Το αγαθό της δημόσιας υγείας υπερέχει όλων, είναι υπέρτατο και μη διαπραγματεύσιμο.
Δεν αποτελεί νέο το γεγονός ότι η οικονομική κρίση που πλήττει σκληρά τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα έχει άμεσο αντίκτυπο στις υπηρεσίες υγείας, την ίδια στιγμή μάλιστα που το θεμελιώδες, ανθρώπινο δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την έγκαιρη, κατάλληλη, και οικονομικά εφικτή, πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας ποιότητας. Η αλήθεια είναι πως το κράτος οφείλει να δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες σε κάθε περίπτωση, προκειμένου οι πολίτες του να είναι όσο το δυνατόν πιο υγιείς, ωστόσο αρκετά και σημαντικά προβλήματα στον εν λόγω τομέα, επιμένουν να υπάρχουν, με κάποια μάλιστα να αυξάνονται.
Τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσοκομεία διαιωνίζουν την τραγική κατάσταση που επικρατεί στην Δυτική Μακεδονία.
Η κατάσταση είναι αρκετά προβληματική με ελλείψεις σε βασικές ιατρικές ειδικότητες.
Κανείς δεν πρέπει να αρρωσταίνει, ή να πεθαίνει μόνο και μόνο επειδή έχει χαμηλό οικονομικό εισόδημα, ή επειδή δεν έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας που χρειάζονται.
Το προσωπικό των νοσοκομείων κάνει καθημερινά υπερπροσπάθειες να ανταπεξέλθει στις ελλείψεις και τις ανάγκες των ασθενών καθώς και στις πολύωρες υπερωρίες.
Η απροθυμία των γιατρών να στελεχώσουν τα περιφερειακά νοσοκομεία, αποδίδεται στην έλλειψη ισχυρών οικονομικών κινήτρων και όχι μόνο.
Υπερεργασία – Υπερεφημέρευση
«Κανένας γιατρός δεν θα θέλει να πάει για να καλύψει μόνος του 24 ώρες το 24ωρο μια κλινική»
Την τελευταία διετία έχουν αποχωρήσει από το ΕΣΥ περισσότεροι από 2.000 ειδικευμένοι γιατροί, εκ των οποίων οι μισοί συνταξιοδοτήθηκαν και οι υπόλοιποι παραιτήθηκαν. Οι κενές οργανικές θέσεις γιατρών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι 5.500, με δεδομένο όμως ότι οι οργανισμοί των νοσοκομείων είναι παρωχημένοι, υπολογίζεται ότι για να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες απαιτούνται 8.500 γιατροί. Σε ό,τι αφορά το νοσηλευτικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό, οι κενές οργανικές θέσεις είναι 25.000 και οι στοιχειώδεις ανάγκες υπολογίζονται σε 35.000.
Ο αριθμός των «Γενικών» δημόσιων νοσοκομείων με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι μικρός, ούτε τα χρήματα που δαπανώνται από την πολιτεία για τη λειτουργία τους λίγα, αφού απορροφούν το 7,8% τού ΑΕΠ (ΕΛΣΤΑΤ). Η χωροταξική τους κατανομή δεν είναι ορθολογική. Σε πολλές περιπτώσεις το κριτήριο ίδρυσής τους δεν ήταν η εξυπηρέτηση των υγειονομικών αναγκών του πληθυσμού, αλλά «ανάγκες τοπικής ανάπτυξης», δηλαδή εξυπηρέτηση τοπικών συμφερόντων και προσώπων και η άσκηση μικροπολιτικής.
Ελάχιστα νοσοκομεία εκτός Αθήνας ή Θεσσαλονίκης μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Εξ ου η ανάγκη μετάβασης πλήθους ασθενών στα νοσοκομεία των μεγάλων αστικών κέντρων.