Η νεότερη εποχή αρχίζει με μια Μεταρρύθμιση, εκείνη του Λούθηρου, και δραστηριοποιείται συνεχώς σε μεταρρυθμιστικές πρακτικές. Οι κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες της είναι ασταθείς και επομένως η πολιτική της ενεργοποιείται πάντα για να διευθετήσει, δηλαδή για να μεταρρυθμίσει την κοινωνία. Αν υπάρχει μια κοινή γραμμή σε αυτή την ενεργοποίηση, είναι το ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν στόχο να οικοδομήσουν κοινωνικά και πολιτικά συστήματα προσαρμοσμένα όλο και περισσότερο στα κρίσιμα προαπαιτούμενα της νεωτερικότητας: ελευθερία και ισότητα των πολιτών, ορθολογικότητα και διαφάνεια της δημόσιας ζωής, εξάλειψη καταπιέσεων και αυταρχισμών. Η μεταρρύθμιση είναι μια πράξη εγγενώς προοδευτική, που έχει εχθρό της το status quo, τη διατήρηση θεσμών που δεν εμπνέονται από τις ορθολογικές αρχές της νεωτερικότητας, και όργανό της το κράτος.
Και είναι σαφώς αδελφή και ανταγωνίστρια μιας άλλης εξορθολογιστικής πράξης, της επανάστασης. Μεταρρυθμιστικός είναι ο Διαφωτισμός, ο οποίος στα μέσα του 18ου αιώνα ωθεί τους απόλυτους μονάρχες να καταπολεμήσουν την πολιτική ισχύ της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των ιησουιτών. Εκείνο που δεν έκαναν οι μεταρρυθμίσεις, θα γίνει έπειτα πιο ριζοσπαστικά από τη Γαλλική Επανάσταση και από τις εκβάσεις της, οι οποίες στη διάρκεια του 19ου αιώνα θα δώσουν την εξουσία στις αστικές τάξεις, που ήδη είναι σε θέση να υλοποιήσουν το δικό τους σχέδιο κοινωνίας και κράτους. Αυτό γίνεται με τη σειρά του ένα status quo που πρέπει να ανατραπεί, επειδή είναι γεμάτο αντιφάσεις στα μάτια των δυνάμεων του σοσιαλισμού και του μαρξισμού. Στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κινήματος, ο ρεφορμισμός παρουσιάζεται ως μια εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τις επαναστατικές τάσεις.
Στον Εντουαρντ Μπερνστάιν οφείλουμε την πρώτη θεωρητική διατύπωση του ρεφορμισμού, καθώς εκείνος, με το Πρόγραμμα της Ερφούρτης (1891), τον υπέδειξε ως την πιο ρεαλιστική οδό προς τον σοσιαλισμό στη Γερμανία· δηλαδή την ανάπτυξη και την πρακτική υλοποίηση –μέσω κοινοβουλευτικών μεταρρυθμίσεων– των δημοκρατικών δυνατοτήτων που εμπεριέχονταν στον αστικό πολιτισμό και στο κράτος. Ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός συνοδεύεται από μια θεωρητική θεμελίωση, τον ρεβιζιονισμό, που απελευθερώνει τον μαρξισμό από το λάθος να αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό ως αναγκαίο πεπρωμένο της Ιστορίας και τον επανερμηνεύει ως ηθικό ιδεώδες που πρέπει να επιδιωχθεί. Αυτή η σταδιακή εξέλιξη όμως και αυτή η συμφιλίωση με το κράτος (όχι όπως είναι, αλλά όπως μπορεί να γίνει) δεν είναι ένδειξη μετριοπάθειας: ο στόχος παραμένει ο σοσιαλισμός.
Ο ρεφορμισμός έγινε στόχος σκληρών επιθέσεων από μέρους προσωπικοτήτων όπως ο Κάουτσκι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο ίδιος ο Λένιν. Υπήρξε φυσικά και ένα ρεύμα αστικοδημοκρατικού ρεφορμισμού, εξωτερικό προς τον σοσιαλιστικό κόσμο. Εμπνεόμενος από την πρόθεση να διευρύνει τα δικαιώματα των πολιτών και να εξαλείψει τις προφανέστερες αιτίες αδικίας και συστημικής αναποτελεσματικότητας, αυτός ο ρεφορμισμός βρήκε την υλοποίησή του στο New Deal του Ρούζβελτ. Και στη μεταπολεμική περίοδο, ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο διάφορες πολιτικές οικογένειες –φιλελεύθεροι, χριστιανοί κοινωνιστές, σοσιαλδημοκράτες– θεμελίωσαν το κοινωνικό κράτος, την εγγυημένη από το κράτος και τη γραφειοκρατία του κοινωνία της ευημερίας. Ο ρεφορμισμός όμως, ως όρος του πολιτικού λεξιλογίου, γνώρισε και μιαν άλλη χρήση.
Οταν εξαντλήθηκε η προωθητική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης και όταν διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, στα τελευταία είκοσι χρόνια του εικοστού αιώνα, ένα τμήμα της Αριστεράς θεώρησε ότι έφτασε η στιγμή για να μεταρρυθμίσει τις ίδιες τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Ακολουθώντας έναν πολιτικό όπως ο Μπλερ και τον μυστικοσύμβουλό του Αντονι Γκίντενς, καθώς και έναν σοσιαλδημοκράτη όπως ο Σρέντερ, επικράτησε μια φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική γραμμή, η οποία αποσκοπούσε στο να διαλύσει εν μέρει εκείνες που θεωρήθηκαν οι ακαμψίες του κοινωνικού κράτους, να καταστήσει ελαστικές τις άμυνες των δικαιωμάτων των εργαζομένων και να ακολουθήσει έτσι τη νέα μορφή του καπιταλισμού, τον νεοφιλελευθερισμό, με τις επιταγές του για ευελιξία και κοινωνικοοικονομικό δυναμισμό. Και σε αυτή την περίπτωση το ζητούμενο ήταν να τροποποιηθεί το status quo, αλλά οι μεταρρυθμίσεις είχαν σχεδιαστεί για να προσαρμοστούν οι πολίτες στην οικονομία και όχι η οικονομία στις ανάγκες των πολιτών.
Και αυτό προέκυπτε προφανώς από μιαν ανάλυση στην οποία γι’ άλλη μια φορά ιδεαλισμός και ρεαλισμός αναμειγνύονταν: η μη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους και των πελατειακών του παρεκκλίσεων και η αναγκαιότητα να συμφιλιωθεί η πολιτική με τη νέα μορφή της οικονομίας υπαγόρευαν παραχωρήσεις στην κοινωνική ασφάλεια, προκειμένου να υπάρξουν κέρδη από την πλευρά του δυναμισμού και της ανανέωσης. Μια γραμμή μακρινή από τη σοσιαλιστική παράδοση, που οδήγησε αυτόν τον ρεφορμισμό σε αμφιλεγόμενες εμπειρίες και που τον τοποθετεί κοντά στον νεοφιλελευθερισμό, του οποίου συμμερίζεται την τύχη: όταν αυτός καταδεικνύει τις αστάθειές του και τις δομικές του αντιφάσεις, τότε και ο ρεφορμισμός εκτίθεται στις λιγότερο ή περισσότερο σφοδρές διαμαρτυρίες εκείνων που δεν βρίσκουν θέση μέσα σε αυτό το μοντέλο.
Στις οποίες διαμαρτυρίες απαντάει εκτοξεύοντας την κατηγορία του λαϊκισμού, πυροδοτώντας έτσι έναν ατέλειωτο φαύλο κύκλο. Από την άλλη μεριά, και οι αναλύσεις που θέλουν να είναι πιο ριζοσπαστικές δεν θα μπορέσουν να μην περάσουν –αν επικρατήσουν εκλογικά– μέσα από την κοινοβουλευτική οδό των μεταρρυθμίσεων, δεδομένου ότι η επανάσταση δεν φαίνεται να είναι προ των πυλών. Το ζητούμενο επομένως δεν είναι να αντιπαραθέσουμε ριζοσπαστισμό και ρεφορμισμό, αλλά να κατανοήσουμε, πέρα από τους νομιναλισμούς, ότι εκείνο που σήμερα ορίζεται ως ρεφορμισμός και εκείνο που ορίζεται ως ριζοσπαστισμός είναι στην πραγματικότητα πολύ διαφορετικές αναλύσεις του ίδιου προβληματικού πυρήνα: του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ οικονομίας και πολιτικής.
Στην πράξη, η διαφορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις περιστρέφεται πράγματι γύρω από δύο διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα: «πόσα πρέπει να διεκδικούμε από την πολιτική και από τη δημοκρατική της ισχύ και πόσα πρέπει να παραχωρούμε στην οικονομία και στις απαιτήσεις της;». Η ορθή απάντηση δεν βρίσκεται στη μία ή στην άλλη ετικέτα, αλλά στην ικανότητα ανάλυσης και στο συγκεκριμένο κοινωνικό ρίζωμα των διάφορων πολιτικών πράξεων. Αν η Αριστερά θέλει να δείξει ότι είναι ζωντανή και ζωτική, οφείλει να αφήσει τα συνθήματα και να περάσει από τα λόγια στις έννοιες, για να ορίσει ταυτότητα και στόχους.
ℹ️ Γεννημένος στη Μόντενα το 1950, ο Κάρλο Γκάλι είναι σήμερα καθηγητής πολιτικής θεωρίας και ιστορίας των πολιτικών ιδεών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας. Στη γλώσσα μας έχει εκδοθεί το βιβλίο του «Η αμηχανία της δημοκρατίας» (μετάφραση: Περικλής Δημητρολόπουλος, Πόλις 2016)