Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη πως αρκετοί θεωρητικοί της τέχνης, προσπάθησαν να αποδώσουν με ορθότητα τον όρο «Πολιτισμό». Όπως ο Νόρμπερτ Ελίας, (1997) ο οποίος υποστηρίζει πως η έννοια «πολιτισμός», περιλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων , την καθημερινότητά τους, με την κοινωνική και επιστημονική διάστασή της, τις οικονομικές συνήθειες, την θρησκεία κ.ά. και τον συσχετίζει ουσιαστικά με το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται.
Ο ορισμός, έχει αλλάξει με το πέρασμα των χρόνων και η πιο πρόσφατη και πολύμορφη ερμηνεία του πολιτισμού, εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα, η οποία συνδυάζει την εξέλιξη της κοινωνίας σε όλες τις μορφές τις με την εκπαίδευση, τα ήθη και την καλλιτεχνία.
Τον 19ο αιώνα, η έννοια πολιτισμός και κουλτούρα έγιναν όροι ταυτόσημοι ώστε να συγκλίνουν με την βιομηχανική ανάπτυξη.
Τον 20ο αιώνα, θεώρησαν πως η ανάπτυξη σχετίζεται με την οικονομική και κοινωνική άνοδο, παρά με τον πολιτισμό και την κουλτούρα, φέρνοντας έτσι ως αποτέλεσμα, την διάκριση των δύο εννοιών. Μετά από το 1980, το επίκεντρο της ανάπτυξης, μετατοπίζεται από τον οικονομικό τομέα σε μια ολιστική κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική θεώρηση.
Με αφορμή την παραπάνω κατάσταση, ο Εντγκάρ Μορέν, κάνει λόγο για τον «μύθο της ανάπτυξης». Δηλαδή, η ανάπτυξη τύπου βιομηχανίας θεωρήθηκε εγγύηση της ανάπτυξης στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Ήταν πηγή ελευθερίας και εξέλιξης της κοινωνίας. Την ιδέα αυτήν την ενστερνίστηκαν, πολλοί διεθνής οικονομικοί οργανισμοί και ιδρύματα, με αποτέλεσμα να σημειώνεται η πρόοδος στις χώρες του Πρώτου Κόσμου και όχι σε εκείνες του Τρίτου Κόσμου. Αυτό οφείλονταν στο ότι, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου, δεν αναπτύσσονταν βιομηχανικά καθώς ακολουθούσαν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής.
Ο «μύθος της ανάπτυξης» ουσιαστικά αποσκοπούσε στην οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη παρά στις ηθικές αξίες. Τα προβλήματα που δημιούργησε η οικονομική κρίση το 1973, αφορούσαν το περιβάλλον, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Για παράδειγμα, η εξάντληση των φυσικών πόρων, η επιβολή της αστικοποίησης, η εξαφάνιση του πολιτιστικού πλουραλισμού και η αντικατάστασή του με το δυτικό πρότυπο.
Τελικά, το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε απέκτησε εκτός από τον οικονομοκεντρικό και εθνοκεντρικό χαρακτήρα. Ουσιαστικά υποβαθμίστηκε η αξία του πολιτισμού και της κουλτούρας, ως στοιχεία ανάπτυξης των κοινωνιών και ιδιαίτερα η κουλτούρα των λιγότερο αναπτυγμένων κοινωνιών , με αποτέλεσμα τη κυριαρχία του Δυτικού πολιτισμού.
Το ευτύχημα είναι πως με τα χρόνια, η σημασία του όρου «ανάπτυξη» μετατοπίστηκε από την οικονομική πρόοδο σε πρόοδο με επίκεντρο τον άνθρωπο. Δηλαδή ο πολιτισμοκεντρικός χαρακτήρας της ανάπτυξης είχε ως στόχο πλέον την καλλιέργεια αξιών και τη βελτίωση της ζωής στις εξής διαστάσεις : των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, της αναγνώρισης της πολιτισμικής ταυτότητας, της απόδοσης ισότητας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τέλος της μέριμνας στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Όλα τα παραπάνω αποδίδουν με στοιχεία την εφαρμογή της πολιτιστικής πολιτικής που επικρατούσε τις προηγούμενες δεκαετίες. Κοντά σε αυτό, η αείμνηστη πρώην Υπουργός Πολιτισμού, Μυρσίνη Ζορμπά, συμπληρώνει σε ένα από τα κείμενά της, πως «Ο πολιτισμός ενός τόπου είναι οι υπηρεσίες στα νοσοκομεία και στον δημόσιο τομέα ή η συμπεριφορά και οι καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών, με μια λέξη ο τρόπος ζωής» Και εντάσσει την έννοια αυτήν στον ορισμό της πολιτιστικής πολιτικής.
Αλήθεια, ποια είναι η πολιτιστική πολιτική η οποία εφαρμόζεται την τελευταία τετραετία στην χώρα μας;
Κατά κοινή ομολογία, η πολιτική του πολιτισμού ασκείται από το κράτος και διαμορφώνεται ανάλογα με την πολιτική και την δημόσια διοίκηση. Οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτήν, κατά κύριο λόγο είναι το κοινωνικό σύνολο, η αγορά, τα ΜΜΕκοκ. Όμως η πολιτιστική πολιτική βασίζεται σε μία στρατηγική, σε έναν σχεδιασμό ο οποίος συγκρατεί την πολιτική ιδεολογία του εκάστοτε πολιτικού κόμματος που κυβερνά. Έτσι, η πολιτική ηγεσία, οφείλει να προγραμματίσει ορθά την πορεία του πολιτισμού στα χρόνια που κυβερνά. Αυτό μπορεί να γίνει ελέγχοντας και να αξιολογώντας τους πόρους της, στελεχώνοντας τις δομές με το κατάλληλο προσωπικό κλπ. Βέβαια, στόχος της πολιτιστικής πολιτικής επιβάλλεται να είναι ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας και όχι ο οικονομοκεντρικός.
Την τελευταία τετραετία, η πολιτιστική πολιτική που εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση και το Υπουργείο Πολιτισμού, στηρίζονταν στις πελατειακές σχέσεις, τις απευθείας αναθέσεις, στους διορισμούς επιχειρηματιών σε διευθυντικές θέσεις δημόσιων πολιτιστικών μονάδων κλπ.Ουσιαστικά έχουμε ένα ακόμη μοντέλο «μύθο της ανάπτυξης», καθώς στην κοινωνία δεν σημειώθηκαν ανταποδωτικές αξίες, λ.χ. η μέιωση της ανεργίας.Συμπληρωματικά, σχετικά με την τωρινή πολιτική του πολιτισμού, ταιριάζουν τα λόγια της Μυρσίνης Ζορμπάς, που αφορούσαν τον«αριστοκρατισμό που βλέπει τη μαζικότητα» και την «ποσότητα σαν μόνιμη απειλή της ποιότητας».
Η πολιτική οφείλει να «ακούει» τον λαό, να συμβαδίζει με την κουλτούρα του, τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του και τον τρόπο ζωής του, προσφέροντας τον καλύτερο σχεδιασμό και διοίκηση ώστε να δημιουργείται ένας πολιτισμός με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και όχι να στηρίζεται στον μεγαλοϊδεατισμό ενεργώντας αυθαίρετα για τα οφέλη λίγων.
Φτάνοντας στο τέλος της τετραετούς διακυβέρνησης, συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως σημειώθηκε ένας «μύθος ανάπτυξης», του οποίου οι επιζήμιες συνέπειες θα φανούν τα επόμενα χρόνια.