Η πλησιέστερη δυνατή αναπαράσταση της γέννησης του νου είναι η απορία της στιγμή που
κοιτάς ένα κυκλικό χωματοσωρό μπρος στα ωχρά στραβά σου πόδια, εγγενείς αρμονίες
πτυχώσεων χώματος ομβρικής γης. Μιας γης, που αδιάκοπα συγκροτεί τη ζωτική
αναθύμηση πτυχών του παρελθόντος, συνοδός της ζωή μας. «Πατρίδα είναι το παρελθόν
μας», διαλαλεί στα αυτιά η Rodina, μετατρέποντας τη νοσταλγία της μητρικής γης στον
εξαϋλωμένο φορέα των σημερινών μου αναμνήσεων.
Την πρώτη φορά που έπιασα τσάπα, πρέπει να ήμουν πέντε – έξι ετών. Περιέργεια της
τρυφερής παιδικής ηλικίας! Ολόγιομη αταραξία μιας προγενέθλιας αβύσσου, που
σχηματιζόταν δίχως τη δική μου συναίνεση. Καθισμένος σ΄ ένα πολύχρωμο νάιλον,
κρυμμένος στη σκιά, προφυλαγμένος από τον καυτό ήλιο, μπροστά στη θαλασσί καρότσα
του τρακτέρ του παππού μου. Μόνος! Εγώ, η φύση και τα ερπετά. Ανάθεμα κι αν
κατανοούσα την αξία των αντικειμένων που είχαν τοποθετήσει εμπρός μου, καταγωγής στο
χώμα. Την αξία της Νadezhda (ελπίδας), που έναν ολάκερο χρόνο οι άνθρωποι
επικαλούνται διαρκώς, μπας και ξαναφυτρώσει κάτι σ’ αυτήν την καψαλισμένη γη.
Μια κίτρινη πατάτα κι ένα ξερό κρεμμύδι, παιχνίδια απασχόλησης στη θέση της
κουδουνίστρας, εν ώρα συγκομιδής. Γνωρίζουμε ένα σωρό πράγματα για τα χέρια, καθώς
ζουν και κινούνται στο ύψος του αναστήματος. Μα ως παιδιά δεν κατανοούμε την υφή
ενός κρεμμυδιού, των πτυχώσεων του, στα ταλαιπωρημένα χέρια του γεωργού. Μόνος,
περιτριγυρισμένος από ψίχουλα και κομματάκια ζυμωμένου ψωμιού, να χαμογελάω με τα
ερπετά του χωραφιού καθώς σχηματίζουν ουρές, για να κλέψουν από την αφελή αταξία
μου, το χειμώνα τους. Πάλευα ως παιδί να τα αιχμαλωτίσω, μα δεν καταλάβαινα πως δεν
ήταν παρά μεμβρανοειδείς σκιές επάνω στο νωχελικό χέρι μου, απλά αθώα μερμηγκάκια,
όπου το καθένα μέσα από το δικό του μαγικό φανό διακυμάνσεις μιας εντύπωσης για τη
ζωή και την κίνηση. Μπορεί να μην είχα τη νόηση, αλλά είχα την υφή. Την υφή του
ηλικιωμένου χώματος, αναμιγμένο με πετραδάκια, ξερό σιτάρι, υπολείμματα από τσόφλια
αυγού, ζουμιών ντομάτας. Ιδρώτα! Ιδρώτα χρονισμένων αναμνήσεων ενός κόσμου που
πλάστηκε μια Κυριακή.
Στο βάθος, θερμικές αστραπές να φωτογραφίζουν τα παιδικά μου ίχνη. Δύο άλογα,
θηρία άγρια στα παιδικά μου μάτια, να ταλαντεύουν τη χαίτι τους, μασώντας ξερό σιτάρι,
φτύνοντας ανάσες κόπου της γης που δάμασαν. Η δύναμη του όπλου εξαρτάται από τον
χειριστή του. Κι αν θεριά φαινόντουσαν μέσα στην πρωινή καταχνιά, ils ressemblaient à
une idée bénie, για ένα παιδί πως κοίταζε πάντα προς εκεί που έπρεπε. Στο βάθος οι
παππούδες με τους γονείς μου, αμυδρές σκιές, φαντάζαν παράξενα πλάσματα, όπου
ανάμεσα στις αυλακώσεις της γης, βαστώντας τενεκέδες κινούνταν σαν αρπακτικά,
γραπώνοντας την παραγωγή. Με πλοίο πάντα την οδύνη και πυξίδα την επιθυμία! Κι εγώ
αφού τινάζοντας τη βρώμα του χώματος από τα ξανθά μαλλιά μου, ήθελα σώνει και καλά
να καταφέρω με τα πεν νε γυαλιά της γιαγιάς να δω τον κόκκο του σιταριού, σε μια
ανέλπιστη προσπάθεια να φανώ τρανός και γενναίος στα μερμήγκια. Μα το σιτάρι τότε δεν
μου μαρτυρούσε την γλυκιά ιστορία του, συνέχιζε παρά ως έλικας στον έλικα, ως κάθε
σύνθεση να αποτελεί τη θέση της επόμενης σειράς. Τη σπείρα της πνευματικότητας του
κύκλου. Ενός κύκλου, ετών μετά, ενώ οι παππούδες λείπουν, τα φώτα στο σπίτι να είναι
ορθάνοιχτα, το σιτάρι να κοιτά το ολόγιομο φεγγάρι αφήνοντας με την αίσθηση πόσο
μικρός κι ασήμαντος είναι ο κόσμος στην ανθρώπινη συνείδηση, μπροστά σε μία και μόνη
προσωπική ανάμνηση, εκφρασμένη με λόγια. Πόσο μπορεί να πονέσει μία σπασμένη
ψευδαίσθηση;