«…της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ
και Μυρσίνη εσύ Δοξαστική…»
Ποίηση:‘Αξιον Εστί, Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Οι λέξεις είχαν δημιουργήσει εδώ και μέρες σε έναν κόμπο στο λαιμό, που εμπόδιζε την αναπνοή επικίνδυνα. Οι στάχτες, ο καπνός, η ανυπόφορη καταστροφή και σήψη δεν μπορούσε να διαφύγει από καμία ρωγμή ελπίδας, και η σιωπή ήταν η εύκολη λύση, πριν λυθεί η οργή σε δάκρυα. Γιατί με χίλια ερωτηματικά, με όλα τα σημεία στίξης, μεταφρασμένο σε χίλιες γλώσσες. Πότε αλλάζει κάτι στο τέρας του ανθρώπου, που τρέφουμε συνειδητά και μη; Όσες φορές πίστεψα στο είδος μας με ελπίδα, άλλες τόσες με κατέρριψαν οι τίτλοι των ειδήσεων. Βιαστικοί, σκοτεινοί, απρόσωποι. Οι άνθρωποι αριθμοί, γεγονότα και τίποτα παραπάνω από ατυχή περιστατικά μπροστά σε μια κάμερα (αν είχαν αυτή την τύχη). Κι αυτό το καλοκαίρι δεν έφερε λίγα, ούτε λίγα πήρε μαζί του. Μα πιο πολύ εξέθεσε τη διάβρωση, που μέσα μας σμιλεύεται χρόνια τώρα.
Μήπως η επίκληση στον Ήλιο της Δικαιοσύνης ήταν η αφετηρία; Μήπως ήταν η Νέμεση που μας άξιζε; Διότι θα έπρεπε να αντιληφθούμε πως η Ύβρις ήταν δική μας, προσωπική, συνειδητή επιτυχία. Συμπεριφερόμαστε στη Γη σαν να εξυπηρετεί απλώς την πορεία μας, γιατί ξεχάσαμε ότι είναι το σπίτι που φιλοξενεί την παροδική, μικροσκοπική και αστραπιαία ύπαρξή μας. Αλαζονικά την έχουμε καταχραστεί από τις επόμενες γενιές, χωρίς καμία μεταμέλεια. Δεν εκδικείται η φύση, ούτε είναι ο αόρατος και απρόβλεπτος στρατηγός άνεμος ανεξέλεγκτος, εμείς χαλάσαμε την ισορροπία της, μέσα στην απληστία της ύλης. Της δικής μας κατατροφικής δημιουργίας.
Ο άνθρωπος, στο «μεγαλείο» της σκέψης του σήμερα, θα έπρεπε να έχει διαγράψει άλλη πορεία. Αυτή της ισορροπημένης ικανοποίησης των αναγκών του, αυτή της καλής ζωής με την έννοια της ποιοτικής, φυσικής, λελογισμένης αλληλεπίδρασης με τα πλούτη του πλανήτη «του». Γιατί δεν του ανήκει. Δεν περιμέναμε μια πανδημία, φυσικά, για να δούμε με τα μάτια μας ότι η γη μπορεί χωρίς εμάς, ή μάλλον θα ήταν ευτυχής χωρίς την απληστία μας. Στην πανδημία, όμως, φανερώθηκε στην πιο δυναμική της μορφή η υποκριτική διάθεση για την «προστασία» ενός περιβάλλοντος που δε σεβαστήκαμε ποτέ.
Κάπου εκεί στην τυφλή μανία μας να φυλακίσουμε το παρόν και να καθορίσουμε το μέλλον, έχοντας αφήσει πια το μεταξύ μας προ πολλού, νιώθουμε μηχανικά, επιτυγχάνουμε σχολαστικά και φυσικά ως κύριοι του σύμπαντος στατιστικά προοδεύουμε. Μπορεί να κερδίσαμε την απομόνωσή μας, την ιδιωτική μας ζωή, μα χάσαμε τη δεκτικότητα μας να μοιραστούμε τις ζωές μας. Κλειδώνουμε στις παράλληλες μικροπραγματικότητές μας, τυφλοί, εξουθενωμένοι και μοναχικά εγωιστές. Και δεν είναι αστοχία να χρεώσει όλον αυτό τον ξεπεσμό κανείς, στην αλαζονική αποκοπή μας από την αλυσίδα της φύσης.
__________
Είχα άλλες σκέψεις για αυτό το καλοκαίρι. Είχα τάσεις φυγής, και φοβικά δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι, μήπως τελειώσει αυτή η «ελευθερία» μου. Ξεχάστηκα στις θάλασσες, στις βόλτες, στις μουσικές, στις παραστάσεις, στις συζητήσεις με την παρέα, μα πάντα εκεί στον μικρόκοσμό μου, υπήρχε ο αστερίσκος.
*Είσαι υπερβολικά τυχερή, και από ξεκάθαρη σύμπτωση το σπίτι σου δε χάνεται στις φλόγες. Από ξεκάθαρη σύμπτωση δεν είσαι σε κάποιο θάλαμο ΜΕΘ. Δεν πεινάς. Και στην τελική ίσως από ξεκάθαρη σύμπτωση ζεις.
Δε με ενοχλούσε ο αστερίσκος, με εκνεύριζε που δε μπορούσα να κάνω κάτι για τις παράλληλες σκοτεινές συγκυρίες και συμπτώσεις που απλώνονταν γύρω μου. Αυτό το καλοκαίρι οι χαρές ήρθαν ενοχικά πλεγμένες με τις ήττες. Στον απολογισμό, ήμασταν κάθε μέρα λιγότερες. (*Αυτό όχι από ξεκάθαρη σύμπτωση.) Έχουμε επίγνωση της καθημερινότητάς μας, ας μην την απαριθμήσω και εδώ. Εξάλλου, το πλάνο μου για αυτή τη σελίδα, δεν ήταν και ακριβώς αυτό. Θα έπρεπε οι λέξεις να είναι ανάλαφρες, γλυκές και νοσταλγικές για ένα καλοκαίρι, που μας χρωστούσε μόνο χαμόγελα και χρώματα, μουσικές και παρέες.
Πώς θα ήταν αυτό δυνατό όταν επιλέγουμε τον τοξικό εαυτό μας; Αυτόν που πάντα θα σχολιάσει, θα κατακρίνει, και θα προσβάλλει; Οι ψηφιακοί μας εαυτοί έχουν εξοικειωθεί με αυτή τη νέα διάσταση της κακίας, έτσι κι αλλιώς. Έχει και η φιλανθρωπία μας σύνορα, όπως και η επιλεκτική καλοσύνη μας. Η ανθρώπινη απώλεια ζυγίζεται, έχει υπό κατά περίπτωση άλλους συντελεστές βαρύτητας. Ανάλογα. Είμαστε ικανότατοι στο να μετράμε. Όπως και εξαιρετικά σπουδαίοι όταν νοσταλγούμε τους μεγάλους ποιητές και δημιουργούς, μόνο όταν φεύγουν. «Εκτιμούμε» ή εκτιμούμε άραγε πραγματικά όσους μας χάρισαν απλόχερα την ψυχή τους μέσα από το έργο τους; Πόσο σπουδαίοι ήταν όλοι εκείνοι και όλες εκείνες, που είδαν το λάθος και άφησαν τη λύση του ως παρακαταθήκη, αν δεν εφαρμόσαμε ούτε στο απειροελάχιστο τις ιδέες τους; Γιατί και η άγνοια είναι μια ασφαλιστική δικλείδα που επικαλούμαστε εύκολα. Με όλο αυτό το διανοητικό πλούτο, δεν καταφέραμε να ημερέψουμε την κτηνώδη μας υφή, αλλά νιώθουμε πραγματικά πλούσιοι;
Θα ήθελα πολύ να μιλάμε, να διαβάζουμε, να μας απασχολούν ποιοτικά πιο φωτεινά πράγματα. Θα έπρεπε να ζούμε ερωτευμένοι, με κάθε απλή μα σπουδαία στιγμή μας, απαλλαγμένοι από τη διάβρωση του να κυνηγάμε την ευτυχία σε άγνωστους προορισμούς. Θα έπρεπε να ξυπνάμε και να μη φοβόμαστε τον Ήλιο. Θα έπρεπε να έχουμε βρει τη συνταγή της ευτυχίας στη συλλογή αυτών των μικρών και μεγάλων στιγμών, όμως ακόμη δεν έχουμε βρει το κλειδί της ανθρώπινης επιβίωσης. Θα μπορούσα να κατηγορηθώ ως ουτοπικά αδαής που νιώθω πως αλλιώς θα έπρεπε να ζούμε. Ας εκληφθούν αυτές οι λέξεις, ως άσχετοι συνειρμοί σε μια ασπρόμαυρη σελίδα εν τέλει. Τόσο μπορέσαμε. Ας συνεχίσουμε να περιφερόμαστε καθημερινά, όπως επαναλαμβάνει και ο Μάλαμας, αναπαυτικά «ευτυχισμένοι».
Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ…