Στις αθόρυβες αντανακλάσεις φωτός. Όταν τα αστέρια χάνουν τον ήλιο σε κάθε την ανατολή, και ας νοσταλγούν την ταυτόχρονη συνύπαρξη. Στις νυσταγμένες αχτίδες του ήλιου. Όταν ζεσταίνουν κάθε άχαρο και παγωμένο γκρίζο τόπο, εκεί που σταμάτησε ο χρόνος. Στη γοητευτική λάμψη που έχει μια πανσέληνος του Αυγούστου. Όταν χρειάζεσαι μια «όμορφη πτώση στο κενό» για να μην πατάς για λίγο στη γη.
Στις καλοκαιρινές αμμοθύελλες. Όταν τα κύματα διαλύουν τον θόρυβο. Στη θαλασσινή αλμύρα που νοσταλγώ όλο το χρόνο. Όταν από ένα μπαλκόνι με θέα τον ατέλειωτο βαθύ γαλάζιο ορίζοντα αδειάζω από το βάρος της φθοράς. Στις καρτ ποστάλ. Όταν είναι το καταφύγιό μου.
Στις πολύχρωμες αυλές των ερειπωμένων σπιτιών. Όταν τα λουλούδια του δρόμου είναι τα μόνα που θυμίζουν την αίγλη των στιγμών στολίζουν τη σιωπή τους. Στις αμυγδαλιές που ξυπνούν την άνοιξη. Όταν τα μάτια είναι πια ανέμελα. Στις ξαφνικές απροειδοποίητες βροχές. Όταν η ομπρέλα είναι μια ακόμη αχρείαστη προφύλαξη για ό,τι επιτέλους ξεδιάλυνε.
Στις αυθόρμητες αλχημείες που φέρνουν οι νότες. Όταν ξεκλειδώνουν την απόσταση που έφερε ένας λαβύρινθος βαρύς. Στις πιο ζεστές βραδιές. Όταν με σκέπασες γιατί ξεχάστηκα και κοιμήθηκα στον καναπέ με το παράθυρο ανοιχτό, ενώ έξω χιόνιζε. Στις αέρινες λέξεις. Όταν μπερδεύτηκαν αυθόρμητα με το τραγούδι το ίδιο βράδυ.
Σε εκείνες βρίσκω διαδρομές, αφορμές και πυξίδες. Διαδρομές, αφορμές και πυξίδες καλά προφυλαγμένες από τη σκόνη, αυτόνομες. Σχεδόν ανέγγιχτες, κρυστάλλινες, διάφανες.