Κάθε όνειρο έχει τη σημασία που του προσδίδεις. Μπορεί να εμπεριέχει ένα ηθικό δίδαγμα, μπορεί να γίνει ιστορία στολίζοντας το με τις κατάλληλες “χρωματιστές” νότες, μπορεί απλά να ξεχαστεί στη λήθη του πλάσματος της μίας ημέρας. Μίλησε μου Πέτερ Σλέμιλγια το χθεσινό βραδινό όνειρο που είδες:
– Καθόμουν σε ένα εστιατόριο. Μόνος μου, όπως πάντα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και αποφάσισα να χαθώ ανάμεσα σε βραδινούς αγνώστους και γυναίκες της νύχτας. Ήταν αρχές Φθινοπώρου. Δε φυσούσε, αλλά η θερμοκρασία είχε πέσει. Αφού περπάτησα λίγο ανάμεσα στα νέον φώτα της πόλης που ξέρει να ζει από πεθαμένες ανάσες, βρήκα την ασφάλεια μου σε ένα φτηνό εστιατόριο, ιδανικό για όσους δεν τους κολλάει ο ύπνος ή δεν θέλουν να κοιμηθούν, επιτρέποντας τους ένα μεταμεσονύχτιο αποκούμπι.Παρήγγειλα έναν καφέ, για να δικαιολογήσω τοχρόνο που θα σπαταλούσα στις σερβιτόρες, αποβλακώθηκα σε ένα βιβλίο, στην απόλυτη μοναξιά μου. Ήθελα να μάθω. Τι; Συλλογίζομαι: Ανακρίνω τον εαυτό μου και τον αγνοώ.
– Ξαφνικά ήρθε και κάθισε απέναντι μου μία άγνωστη όμορφη νεαρή κοπέλα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ξεχύνονταν επάνω στη λεπτή, πελιδνή πλάτη της σαν μαύρο νερό πηγής που ξεχειλίζει. Φορούσε μια τεράστια ροζ μακό μπλούζα και σκισμένο τζιν. Και είχε στα όμορφα λεπτά αυτιά της μεγάλα τρυπητά σκουλαρίκια.
– Θα καθίσω να φάω κάτι στα γρήγορα και θα φύγω. Δεν σε πειράζει;
– Σήκωσα το κεφάλι και της απάντησα καταφατικά.
– Τι διαβάζεις με τόση μανία ; Χοντρό σαν τούβλο μου φαίνεται!
– Προσπαθώ να μάθω. Λόγω υπερβολικής διανοητικής περιέργειας, προσπαθώ να μάθω.
– Να μάθεις! Τι;
– Αυτά που χάνονται στην άκρη του κόσμου. Στην τιποτένια γη και τον ανύπαρκτο ουρανό.
– Χμ!! Θα σου πω έναν παλιό μύθο, που θα βοηθήσει την αναζήτηση σου. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέλφια. Τα τρία αδέλφια είχαν πάει για ψάρεμα, έπιασε θύελλα, παρασύρθηκαν από τα κύματα, περιπλανήθηκαν για πολύ καιρό στη θάλασσα και μια ημέρα τα κύματα τους έβγαλαν σε ένα ακατοίκητο χαβανέζικο νησί. Όμορφο, με κοκοφοίνικες, με πλήθος από γινωμένους καρπούς να κρέμονται στα δέντρα και με ένα ψηλό βουνό στο κέντρο του. Το βράδυ στο όνειρο τους του επισκέφτηκε ο θεός και του είπε – Στην επόμενη παραλία θα βρείτε τρεις στρογγυλούς βράχους. Ας κυλήσει ο καθένας το δικό του μέχρι εκεί που θέλει. Εκεί όπου θα σταματήσετε,εκεί θα ζήσετε. Είστε ελεύθεροι να πάτε όπου θέλετε.
-Όπως τους είπε ο θεός, τα τρία αδέλφια βρήκαν τους τρεις βράχους και βάλθηκαν να τους κυλάνε. Μεγάλοι και βαριοί όπως ήταν, δύσκολα τους κυλούσαν, ενώ ο ανήφορος απαιτούσε ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια. Ο μικρός αδελφός τα παράτησε πρώτος. Αδέλφια μου είπε, εγώ είμαι καλά εδώ. Ένα βήμα από την παραλία, θα ψαρεύω κιόλας. Μου φτάνουν για να ζήσω. Δε μεν νοιάζει που από δω δε φαίνεται ο κόσμος παραπέρα. Τα μεγαλύτερα αδέλφια συνέχισαν. Φτάνοντας στα μισά του βουνού, τα παράτησε και ο μεσαίος αδελφός. Αδελφέ μου, εγώ είμαι καλά εδώ. Έχει οπωροφόρα δέντρα, μου φτάνουν να ζήσω. Δε με νοιάζει που δεν φαίνεται ο κόσμος παραπέρα.
Ο μεγαλύτερος αδελφός συνέχισε. Δεν τα παράτησε παρόλο που ο δρόμος ήταν πλέον στενός και απότομος. Υπομονετικός από γεννησιμιού του, ήθελε να δει πως είναι ο κόσμος παραπέρα. Ύστερα από αρκετούς μήνες, χωρίς να βάζει τίποτα στο στόμα του, ούτε φαγητό, ούτε νερό, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του βουνού. Σταμάτησε και κοίταξε. Μπορούσε να δει τον κόσμο παραπέρα, πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλον. Εκεί, έφτιαξε το σπίτι του, εκεί όπου δεν φύτρωνε χορτάρι, ούτε πουλιά πετούσαν. Δεν μετάνιωσε για την επιλογή του, παρόλο που έτρωγε μόνο μούσκλια και για νερό έγλειφε πάγο και πάχνη.
-Σιωπή! Σιωπή επικράτησε καθώς την κοιτούσα να ολοκληρώνει την ιστορία της και να με κοιτάει χαμογελαστή από ικανοποίηση.
– Να υποθέσω η ιστορία σου, έχει κάποιο ηθικό δίδαγμα, ρώτησα.
– Η άγνωστη, ήπιε μια γουλιά νερό, σηκώθηκε και φεύγοντας, χαμογελαστή απάντησε:
– Η ιστορία έχει δύο διδάγματα. Ότι κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, ακόμη και τα αδέλφια και πως τελικά υπάρχει ένα τίμημα για ότι θες πραγματικά να μάθεις.
– Στάθηκα στη σιωπή και τις σκέψεις μου. Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα και επικέντρωσα την προσοχή μου στο τζάμι του καταστήματος και τα νέον φώτα των δρόμων που λαμπύριζαν στο σκοτάδι. Στο βάθος, σε ένα παλιό πικάπ το τραγούδι «SeptemberSong», του ChetBaker μου υπενθύμισε ότι κάθε εποχή κρίνεται από την άνοιξη που κρύβει. Σηκώθηκε. Αποχαιρέτησα την Περσεφόνη. Φόρεσα το μαύρο παλτό μου, το καπέλο μου και φόρεσα τη δερμάτινη τσάντα στην πλάτη μου. Στις σκιές του κόσμου, ήξερα ότι καισήμερα κάτι έμαθα. Μπορεί να μην έμαθα ποτέ το όνομα της άγνωστης κοπέλας, μα έμαθα ότι τη ζωή. Να ζεις τη ζωή.
Ο Πέτερ Σλέμιλ χάθηκε στη λήθη του πλάσματος της μίας ημέρας. Κι εκείνος που είδε κάτι, κι αυτό το κάτι.