Γνωρίζουμε καλύτερα τον μυστηριώδη λόγιο μέσα από αποσπάσματα, ένα κείμενο του Θ. Βερεμή κι ένα βίντεο-αφιέρωμα από το Παρασκήνιο.
«Όσοι ξεκινούν για την περιπέτεια της τέχνης, θα πρέπει να ξέρουν πως «η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε», δεν περιμένει εκείνους που θα την αποσώσουν. Και εκείνο που κάνουν πάντα οι αφοσιωμένοι της, δεν είναι παρά ένας αγώνας να ξαναβρούν αυτό που χάθηκε, ξαναβρέθηκε, ξαναχάθηκε κάτω από βοηθητικές ή αντίθετες συνθήκες, ένας αγώνας δύσκολος και ασταμάτητος. Θα πρέπει αυτό καλά να το αποφασίσουμε όταν όλοι μαζί κινούμε συρφετός για την περιπέτεια της τέχνης. Να μη θαρρούμε πως η ομορφιά προσμένει από εμάς τίποτα ή πως στηρίζεται στη ματαιότητα, τις περισσότερες φορές, και στη φιλόδοξη μοναδικότητά μας.
Η τέχνη δεν κρέμεται από καιρούς και τόπους, από φυλές και πατρίδες, αλλά “ψάχνει και βρίσκει την ομορφιά με όλες τις συνθήκες και σε όλες τις εποχές, όπως έκανε ο μεγάλος αρχιερέας της Ρέμπραντ, που έβλεπε γραφικότητα, μεγαλοσύνη, αρχοντιά και αξιοπρέπεια στην οβριακή του Άμστερνταμ, και δεν οδυρόταν πως οι κάτοικοί της δεν ήταν Έλληνες”.
Με τη γλώσσα, βέβαια, παραμορφώνουμε την αλήθεια, την περνάμε αναγκαστικά από το πρίσμα της γλώσσας μας το παραμορφωτικό, αλλά με τη γλώσσα λυτρωνόμαστε και λυτρώνομε το ποσοστό εκείνο της αλήθειας, οσοδήποτε μικρό ή απόκληρο, να το πει κανένας έτσι, που δόθηκε στον άνθρωπο να το βρίσκει, να το καταγράφει, και να το χαίρεται.
Ας μην οδυρόμαστε, λοιπόν, για τις ανάποδες περιστάσεις. Όχι νοσταλγικές κλάψες και άσκοπη παραπόνεση για την εποχή. Η εποχή είμαστε εμείς. Και τίποτα να μη γίνεται στο φανερό ή και να περιμένομε χίλια χρόνια το είπαμε: the story of the beautiful is already complete. Αυτονόητο στο σημείο αυτό πως “συμπληρώθηκε” δε σημαίνει εξαντλήθηκε.
Μια τέτοια γνώση δεν απελπίζει. Αντίθετα, μοναχά η γνώση αυτή (και η ατέρμονη ταπείνωση που φέρνει μαζί της) εξασφαλίζει την αληθινή χαρά της δημιουργίας, μοναχά η γνώση αυτή μπορεί να δώσει το σωστό μέτρο για τον καθένα από εμάς, τι αξίζει αληθινά και τι δεν αξίζει μέσα σε αυτό που κάνομε».
«Αφού η νεότερη τέχνη έχασε το μεταφυσικό κέντρο της, με άλλα λόγια, τη ζωή, δεν χρειάζεται να πάμε στην τέχνη, αλλά στο κέντρο, για να βρούμε πρώτα τρόπους ζωής και, αργότερα, τρόπους τέχνης. Έχει τόση μεγάλη σημασία εκείνο που απόλειψε, ώστε τα άλλα μοναχά τους, τέχνες και λοιπά, είναι αστεία μπροστά του. Σήμερα χρειάζεται να ζήσομε πρώτα, να πάψομε πνευματικά να είμαστε ζωντανοί νεκροί».
ΜΝΗΜΗ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ: «Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος άφησε εκτός από σημαντικό συγγραφικό έργο και ένα έλλειμμα πληροφοριών για το άτομό του, που ούτε οι εγκάρδιοι φίλοι του μπορούν να συμπληρώσουν. Για να πυκνώσουν οι ψηφίδες της προσωπογραφίας του θα πρέπει να αναζητηθούν στιγμές εκμυστηρεύσεων, σαν αυτές στην αλληλογραφία του με τον Γιώργο Σεφέρη (Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος [επιμ.] Γράμματα, 1948-68, Αθήνα, 1990). Από όσα ξέρουμε, είναι φανερό ότι αντιπαθούσε τον επαρχιωτισμό σε κάθε του μορφή, όπως άλλωστε και την αγοραία κοινωνία της εποχής μας. Γύρω στα 1960 έκανε και την επανάσταση που τον απομάκρυνε από τους ορθολογιστές ομοτέχνους του, αναζητώντας τον πυρήνα του «χαμένου κέντρου»… O Λορεντζάτος αποτέλεσε ο ίδιος σημαντικό μέρος του έργου του. Σιωπηλός ή ομιλητικός (για θέματα έξω από αυτά της τέχνης του), με άψογη εμφάνιση Βρετανού gentleman (tweed σακάκι, καρό πουκάμισο, παπούτσια στο χρώμα του γυαλισμένου ανοιχτού δέρματος), αντίθετος στον συρμό, ήταν το άτομο που αποστρέφεται το κοπάδι και προβάλλεται στην αφάνεια. Μιλούσε μόνο για ασήμαντα καθημερινά θέματα και αποθάρρυνε τις συζητήσεις που απειλούσαν να παραβιάσουν τον πνευματικό του πυρήνα. Αυτά με τους φίλους. Μπροστά σε ξένους, βυθιζόταν στη σιωπή και γινόταν απόμακρος.
Είναι βέβαιο ότι στην Αγγλία βρήκε το κλίμα που του επέτρεπε να ιδιωτεύει και να δουλεύει χωρίς περισπασμούς. Η σχέση με τον Γιώργο Σεφέρη που αναδύεται από την αλληλογραφία τους προσφέρει ψηφίδες για την κατανόηση του ανθρώπου. Δύο άτομα με ομοιότητες την οικονομία στη χρήση του λόγου, τη γαλλοβρετανική παιδεία, τη συγκρατημένη αισθαντικότητα. H συστολή του Σεφέρη όμως ακολουθούσε μια μελετημένη μανιέρα, ενώ ο Ζ.Λ. φαινόταν πιο γνήσιος. Επειτα, ήταν η διαφορά στην εμφάνιση. O Ζ.Λ. ήταν βολεμένος στην αγαθή συγκυρία της όψης του. O Σεφέρης έδινε την εντύπωση ότι βρέθηκε παγιδευμένος σε ανεπιθύμητο κέλυφος και έδειχνε κουρασμένος από τη συμβίωση με αυτό. Αντίθετα, από τη φιλοσοφική καρτερικότητα του Σεφέρη.
O Ζ.Λ. είχε μια χαριτωμένη ανεμελιά και συχνά μια αφοπλιστική αφέλεια. Από περιγραφές φίλων του, όπως ο Γιώργος Παμπούκης, ένιωθε άνετα με τους λαϊκούς ανθρώπους που συναντούσε στις περιηγήσεις τους στο Αιγαίο. Πρόκειται άραγε για τη ροπή των διανοουμένων προς ένα θέμα που ελάχιστα γνωρίζουν και την πεποίθησή τους ότι η αποδοχή από τον φυσικό άνθρωπο αποτελεί κάποια μορφή καταξίωσης;
Είναι σίγουρο ότι είχε κλίση προς καθετί το φυσικό και το παραδοσιακό. Απραγος συνήθως στα πρακτικά της ζωής, αλλά συναινετικός στη σύμπραξη σε κάθε κοινό έργο. Οταν πρωτοήρθε στο σπίτι μου, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, θαύμασε την εγκατάλειψη του κήπου και τα αγριόχορτα και αγριολούλουδα που τον είχαν καταλάβει. Αγαπούσε τα φυσικά πράγματα, αλλά ήταν προϊόν βιολογικής εξέλιξης, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Γιος καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο ίδιος σπάνιος λόγιος χωρίς μαθητές. Οι ορθόδοξοι μοναχοί σίγουρα δεν είναι φτιαγμένοι από κύτταρα σαν του Ζ.Λ. Στον Σεφέρη έγραφε πολύ πριν από τη μεταστροφή του με το «χαμένο κέντρο» (1950): «Ξέρουμε την ανελεύθερη παράδοση της Εκκλησίας (…) Μου φαίνεται πως από την Ερημη Χώρα και πέρα παύω να παρακολουθώ τον Τ.Σ. Ελιοτ. Ανελλιπώς θητεύω μονάχα στον ασύγκριτο τεχνίτη (Ezra Pound), η σωτηρία των ψυχών δεν είναι της αρμοδιότητάς μου. Ευχαριστώ μονάχα τον Θεό, γιατί κάτι τέτοιες ώρες νιώθω καλύτερα πόσο είμαι Ελληνας…».
Τα υπόλοιπα, όπως είπε ο Οράτιος, είναι σιωπή. Μια εύγλωττη όμως σιωπή, σαν τα κενά που αφήνει η σιλουέτα του Λορεντζάτου στον ορίζοντα. (Θ. Βερέμης)
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, (25 Ιουνίου 1915 – 3 Φεβρουαρίου 2004) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους διανοητές της σύγχρονης Ελλάδας. Ήταν συγγραφέας, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα περισσότερα βιβλία του είναι μελέτες και δοκίμια. Όλα μαζί συγκεντρώνονται σε τρεις τόμους με τον γενικό τίτλο «Μελέτες». Σπούδασε, χωρίς να πάρει πτυχίο, στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Το 1988 του απονεμήθηκε το Α’ κρατικό βραβείο κριτικής – δοκιμίου, το οποίο δεν αποδέχθηκε και ζήτησε να δοθεί σε νέο δημιουργό. Το 2001 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη για το σύνολο του έργου του. Ο Γ. Παμπούκης έγραψε γι’ αυτόν: «Δεν είναι ούτε τέρας γνώσεων ούτε τέρας μνήμης. Είναι κάτι πολύ παραπάνω: είναι τέρας κατασταλάγματος». [Πηγή: www.doctv.gr]