Δευτέρα πρωί, συννεφιασμένη και μουντή, με αυτό το γκρι να κυριαρχεί παντού σε όλες τις αποχρώσεις του στον δρόμο, στους τοίχους των πολυκατοικιών στον ουρανό και στην ψυχή σου. Πέρασαν πολλές τέτοιες μέρες πριν ξημερώσει η Δευτέρα. Μετά το άκουσμα του θανάτου ενός ανθρώπου τόσο νέου, όμορφου και καλόκαρδου έρχεται ο τρόμος… Ξεμένουμε από χρόνο. Δεν έχουμε χρόνο να ζήσουμε τη ζωή που δε ζήσαμε, να πούμε αυτά που δεν είπαμε, να κάνουμε αυτά που δεν κάναμε… Και μέσα σε αυτόν τον πανικό δείχνει την δύναμη του το «Τώρα» και ακυρώνει το «Αύριο» και το κάνει να φαίνεται τόσο ετεροχρονισμένο. Άκαιρη η αναβολή. Μην αναβάλεις τίποτα, μην αφήνεις τίποτα για αύριο που δεν σου εγγυάται πως θα ξημερώσει.
Και εκεί που περπατάς σκυθρωπά μέσα στη μουντή μέρα, με ένα ασήκωτο βάρος στην καρδιά έχοντας στον νου σου ακόμα την απώλεια, περνάει ένα σχολικό λεωφορείο με λιλιπούτειους επιβάτες που έχουν τα προσωπάκια τους κολλημένα στο τζάμι και σε χαιρετούν. Αυτόματα χαιρετώ κιεγώ και φωτίζεται και το δικό μου πρόσωπο από τη δική τους χαρούμενη διάθεση. Και έτσι πως περνούσε το λεωφορείο από μπροστά μου, βλέπω στη γαλαρία έναν μπόμπιρα να έχει βγάλει τη μάσκα του και να μου βγάζει τη γλώσσα. Γέλασα. Είχα μέρες να γελάσω, κανείς δεν είχε καταφέρει να με κάνει να γελάσω. Ξαφνικά ένας άγνωστος μπόμπιρας σε ανύποπτο χρόνο τα κατάφερε με τον πιο παράδοξο τρόπο.
Έτσι σε περιπαίζει η ζωή, σου βγάζει τη γλώσσα και σε ξαναβάζει στο παιχνίδι της. Ανάμεσα στα μακάβρια, στα μάταια, στα σκοτεινά και στα παγωμένα, σου δείχνει ένα φως που έρχεται ξαφνικά και από το πουθενά, για να σου υπενθυμίσει πως έχεις λίγο χρόνο ακόμα, πως τίποτα δεν τελείωσε. Παίξε. Ζήσε. Πέσε. Σήκω. Πέθανε. Αναστήσου. Κλάψε. Γέλα. Χάσε. Κέρδισε. Όλα μέσα στο παιχνίδι είναι. Στους κανόνες του μπορείς να παρέμβεις και να τους αλλάξεις, μπορείς κι εσύ μια μέρα να βγάλεις τη γλώσσα σου και να γελάσεις δυνατά. Ακόμα και αν χάσεις, μπορείς να ξεκινήσεις μια καινούργια παρτίδα.