Σοβαρή γυναίκα δεν τη λες όποια δεν έχει το νου της και γεννάει λάθος μέρα.
Γιατί ποια σοβαρή θα γεννούσε τον πρώτο της γιο Κυριακή Μεγάλης Αποκριάς! Εμ αναγκάζει τις μοίρες να έρθουν να της το μοιράνουν μέσα σε φιλουρίδια και φωτιές. Εμ κάθεται τεντωμένη λεχώνα στην κλινική χρονιάρα μέρα, με την Κοζάνη έξω να καίγεται και τους συγγενείς της κούρπιτου.
Είναι σαν να της λέν οι δικές της οι μοίρες «Έλεος πια! Πέρνα και μια Απουκρά χωρίς να ρίχνεσαι στς Φανοί και στα Κέντρα!»
Δίκιο είχε! Αλλά τι να κάνουμε… Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Το οποίο ήθελε κάποιες από μας να γεννηθούμε στον Αυλιώτη ή στ΄ Λάτσκ του Πηγάδ΄ ή στα Βλάθκα, και να στεκόμαστε από μικρά κορίτσια να κοιτάμε μαγνητισμένες τη φωτιά και τους άντρες που τραγουδούσαν και χόρευαν γύρω της. Και τις γυναίκες να συμμετέχουν μόνο σαν «βοηθητικό προσωπικό» κουβαλώντας μεζέδες. Ή να ράβουν τουαλέτες και να πηγαίνουν στους χορούς, κρεμασμένες στο μπράτσο του άντρα τους.
Καρναβάλια δεν υπήρχε περίπτωση να μην μας κάνουν πάντως όσο ήμασταν παιδιά. Άμα είχες μπαμπά ράφτη πιθανόν να σε έντυναν πατόκορφα εφημερίδα (εμπνευσμένο!) με παλιά φύλλα της «Μακεδονίας» που διάβαζαν οι πελάτες. Εναλλακτικά θα σου φορούσαν τη στολή της τσιγγάνας και σε σένα αλλά και στο 80% περίπου των κοριτσιών εκείνης της γενιάς. Καμιά δεν έμοιαζε με καμιά άλλη βέβαια (ούτε και με τσιγγάνα εννοείται), καθώς οι μάνες εξαντλούσαν τη φαντασία τους και την παρακαταθήκη υλικών στο κάθε σπίτι: εμπριμέ φούστα θείας Ζωίτσας, λιμπαντές γιαγιάς Χιόνους, μαντίλι λειψιάνικο τις οίδε από ποια, κολιέ, βραχιόλια και λοιπά τσιγκαλίδια απ’ το Νιάημερο.
Και αργότερα έρχονταν τα παιδικά μπαλ μασκέ (τάλιρο η κάρτα και κωκ η αντιπαροχή) με άσωτη σκόνη και ιδρώτα από τα τρεχαλητά. Με διαγωνισμούς καλύτερης στολής – όπου νικούσαν πάντα κάτι παιδιά αξιωματικών που καμπάρντιζαν τα κουστούμια τους, τα ραμμένα από φιγουρίνια. Ποτέ οι τσιγγάνες. Αλλά μια χαρά περνούσαν κι αυτές.
Κι εκείνη η γενιά που μεγάλωσε μαθαίνοντας να πορεύει, να αυτοσχεδιάζει, να εφευρίσκει τη διασκέδασή της, εκείνη η γενιά που λάτρεψε την Αποκριά του τόπου της και την είδε να σέρνεται την περίοδο της Χούντας, πέρασε στην αντεπίθεση με τη Μεταπολίτευση.
Και θέλησε να την ξαναζωντανέψει. Γιατί πολύ είχε στερηθεί την ελευθερία της και δεν άντεχε άλλα δεσμά πουθενά. Ούτε στο λόγο, ούτε στη συμπεριφορά, ούτε στην εμφάνιση, ούτε στην έκφραση, ούτε στο γλέντι.
Νέοι άνθρωποι λοιπόν όρμησαν και κατέλαβαν τα πάντα.
Κατέβηκαν στην Παρέλαση μπαίνοντας σε ρόλους που τους επέλεγαν οι ίδιοι, μεταμφιεσμένοι αλλά χωρίς μάσκα, και σπάζοντας την πανοπλία που τους είχε φορέσει η επταετία καθώς και η κοινωνία η ίδια. Άντρες που η παρουσία τους δεν ξάφνιαζε κανέναν, αλλά και γυναίκες που γκρέμιζαν ένα ακόμη κατεστημένο.
Το εστιακό σημείο παρέμειναν πάντα οι Φανοί. Εννοείται. Εκεί φάνηκαν και οι μεγάλες διαφορές από τις προ δικτατορίας εποχές, οι οποίες αντανακλούσαν τις σαρωτικές αλλαγές που πλέον συντάραζαν τα πάντα και παραμέριζαν παλιά ήθη και πρακτικές. Φρέσκος αέρας φύσηξε κι εκεί, γκρεμίζοντας στερεότυπα και διεκδικώντας μια θέση για όλους και όλες σ’ αυτό το πανηγύρι των αισθήσεων.
Όχι πια μόνο με τους άντρες στους βασικούς ρόλους.
Όχι μόνο με τους παλιούς «που ξερν καλύτερα»
Όχι μόνο με λίγους κοινωνούς στον κύκλο, κι όλους τους άλλους, τους «ξένους», να κάθονται απ’ όξω να κοιτούν.
Με όλους.
Με άντρες και γυναίκες.
Με μεγαλύτερους, με νεότερους και με παιδιά.
Με ντόπιους και επισκέπτες.
Χωρίς διαχωριστικά και ταντσταριές! Όμορφα και χαλαρά.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γιορταστεί μια τόσο σημαντική στιγμή στο γύρισμα του χρόνου, όπου ανταμώνονται όλες οι γενιές; Πώς αλλιώς θα μπορούσες αν το ήθελε η ψυχούλα σου να γίνεις πιο σιουρδουντάμαρου κι απ’ τα παιδιά σου;
Κι απ’ τα εγγόνια σου ακόμα;
Και πώς αλλιώς θα μπορούσες να ανταμώνεσαι με εκατοντάδες ανθρώπους γύρω από το Φανό και να τραγουδάς τα «ξινέντραπα», γυναίκα εσύ, κοιτώντας με γελαστά μάτια τα ξαναμμένα πρόσωπα ολόγυρα στο κύκλο.
Χωρίς καμιά από τις ηλίθιες αναστολές με τις οποίες έχουν φορτώσει το φύλο σου αιώνες καταπίεσης.
Κι αν τώρα φαίνεται αυτονόητο πως όλοι και όλες μπορούν να συμμετέχουν επί ίσοις όροις χωρίς να φοβούνται πως υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τον πρώτο καιρό, εκεί γύρω στη δεκαετία του ΄80, που κάποιες νέες τότε γυναίκες, χαρακτηριζόμενες ανέτως τσιόρμανοι από τον περίγυρό τους, τολμούσαν να παν στο Δημαρχείο να λάβουν μέρος σε «συσκέψεις» για την Παρέλαση. Μια απ’ αυτές μάλιστα την πρώτη φορά που άνοιξε την πόρτα, πάγωσε ουδι έτσι και κόντεψε να κάνει μεταβολή επί τόπου και να πάει να τηγανίσει κάνα αυγό, όπως όφειλε να κάνει τότε λόγω φύλου. Στην μεγάλη την αίθουσα ήταν θρονιασμένοι γύρω –γύρω καμιά εικοσαριά ηλικιωμένοι άντρες, με τραγιάσκες, τσιγάρες, μεγάλη αυτοπεποίθηση και κατεβασμένα μούτρα για περισσότερο κύρος.
Καλησπέρα σας
Καμιά απάντηση – σιγά το πρόσωπο!
Αρχίζει η σύσκεψη. Καρτεράει ο τσιόρμανος να βγουν τίποτα σημειώσεις από τίποτα ντοσιέ,… μπρε!
Να… ρωτήσω κάτι; (στον Πρόεδρο)
Βεβαίως.
Πόσα θα είναι τα άρματα;
Όσα θέλτς!
Α! Διαστάσεις;
Όσου θέλτς!
(Σποραδικά γέλια)
Κι… πόσ΄ απόστασ’ θα κρατούμι απ’ τουν προυηγούμινου;
Όση θέλτι!
(Ομαδικά γέλια)
Τι να πω… Κι πόσην ώρα μπουρούμι να ρίχνουμέστι μπρουστά στς Ιπίσημοι;
Όσου θέλτι!
(Τρανταχτά γέλια)
Τι μήνυμα ελάμβανε εκείνη την ώρα αυτή η άσχετη εισβολέας στο κέντρο λήψης αποφάσεων για τα πιο σπουδαία έθιμα του τόπου της;
Βασικά…. «Σπίτς!»
Αμ δε!
Ευτυχώς!