Έφτασαν οι καλοκαιρινές νύχτες που τόσο λαχταρούσαμε. Μια όμορφη ξάστερη Πέμπτη βρεθήκαμε σε αυλή μοσχοβολιστή, στολισμένη με λαμπιόνια ανάμεσα στα δέντρα, στις κλιματαριές και στα ανθισμένα λουλούδια. Δυο κιθάρες, ένα βιολί και μια φωνή γυναικεία αισθαντική. Παγωμένες μπύρες, κοκτέιλ με φρέσκο δυόσμο και άνθρωποι χαμογελαστοί και χαλαροί που διψούσαν για ξεγνοιασιά και κουβέντα. Απολάμβαναν την κομπανία άλλοι σιωπηλοί και άλλοι μιλώντας χαμηλόφωνα, σεβόμενοι τη φωνή που τραγουδούσε, χωρίς τη βοήθεια μικροφώνου.
Ανεπιτήδευτα και παρεΐστικα. Κάτω απο τα αστέρια που έλαμπαν, συχνά πυκνά παρατηρούσα στραμμένα βλέμματα στον ουρανό να τα χαζεύουν, να τα μετρούν και να τα ονοματίζουν. Κάποια τολμηρά ίσως να ευχόταν κιόλας. Μια βραδιά μαγική, μια βραδιά που την είχαμε τόσο ανάγκη, ήταν υπέροχη από την αρχή έως το τέλος της. Ούτε καταλάβαμε πως πέρασε, παρατήρησα πως μιλούσαμε λιγότερο αλλά καταλαβαινόμασταν περισσότερο.
Ξέχασε το μυαλό υποχρεώσεις, βασανιστικές σκέψεις, απώλειες και προδοσίες της ημέρας. Και μετά το μυαλό, σειρά είχαν τα μάτια που μέτρησαν αστέρια και γέμισαν με φως και οξυγονώθηκαν με αέρα αρωματικό εξαιτίας των λουλουδιών που μας είχαν περικυκλώσει. Μια διάχυτη μαγεία σκέπασε την αυλή, τέτοια που μόνο η καλοκαιρινή νύχτα μπορεί. Ήταν η επίσημη έναρξη της, ήρθε να δώσει νόημα και ελπίδα για αυτές που θα ακολουθήσουν. Για να είναι μαγικές να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, να ακούς και να μη μιλάς πολύ, να αφήνεσαι κάτω από τα αστέρια και ξέρουν αυτά…