«Ανοίξετε τα βλέφαρα, ο Ήλιος να περάσει,
Να φοβηθεί ο θάνατος και να σας προσπεράσει*…»
Alex Sid-Ουρανία Πατέλλη – «Ασήμι και Σκουριά»
Στις χίλιες εκδοχές της δομής της κοινωνικής συνύπαρξης μας, εκεί που τίποτα δεν αναπνέει, ούτε εμπνέει, η δεδομένη συνθήκη της ακραίας βίας είναι κάτι παραπάνω από μια απλή σύμβαση. Δεν είναι συνθήκη δημοκρατίας η αποδοχή της αυτοκτονικής ρήξης από την ίδια τη φύση μας. Δεν έχουμε απομακρυνθεί από τον «άριστο πολίτη» του Αριστοτέλη, επειδή πολύ απλά δεν κατορθώσαμε να πλησιάσουμε ούτε απειροελάχιστα την εμβέλεια της φύσης του. Χιλιοειπωμένες φράσεις κενές νοήματος αντικατέστησαν την αντανακλαστική ευαισθησία σε κάθε άγρια παραβίαση του πυρήνα της ύπαρξης μας.
Αυτή η παραβίαση δε συντελείται ούτε αθόρυβα, ούτε ασυναίσθητα ή υποσυνείδητα. Είναι προσβλητικά γυμνή στη θέα μας. Την αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά, και εντελώς ειρωνικά έχει επίγνωση της αποκαλυπτικής υφής της. Έχει το θράσος να εμφανίζεται καθημερινά στην τηλεόραση, στην προέκταση της προσωπικότητάς μας,aka social media, στον τύπο, στο πεζοδρόμιο, στο ίδιο μας το σπίτι. Χαιρέκακα αυτοσυντηρείται από τη στιγμή που αποφασίσαμε να ακολουθούμε δύο άκρα. Η απόλυτη σιωπή αν δε διαπιστώνεται εμπλοκή. Η ασυντόνιστη αλλά άδεια κραυγή, αν καταφάσκεται απειλή. Σε ένα διάγραμμα του Venn αυτές οι επιλογές αλληλοαποκλείονται, και δεν έχουν ούτε σημείο τομής, ούτε σημείο προσέγγισης.
Ξυπνάμε συγχυσμένοι και δε βρίσκουμε την κατεύθυνση του θυμού μας. Όταν ο θυμός δεν βρίσκει αποδέκτες, συσσωρεύεται εγκληματικά σε σημείο που απενεργοποιεί τους αισθητήρες της τρυφερότητάς μας. Και από αυτή έχουμε απομακρυνθεί επικίνδυνα. Έχουμε εξοικειωθεί με τους βιασμούς, την αφαίρεση της ζωής, τη βλάβη, την ασχήμια, την άρνηση, την αφιλτράριστη και σκληρή απόδοση χαρακτηρισμών και τύπων. Αν δεν μας εξοργίζει, αν δεν μας πνίγει αυτή η βία, αλλά το βάρος της σκέψης μας μετατοπίζεται στο να βρούμε τις αιτίες, τις αφορμές, τις δικαιολογίες και το συντρέχον πταίσμα, συγγνώμη, μα είμαστε μέρος του προβλήματος. Η λήθη του επιλήψιμου είναι ο νέος αμυντικός μηχανισμός μας.
Ας μην παρεξηγηθούν οι δεοντολόγοι και οι ηθικά αποστασιοποιημένοι από αυτή την αντίδραση. Κινδυνεύω να κατηγορηθώ ως αφελής. Δεν ονειροπολώ. Γνωρίζω ότι δεν θα αλλάξει αυτή η σελίδα τον κόσμο. Μα δε θέλω να λαμβάνω ως δεδομένο ότι «αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ», δεν θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπαγορεύεται η προσέγγιση μου από κάποια αυτόκλητη ματαιότητα. Είναι υποχώρηση κατά κράτος η ανυπαρξία ελπίδας για ένα άλλο αύριο.
«Σαν γίνει ο πόνος του ενός, ο πόνος του καθένα, οι φυλακές γκρεμίζονται κι είναι όλα αναπαμένα*»
Κάθε φορά που χωρίς φρένα ακροβατούμε σε αρχεία και γεγονότα και δεν τα αφήνουμε στην τύχη κάποιου άλλου, κάθε φορά που προσπαθούμε να μαλακώσουμε την καρδιά μας σε αναζήτηση της ενσυναίσθησης, που απαρνηθήκαμε, κάθε τέτοια φορά που θα απαγορεύουμε στον εαυτό μας να πληγώνει το διπλανό μας, κάθε τέτοια φορά που θα μπορούμε να βρούμε το φίλτρο της συμπεριφοράς μας, έχουμε αλλάξει κάτι από τον κόσμο μας. Όσο μικρό, υποσυνείδητο ή χωρίς αποτύπωμα είναι αυτό.
Κάθε φορά που τελειώνει αυτός ο κόσμος, παίρνει το χώρο του ένας νέος.
Τη στιγμή που θα αντιδράσουμε για την προσβολή επειδή θα μας ενοχλεί αυτή, και τίποτα άλλο, μακριά από προφίλ, κατηγορίες και δικαιολογίες, διαβεβαιωμένες αιτίες που την προκαλούν, η αγριότητα θα απομακρύνεται. Θα συρρικώνεται στο δικό μας πεδίο, και αυτή η συνειδητή επιλογή θα είναι ο κοινός παρονομαστής μας. Τι ταξιδεύει πιο γρήγορα από το φως; Και στον πιο βαρύ χειμώνα, στην πιο καταστροφική εκδοχή της ύπαρξης μας, ο παγωμένος Ήλιος φωτίζει και ας μη ζεσταίνει.