Φτάνοντας στο νησί νιώθεις μια αύρα περίεργη που δεν μπορείς να προσδιορίσεις, ίσως να μη σου επιτρέπει και ο δυνατός Κυκλαδίτικος αέρας. Σηκώνοντας το βλέμμα και κοιτώντας ανηφορικά, αντικρίζεις το ναό της Παναγίας της Ευαγγελιστρίας. Μεγαλόπρεπος έτσι, όπως θα πρέπει να είναι το σπίτι της. Μπαίνοντας μέσα ένα ρίγος σε διαπερνά, μια συγκίνηση, σαν ακούς τις προσευχές των ανθρώπων που περιμένουν καρτερικά για να την προσκυνήσουν. Άλλοι να της ζητήσουν και άλλοι να την ευχαριστήσουν. Σπεύδουν από όλα τα μήκη και πλάτη της γης να υποκλιθούν στην θαυματουργία της. Η μοναδική σου ελπίδα, η ανεξήγητη και ανεξάντλητη δύναμη σου, το αυτί στον κρυφό σου καημό, το χάδι στον πόνο σου.
Μα διάλεξε για σπίτι της αυτό το ξερονήσι; Ελάχιστο πράσινο, άγονη γη σου αφήνει χρόνο για να απαντήσεις στις απορίες σου μέχρι να σε διαψεύσει. Εξερευνώντας τη χώρα, τα στενάκια και τα μαγαζιά παίρνεις μια γεύση. Σε καλωσορίζει το νησί με τρόπο γευστικό και μοναδικό. Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα. Όταν επισκεφτείς τα χωριουδάκια της Τήνου, θα καταλάβεις. Πρώτη στάση χωριό Βώλαξ, πήρε το όνομα του από τις ολοστρόγγυλες πέτρες που υπάρχουν διάσπαρτες γύρω του. Χρώματα άσπρο και μπλε, σπίτια νοικοκυρεμένα, φρεσκοασπρισμένα με μπλε παντζούρια και πόρτες. Φούξια Βουκαμβίλιες συμπλήρωναν την χρωματική κυκλαδίτικη παλέτα. Κυκλαδίτικη απαράμιλλη ομορφιά. Εντυπωσιάζουν τα ποιήματα, τα τραγούδια μεγάλων ελλήνων που σημάδεψαν και διαμόρφωσαν έναν ολόκληρο λαό, που είναι γραμμένα διάσπαρτα σε κάθε σημείο του χωριού, στολίζουν το διάβα σου. Συγκράτησα, το αγαπημένο μου ποίημα «Πληθυντικός Αριθμός» της Κικής Δημουλά, γραμμένο πάνω σε ξύλινο παλιό παντζούρι με άσπρα γράμματα.
Επόμενη στάση Πύργος, με το λεωφορείο της γραμμής να σου κόβεται η ανάσα καθώς παίρνει τις στροφές. Φτάνοντας, σε καλωσορίζει το μουσείο του μεγαλύτερου νεοέλληνα γλύπτη του Γιαννούλη Χαλεπά. Πολυτάραχος βίος, εκπληκτικά για την εποχή έργα με το πιο γνωστό αυτό της κοιμωμένης που το φιλοτέχνησε έχοντας την μορφή αποτυπωμένη στο μυαλό του. Καθώς μπαίνεις στο σπίτι του, σου δίνει την αίσθηση πως είναι κάπου εκεί πίσω από τους ασβεστωμένους τοίχους, που σε κάποια σημεία τους ξεπροβάλλουν μολυβιές και χαρακιές του. Στο κέντρο του χωριού ένας πλάτανος και γύρω γύρω καφενεδάκια με ξύλινες καρέκλες και παραδοσιακά εδέσματα. Πόση ομορφιά χωράει σε μια πλατεΐτσα; Πόση ηρεμία; Πόση αρμονία; Απέραντη γαλήνη. Όλοι κάναμε την ίδια ευχή να ξεχαστούμε για πάντα εκεί. Και κάπου εκεί, λύνεις τις απορίες σου. Καθόλου τυχαία η παρουσία της, χάρισε απλόχερα την ομορφιά στην πλάση και ιδιαίτερα σ’αυτό το νησί. Σ’αυτό που κατοικεί, σ’αυτό που όσες φορές και να το επισκεφτείς πάντα θα νιώθεις την ανάγκη να επιστρέφεις. Ξανά και ξανά.