Και μετά, όταν θα φύγεις, θα έλεγα
καλύτερα να μην ερχόσουν ποτέ.
Κι όταν θα σε αποχαιρετώ, θα έκλαιγα
γιατί δε σε κράτησα περισσότερο.
Κι όλο κι όλο θα απομακρύνεσαι,
και θα ζητούσα να μη σε γνώριζα.
Θα χανόσουν τελείως,
και θα ένιωθα πως χάθηκα κι εγώ.
Κι όσο σε βλέπω μπροστά μου να ξεμακραίνεις,
θα ευχόμουν ο δρόμος σου κύκλος να είναι.
Κι όταν θα πάψω να βλέπω τη σκιά σου,
θα λέω πως δεν έζησα
κι όσα είδα ήταν σ’ όνειρο θερινής νύχτας.
Ταξίδι μετ’ επιστροφής πληρωμένο
από δύο πρόσωπα που επέλεξαν να βρεθούν,
να ανακατέψουν τις ελπίδες τους, τα οράματα τους.
Ο ένας να τραβάει τον άλλον
για να κατακτήσουν κορυφές απάτητες.
Και θα γελάμε όταν θα βλέπουμε ανθρώπους
που είχαν την ευκαιρία και την πέταξαν,
επειδή απλά δεν είχαν χρόνο.
Θα πετάμε κρατώντας σφιχτά τα χέρια μας,
και θα μιλάμε για ώρες για κείνα που δεν καταφέραμε
και για πολλά που μας έκαναν να απογοητευτούμε.
Θα φανερώνουμε ιστορίες που μας πλήγωσαν
κι εσύ θα με παρηγορείς.
Θα κουβεντιάζουμε για τα απρογραμμάτιστα
που θα πετύχουν, και δε θα φοβόμαστε.
Κανείς δε θα μας χαλάσει αυτό το ταξίδι
γιατί είναι δικό μας… Δικό μου και δικό σου, ήταν.
Και μετά, όταν φύγεις, θα έλεγα
καλύτερα να μην αγόραζες ποτέ αυτό το εισιτήριο,
καλύτερα να μην ερχόσουν
και θα έλεγα πως δεν το έζησα ποτέ.
Κι ήταν απλά χρόνος που σου ‘δωσα
και συ μου ‘δωκες κλεψύδρα.
Κόκκος-κόκκος έπεφτε, στα πόδια σου
για να νιώθεις σίγουρος πως βρίσκομαι από κάτω.
Τριβόμουν με τη γη, διαλύθηκα,
χωνόμουν όλο και πιο βαθιά.
Κύτταρα βουτηγμένα σε λάσπες από αίμα και νερό,
από χώμα και δάκρυ.
Σου ‘ταξα να ανθίσω, καρπός να μεστώσω δίπλα σου,
δέντρο να γεράσω
και στα κλαδιά μου να κοιμάσαι.
Και γω μόνο βολβός παρέμεινα,
περιτυλιγμένη με φλούδες και τσόφλια.
Στα κλεφτά μπουμπούκι σ’ άγονο σκάω χωράφι,
που δε δέχτηκα τον αέρα να αρωματίσω,
όταν πέταξα τα πέταλα μου.
Σαν αερικό που κράτησα τις μυρωδιές
για να μη μ’ ακολουθήσει κανείς,
να δει πως ασχημαίνω και πως ξερή πεθαίνω.
Κάπου μέσα στο 2006