Μοιραστήκαμε το ίδιο παγκάκι αναμονής, ήρθε και κάθισε δίπλα μου, δεν φορούσε κουρελιασμένα ρούχα ούτε σκισμένα παπούτσια, δεν είχε μακριά μαλλιά ούτε γενειάδα,έμοιαζε με εμάς τους «φυσιολογικούς», δεν μύριζε όμορφα αλλά ανθρώπινα.
Πιάσαμε την κουβέντα, απομνημόνευσα τη συζήτησή μας λέξη προς λέξη από τότε που άκουσα το «είμαι άστεγος 27 μέρες». Αφού μου περιέγραψε πόσο δύσκολα απέκτησε τα κεκτημένα του και πόσο εύκολα τα έχασε με τέτοια χρονική και λογική αλληλουχία που έμοιαζε απίστευτη και όμως αληθινή.
«Δεν με νοιάζει που τα έχασα, όλοι κάποτε θα τα χάσουν, είμαι μόνος και τώρα ολομόναχος θα πορεύομαι μέχρι να πεθάνω. Ξένος στον τόπο μου, άγνωστος στους γνωστούς μου και μoνάχος στους πολλούς.Τόσες μέρες δεν ζήτησα από κανέναν το παραμικρό, δεν άπλωσα το χέρι να ζητιανέψω, το άπλωσα να ταΐσω κάτι περιστέρια. Δεν ντράπηκα ούτε στιγμή, δεν έχω λόγο να το κάνω, πάντα περήφανος ήμουν, η αξιοπρέπεια δεν χάνεται ούτε βρίσκεται, την κουβαλάς από την ώρα που γεννιέσαι σαν να σου τη χάρισε μια μοίρα.
Μιλώ με τους ανθρώπους, δεν με φοβούνται, ίσως τους φοβίζει η εικόνα και θέλουν να συγκατατεθούν, ίσως την αποκτήσουν κάποτε είναι απρόβλεπτη η ζωή και δεν ξέρεις πώς θα σου τα φέρει. Έτσι σκέφτονται, το ξέρω. Κι όμως νιώθω πιο ελεύθερος από ποτέ. Δεν φοβάμαι. Ο φόβος είναι χειρότερος από την πείνα και εγώ βλέπω καθημερινά πολλούς χορτάτους φοβισμένους.
Ο οίκτος όταν φτάνει στο βλέμμα και γίνεται φανερός είναι η μεγαλύτερη τιμωρία μου, είναι η κατάντια που μου φωνάζουν χωρίς καν να μου μιλήσουν. Οι άλλοι, εγώ δεν ένιωσα ποτέ έτσι. Είναι πολύ εύκολο να βρεθείς στον δρόμο, το πιο δύσκολο είναι να ονειρεύεσαι ακουμπώντας τον».
Με αποχαιρέτησε με χαμόγελο και εγώ άφωνη, με μια σφιχτή χειραψία, δεν είχα λέξεις, δεν είχα να πω τίποτα. Θυμάμαι όμως, πως τα μάτια μου δεν τον έβλεπαν να ξεμακραίνει.
Πηγή: protagon.gr