Γράφει η Ιωάννα Μπαλαμπανίδου, Νομικός -Δικηγόρος, με ακαδημαϊκή πρόσθετη εκπαίδευση στην ιστορία της λογοτεχνίας και στη μετάφραση , συγγραφέας λογοτεχνικών δοκιμίων, επίσημη μεταφράστρια της Ιταλικής γλώσσας.
Η άρια του Ορφέα, από την όπερα του Μοντεβέρντι “ Orfeus, una favola in musica” ερμηνευμένη από τον τενόρο Max Melli, ακούγεται μες στην απόλυτη σιγή του κοιμητηρίου Fluntern της Ζυρίχης, το πρωινό της 15ης Ιανουαρίου 1941. Σε μια σεμνή πολιτική τελετή, η οικογένεια και οι στενοί φίλοι με απλούς λόγους αποχαιρετούν τον Ιρλανδό συγγραφέα, δοκιμιογράφο και δάσκαλο ξένων γλωσσών, Τζαίημς Αύγουστο Τζόυς, που έφυγε από τη ζωή “εξόριστος” στη Ζυρίχη διαφεύγοντας από το κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι, μετά από είκοσι χρόνια διαμονής σ’ αυτό. Η Νόρα, σύντροφος της ζωής του από την 16η Ιουνίου του 1904, αρνήθηκε να του κάνει χριστιανική ταφή.
“Δεν μπορώ να το κάνω αυτό στον Τζίμ” έλεγε στους φίλους. Ο τάφος, σεμνός μεσοαστικός, στολίζεται από λίγες πρασινάδες και από ένα χάλκινο άγαλμα του, που αποδίδει τη χαρακτηριστική σκεπτόμενη στάση του. Η οικογένεια δε θέλησε ποτέ τη μεταφορά του στην Ιρλανδία, τον τόπο καταγωγής του. Στην αρχική άρνηση της Ελβετίας να εγκρίνει την άδεια εισόδου στη χώρα για τον Τζόυς και την οικογένεια του που διώκονταν στο Παρίσι, με την αιτιολογία ότι “ο κύριος Τζόυς είναι Εβραίος”, ο Τζέιμς απαντά με το γνωστό σκωπτικό ύφος και ήθος του “Δεν είμαι Ιουδαίος της Ιουδαίας, είμαι Άρειος της Έιριν”.
Το ευφυές παιδί, που γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1882 σε ένα αστικό προάστιο του Δουβλίνου, το Ρόθκαρ και που εξελίχθηκε στο συγγραφέα του Olysses – Οδυσσέα, του έργου που θα στιγμάτιζε όλον τον 20ο αιώνα με την επίδραση του, γράφει σ’ αυτό για τον τόπο καταγωγής του “ Έριν ,Έριν, ξεχασιάρα, πορνεύτηκες ξεδιάντροπη μπρος στα μάτια μου και με κατάντησες εμένα και τα λόγια μου μπαίγνιο μες στα παζάρια. Μ’ έκανες εμένα, τον κύριο σου, δούλο των δούλων και ρεντίκολο στο γιουσουρούμ… Μπρος στα μάτια μου, γιατί, π’ανάθεμα πήγες μ’ εκείνον τον έμπορο της Αλόης και μες στην άγρια νύχτα μ’ αρνήθηκες μπρος σε Ινδούς και Ρωμαίους. Και οι ξεσκισμένες θυγατέρες σου, μοιράστηκαν μαζί τους τα βρωμερά ηδονικά τους στρώματα. Γιατί με πότισες φαρμακωμένο γάλα; Έσβησες το φεγγάρι και τον ήλιο απ’ τα μάτια μου, αφήνοντας με ολομόναχο μες στους πικρούς δρόμους, της πιο φαρμακωμένης νύχτας. Κι ούτε καν με φίλησες…”. Ο ψηλός και εύθυμος Τζόυς, που η οικογένεια του, του έδωσε το παρατσούκλι “Ο γελαστός Τζίμ” , ξεκίνησε τις σπουδές του το 1888, στα έξι του χρόνια, στο Κλόνγκοουβς Γουντ, το καλύτερο σχολείο στο Δουβλίνο και ήταν ο πιο μικρός και ο πιο φοβισμένος μαθητής στην τάξη.
Στην πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου της γεωγραφίας του, στα πρώτα χρόνια του σχολείου, έγραψε αυτό το τετράστιχο : “Στήβεν Δαίδαλος είναι το όνομα μου, Ιρλανδία η πατρίδα μου, Κλονγκοβς Γουντ η κατοικία μου, ουρανός η προσδοκία μου”. Ο Στέφανος Δαίδαλος, θα αποτελέσει εφ’ όρου ζωής το λογοτεχνικό alter ego του συγγραφέα, εμφανιζόμενος στα έργα του “Στήβεν, ο ήρωας” , “Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία” και “Οδυσσέας”. Αποτελεί σύνθεση του ονόματος του Αγίου Στεφάνου και του αρχαιοελληνικού μυθικού Δαίδαλου, κατασκευαστή του λαβυρίνθου και των κέρινων φτερών. Με αυτά τα κέρινα φτερά του μυθικού ήρωα, ο γελαστός Τζίμ αγωνίστηκε να πετάξει στον προσδοκώμενο ουρανό του. Τις σπουδές στο Κλόνγκοβς Γούντ, που διακόπηκαν λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας και τη διετή αυτοδιδασκαλία κατ’οίκον ακολούθησαν οι σπουδές στο λύκειο Μπελβεντέρε. Λαμπρός μαθητής πραγματοποιεί κατά τη διάρκεια των λυκειακών σπουδών, τη μετάφραση από τα λατινικά στα ιρλανδικά του έργου “O fons Bandusiae” από τις Ωδές του Οράτιου και τον Σεπτέμβριο του 1898 γίνεται δεκτός στο διαβόητο Trinity College του Δουβλίνου, όπου σπουδάζει ξένες γλώσσες και φιλολογίες, εντρυφεί πέραν των αγγλικών , στα γαλλικά , ιταλικά και γερμανικά , ενώ οι γνώσεις του στη λατινική και τη μεσαιωνική ιταλική γλώσσα φέρουν τέτοιο επίπεδο που είχε τη δυνατότητα να μελετάει Δάντη από το πρωτότυπο. Στο Trinity College, έρχεται σε επαφή με την ανατρεπτική λογοτεχνία και τον θεατρικό λόγο, κυρίως με τα έργα του Τόμας Χάρντι και του Ίψεν , εμπειρία που περιγράφεται με λεπτομερή τρόπο στο έργο του “Στήβεν, ο ήρωας”, που αποτελεί πρωτόλεια μορφή του μυθιστορήματος “Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία”. Μελετώντας σε βάθος τα έργα του νορβηγού δραματουργού, συγγράφει το δοκίμιο “ Το Νέο Δράμα του Ίψεν” που βραβεύεται και δημοσιεύεται το 1900, στην επιθεώρηση Fontnightly Review, προκαλώντας με την προσέγγισή του το ενδιαφέρον του Ίψεν ο οποίος αποστέλλει στον δεκαοκτάχρονο Τζόυς συγχαρητήρια επιστολή μέσω του μεταφραστή του. Η επιστολή αυτή τον ενθουσίασε ιδιαίτερα, ώστε ξεκίνησε να μαθαίνει δανέζικα προκειμένου να μπορεί να έχει προσωπική επαφή με τον Ερρίκο Ίψεν, ενώ ο βιογράφος του Τζόυς, Έλμαν αναφερόμενος στη στιγμή αυτή της ζωής του Τζόυς είπε “Πριν το γράμμα του Ίψεν ο Τζόυς ήταν Ιρλανδός. Μετά το γράμμα έγινε Ευρωπαίος.
Το χρονικό εκείνο διάστημα ο Ίψεν είχε συγγράψει το κύκνειο άσμα του “Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί” το οποίο είχε σκληρά λογοκριθεί στην πατρίδα του και κρίθηκε απαγορευμένο. Το έργο έκανε πρεμιέρα στη Γερμανία κι ο νεαρός Τζόυς, ο Δουβλινέζος φοιτητής, συνέγραψε το αριστουργηματικό δοκίμιο του, δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό την απόλυτη στήριξη του στον ανατρεπτικό θεατρικό λόγο του δραματουργού. Η αναζήτηση του ανατρεπτικού, που ξεκινά στο Μπελβεντέρε και στο Trinity College, δεν επιτρέπει στον νεαρό υπότροφο, απόφοιτο του 1901 να συνάψει στενές σχέσεις με τον κατεστημένο κύκλο των διανοούμενων του Δουβλίνου. Ελκύεται από το Παρίσι της Μπέλ Επόκ από τους πνευματικούς κύκλους του και καταφθάνει σε αυτό στο τέλος καλοκαιριού του επόμενου έτους, περνώντας κατά κύριο λόγο τον χρόνο του στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, όπου μελετά και γράφει συνεχώς, ζώντας μια μποέμικη και άκρως φτωχική ζωή. Αναγκάζεται ωστόσο σε λίγους μήνες να επιστρέψει στην Ιρλανδία εξαιτίας βαριάς ασθένειας της αγαπημένης του μητέρας, η οποία εντέλει φεύγει από τη ζωή λίγο αργότερα. Στο νεκρικό κρεβάτι ο Τζόυς αρνείται να πραγματοποιήσει την τελευταία της επιθυμία, να προσευχηθεί, γεγονός που παρά το συνειδητό της απόφασης του, το φέρει βαρέως εφ’ όρου ζωής, αποτυπώνοντας το, στα έργα του “Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία“ και “Οδυσσέας” . Το καλοκαίρι του 1904, ενώ προσπαθεί να επιβιώσει συγγράφοντας διηγήματα κατά παραγγελία που αργότερα θα αποτελέσουν τη μήτρα της συλλογής του “Δουβλινέζοι” γνωρίζεται με τη σύντροφο της ζωής του Νόρα Μπάρνακλ και αποφασίζουν να αναχωρήσουν από το Δουβλίνο, σε αναζήτηση εργασίας και κοινής ζωής . Οι περιπλανήσεις τους σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, για εργασία στη σχολή ξένων γλωσσών Berlitz, έχουν ως κατάληξη την Τεργέστη, ένα πολυπολιτισμικό εμπορικό κέντρο, ένα πολύβουο λιμάνι, όπου ανακατεύονται γλώσσες και πολιτισμοί. Οι Τζόυς θα ζήσουν στην Τεργέστη δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, θα μεγαλώσουν εκεί τα δύο παιδιά τους που γνωρίζουν την τεργεστίνικη γλώσσα ως μητρική.
Ο ίδιος ο συγγραφέας στην καθημερινή του επίσκεψη στο λιμάνι και στις επαφές του με τους Έλληνες και τους Ιταλούς της καθημερινότητας, γίνεται λάτρης των μύθων και των ιστοριών τους, ξεκινώντας τη συγγραφή του Οδυσσέα του ενώ βάζει δια μέσου της επαφής με τη μικτή τεργεστίνικη γλώσσα, την οποία μαθαίνει άψογα, τις βάσεις για το τελευταίο έργο του , την Αγρύπνια των Φίνεγκαν, που θεωρείται λογοτεχνικός άθλος. Ωστόσο η μορφή της αγαπημένης του Τεργέστης, που στέκει ερειπωμένη μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου και του αγώνα της ανεξαρτησίας από τους αυστριακούς, τον πληγώνει βαθύτερα. Υπό το καθεστώς αυτό, δέχεται την πρόσκληση του Έζρα Πάουντ, και μετοικεί στο Παρίσι όπου με τη στήριξη των φίλων του που συγκροτούν τον αγγλοσαξονικό κύκλο με επίκεντρο τον Πάουντ, ολοκληρώνει ανά κεφάλαιο και δημοσιεύει το έργο του “Οδυσσέας”, που τον κατέστησε γνωστό σε όλον τον δυτικό κόσμο. Η σειρά δικαστικών αγώνων που πραγματοποιήθηκαν σε Αμερική και Αγγλία με σκοπό την απαγόρευση του έργου αυτού δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν την καθιέρωση του στις συνειδήσεις των αναγνωστών ως ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ως κείμενο που επέδρασε σε γενιές λογοτεχνών από την αρχική δημοσίευσή του ως σήμερα.
Ως επίλογο αυτού του μικρού αποσπάσματος, του σχετικού με το πρόσωπο του ιρλανδού συγγραφέα, παραθέτω ένα μέρος από το προλογικό σημείωμα της Μαντώς Αραβαντινού στο έργο της “Τζαίημς Τζόυς -Ζωή και έργο” :
“Κανένας συγγραφέας από τους παλιότερους ως τους νεότερους, σ’ ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας, δε συμπύκνωσε και δε συγκέντρωσε με τόση επιμονή, πείσμα, διαύγεια και ευαισθησία τις πιο προσωπικές, πολύμορφες και διαπροσωπικές πράξεις της ζωής του, στο έργο του. Και κανένας δεν τόλμησε να αποκαλύψει , ν’ αναλύσει και να διαλύσει τις πιο μύχιες σκέψεις ή πράξεις της ζωής του για να αναπλάσει το έργο του, να το διαλύσει κι αυτό για να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του τη σημασία της πραγματικότητας και του πραγματικού, του δημιουργού και του δημιουργήματος… Είναι όλα αυτά και πιο πολύ η αναποδογυρισμένη εικόνα τους, πολύ ή μόλις αλλαγμένη από την Αναπόφευκτη Τροποποιητικότητα του Ορατού – the inevitable modality of the visible.”
ΥΓ . Τα βιογραφικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Τζαίημς Τζόυς, λήφθηκαν κυρίως από το ομότιτλο βιβλίο της Μαντώς Αραβαντινού “Τζαίημς Τζόυς: Ζωή και έργο” , κείμενο που παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά σε μια σειρά δώδεκα εκπομπών που ανέθεσε στη Μαντώ Αραβαντινού η διεύθυνση της ΕΡΤ-1 , για το Τρίτο Πρόγραμμα απ’ όπου και παρουσιάστηκαν στο χρονικό διάστημα από 6-12- έως και 18-12-1982, ενόψει των σε παγκόσμια κλίμακα εορτασμών και αφιερωμάτων για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ιρλανδού συγγραφέα. Επίσης λήφθηκαν στοιχεία από τα εισαγωγικά σημειώματα του μελετητή Άρη Μαραγκόπουλου στο έργο του “ Τζιάκομο Τζόις” , που αποτελεί μετάφραση και σχολιασμό του έργου του Τζέιμς Τζόις “ Τζιάκομο Τζόις” που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Τεργέστη και παρέμεινε εκεί στην προσωπική βιβλιοθήκη του, που παρέδωσε στον αδελφό του Στανίσλαο Τζόυς.