηματοδοτήσεις φέρνουν κι άλλη δημιουργία, η δημιουργία αυτή φέρνει την προοπτική να κατορθώσεις, ίσως, κάποτε να βιοποριστείς απ’ την τέχνη σου. Και η όποια κούρσα γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστική, πιο κουραστική, πιο προβλέψιμη, πιο σάπια.
Κάπου εκεί, εμφανίζονται τα έφηβα παιδιά που πηγαίνουν ανελλιπώς στις προβολές κάτω απ’ την κερασιά, που με τα μεγάλα τους μάτια ρουφάνε τις εικόνες, τις ατάκες και τις κινήσεις της κάμερας, τα παιδιά που κρέμονται στα κάγκελα, που κάθονται στην μεγάλη σκάλα, που ροκανίζουν τα ποπ-κορν και γελάνε ή αναπηδούν. Τα παρατηρώ. Για πολλά χρόνια ήμουν ένα απ’ αυτά τα παιδιά, πλέον είμαι μία ενήλικη που χαμογελάει με την αλληλεγγύη κάτω απ’ την κερασιά. Σκέφτομαι πως η κούρσα πράγματι δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, πολλοί, αμέτρητοι δρόμοι για την ακρίβεια. Το αλληλέγγυο όνειρο για μία τέχνη ειλικρινή, αλληλέγγυα και προσβάσιμη δεν μπορεί να μάς το στερήσει «κανγκάνας». Μ’ αυτές τις γλυκόπικρες σκέψεις αποχαιρετώ τις φετινές προβολές, έτοιμη για τις χειμερινές στο Ολύμπιον και με την ευχή να βρεθούμι κι πάλ’ αντάμα τ’ χρόν’ κάτου απ’ ν κιρασιά.