Πρωί, βροχή, Εγνατία, αστικό 31. Προορισμός στάση Καμάρα. Μπαίνεις βιαστικά ψάχνοντας απεγνωσμένα θέση, για να μη πιάνεσαι από δω και από κει, για να μη σ’ακουμπούν, για να μη χάνεις την ισορροπία σου από τα απότομα φρεναρίσματα του οδηγού. Θέση δίπλα στο παράθυρο κοντά στην πόρτα, μπροστά στο μηχάνημα που βγάζει εισιτήρια. “Ήξεις αφήξεις” κάθε καρυδιάς καρύδι, ένα κάθεται δίπλα. Περίεργος, ανήσυχος, με μια φανερή νευρικότητα στα χέρια. Ρίχνεις μια ματιά κλεφτή με την γωνία του ματιού σου. Βρίζεις πρωινιάτικα την τύχη σου την γκαντέμα.
Φέρνεις την τσάντα μπροστά στα πόδια σου και την σφίγγεις. Φόβος. Τόσα γίνονται! Το χέρι σφίγγει και κοκκινίζει. Στην επόμενη στάση ανεβαίνει ένας κύριος, κοντοστέκεται μπροστά στο μηχάνημα και ψάχνει ψιλά. «Εισιτήριο διπλής διαδρομής ένα τριάντα;». Έχει μόνο ένα, στο άλλο χέρι χάρτινα «Δεν τα παίρνει, δε δίνει και ρέστα το ρημάδι». Ο περίεργος, ο ανήσυχος, το πρεζόνι βγάζει ψιλά από την τσέπη του και του τα δίνει. Κανείς, ούτε ένας δεν έκανε κίνηση. Σιωπή! Το πρεζόνι, το κλεφτρόνι γιατί αυτά πάνε μαζί άλλωστε, έκανε εξυπηρέτηση όπως είπε. «Άνθρωποι είμαστε». «Και τα πρεζόνια άνθρωποι είναι». «Τ’ακούς;».
Και μίσησα τον εαυτό μου, με μίσησα για πρώτη φορά, που το χέρι υπάκουσε στο φόβο και έσφιξε και έγινε γροθιά. Γιατί οι ταμπέλες δίνονται εύκολα στους ανθρώπους, έχουν προλάβει πανάθεμα τες να τυπωθούν στο μυαλό από μικρές. Ανεξίτηλες, δύσκολα τις σβήνεις και ας κάνεις πως δεν υπάρχουν. Προέκταση των αντανακλαστικών σου γίναν. «Κρίμα αυτά τα παιδιά», έτσι λες όταν τα βλέπεις και ας το αρνείσαι, πρόλαβαν και σε “κάρφωσαν” τα χείλη σου, ψέλλισαν αυτά που σκέφτηκε ο νους σου. Κρίμα σε εμάς για την τσιγκούνικη ανθρωπιά μας και για το καχύποπτο άδειο χέρι μας.
Σηκώνεται, παίρνει θέση μπροστά στην πόρτα. Πίσω του δυο, τρεις τουρίστες γυρνά και τους μιλά αγγλικά: «Εγνατία road is cheap», «Downtown Lacoste». Γελάει και βουρ για Ναβαρίνου. Οι περισσότεροι στην ίδια στάση, άλλοι με χέρια αδειανά και το πρεζόνι με λίγα ψιλά και χέρια ζεστά.
Τ’ακούς; Τ’ακούω να λες……