Απόσπασμα από το βιβλίο Πώς πεθαίνουν οι φιλόσοφοι Εκδόσεις: Γνώση
ΣΑΝ ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Μια από τις πιο λαμπρές μορφές της φιλοσοφικής σκηνής της αρχαιότητας ήταν ο Διογένης
(404-323π.Χ). Θα πρέπει εδώ να πούμε ότι ο Διογένης είχε βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, αφού,
όταν ήταν νέος, είχε ανακατευτεί με τον πατέρα του στην παραχάραξη νομισμάτων. Γλίτωσε την
τιμωρία, γιατί βρήκε τη σωτηρία στη φυγή. Καθώς του έλειπε ο στόχος στη ζωή, θέλησε να γίνει
μαθητής του Αντισθένη στη φιλοσοφία. Εκείνος ωστόσο κάθε άλλο παρά ενθουσιάστηκε με τον
καινούριο μαθητή, και τον άρχισε στις βουρδουλιες και στις μπαστουνιές. Ο Διογένης τότε του
είπε ήρεμα και χαλαρά, ότι κανένα μπαστούνι στον κόσμο δεν ήταν ικανό να τον διώξει από την
πόρτα του σπουδαίου δασκάλου.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Διογένης ασπάσθηκε τις αρχές της κυνικής φιλοσοφίας και άρχισε να
την κηρύσσει στον λαό. Με ένα χιτώνα, ένα ραβδί κι ένα σάκο άρχισε να περιφέρεται από τόπο
σε τόπο. Είχε μεγάλη ρητορική δεινότητα και πειστικό λόγο αλλά απρόβλεπτο χαρακτήρα:
μερικές φορές τον έπιανε αμόκ, όταν του δινόταν η ευκαιρία να απελευθερώσει κάποιον από το
υπερτροφικό του εγώ. Όταν μια μέρα προσκλήθηκε στο σπίτι του Πλάτωνα, άρχισε να
περιφέρεται σαν παλαβός, πατώντας με τα βρωμερά του πόδια πάνω στα χαλιά φωνάζοντας
σαν δαιμονισμένος: "Κοιτάξτε πώς τσαλαπατάω την υπερφίαλη κενότητα του Πλάτωνα!".
Σκοπός του ήταν να καταδικάσει τη χλιδή και να κηρύξει την ταπεινοφροσύνη, χρησιμοποιώντας
σαν μέσο τη σκαιότητα και την απαξίωση. Δεν έκανε πίσω ούτε μπροστά στους μεγάλους της
ιστορίας: ο Αλέξανδρος αποφάσισε μια μέρα να επισκεφθεί τον διαβόητο φιλόσοφο, τον οποίο
βρήκε ξαπλωμένο στο χορτάρι να απολαμβάνει τη λιακάδα. Τον ρωτά ο Αλέξανδρος: "Είμαι ο
Αλέξανδρος, έχεις καμία επιθυμία που θα ήθελες να σου ικανοποιήσω;" Κι ο Διογένης, χωρίς να
διστάσει στιγμή, του απαντάει: "Ναι, κάνε λίγο στο πλάι γιατί μου κόβεις τον ήλιο.
Ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι. Προκαλούσε όλο και περισσότερο, έκανε δημόσια έρωτα,
αυνανιζόταν αναίσχυντα ενώπιον όλων και τους φώναζε: Μακάρι να μπορούσε κανείς να
ικανοποιήσει την πείνα του τόσο απλά, τρίβοντας την κοιλιά του
Πέντε εκδοχές του θανάτου του. Η πέμπτη εκδοχή λέει ότι προσπαθούσε να ταΐσει μια αγέλη
σκύλων με καλαμάρια, κι εκείνοι τον κατασπάραξαν. Συμβολικός και ειρωνικός αυτός ο θάνατος,
αφού παραπέμπει στην έννοια "κυνικός", που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη για τον
σκύλο (κύων), κι ι Διογένης έφερε με μεγάλο καμάρι τον τιμητικό τίτλο του Σκύλου. Ένας
θάνατος απ’ τα σαγόνια πεινασμένων θηρίων θα ισοδυναμούσε για τον Διογένη με μια
αξιοπρεπή ταφή.
avopolis.gr