Κεν Λόουτς (Ken Loach), Εντουάρ Λουί (Louis Édouard):
«Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική»
ΔΟΚΊΜΙΟ, μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Αντίποδες, 2021
Τον Δεκέμβριο του 2019, σε μια τηλεοπτική εκπομπή, ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς και ο συγγραφέας Εντουάρ Λουί, δύο καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες και διαφορετικές γενιές, συναντήθηκαν και συνομίλησαν εφ’ όλης της ύλης μεταξύ τους και με το κοινό, αγγίζοντας σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό πολλά θέματα, σε μια συζήτηση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα που αποτυπώνεται στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο.
Ο Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική, ένας διάλογος με συγκροτημένη επιχειρηματολογία, σεβασμό στην άποψη του συνομιλητή, αλλά και με αιτιολογημένες διαφωνίες, δείχνει στην πράξη ότι «θα πρέπει κι εμείς να μάθουμε να κουβεντιάζουμε», όπως επισημαίνει στο περιεκτικό επίμετρο του βιβλίου ο Θανάσης Καμπαγιάννης.
Δύο είναι οι βασικοί άξονες της συζήτησης, ευδιάκριτοι στους δύο επιμέρους διαλόγους («Εργασία και βία» και «Πολιτική και μεταμόρφωση»): η κυριαρχία της βίας και η πολιτική, από τις πρακτικές του καπιταλισμού, την ανάδυση της ακροδεξιάς, τη στάση και τον λόγο της Αριστεράς απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα, μέχρι τους τρόπους καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων και τη θέση του ατόμου, ως φύσει πολιτικού ζώου, εντός του συνόλου.
Οι δύο συνομιλητές, παρά τη διαφορά γενιάς και εμπειρίας, με αφετηρία το κοινό ταξικό βίωμα, εκφέρουν εναργή πολιτικό λόγο, χωρίς να θεωρητικολογούν. Παρότι στο επίκεντρο βρίσκεται η πολιτική, ή ακριβώς γι’ αυτό, επανέρχεται διαρκώς στη συζήτηση η έννοια της βίας ως δράσης και, κυρίως, ως λόγου. Η βία ασκείται από το ίδιο το πολιτικό κατεστημένο, από το πολιτισμικό κεφάλαιο που αξιώνει την αποκλειστική πρόσβαση στην τέχνη, ακόμη και από το άτομο, αφού η διαβρωτική ροή της το καθιστά σταδιακά αγωγό της. Η βία, όμως, είναι πρωτίστως λόγος. Η παρακολούθηση του σύγχρονου δημόσιου λόγου αποκαλύπτει ότι η προερχόμενη από την κυρίαρχη ιδεολογία ρητορική είναι στρατηγική (το πρόσχημα λ.χ. της ατομικής ευθύνης, το οποίο και στον ελληνικό δημόσιο λόγο κυριαρχεί τελευταία, δεν είναι παρά μια βίαιη ρητορική για τη δημιουργία ενοχών στον αποδέκτη και την αποποίηση των κρατικών ευθυνών). Ακόμη και η άνοδος της ακροδεξιάς συνδέεται, από τους συνομιλητές, με τη ρητορική: ο λόγος της ακροδεξιάς φαίνεται ελκυστικός, επειδή ενσωματώνει τα αιτήματα των λαϊκών τάξεων, ενώ η ρητορική του ψεύδους και η συκοφάντηση κάθε αριστερής πρωτοβουλίας τον ισχυροποιεί.
Γενικότερα, στη δημόσια σφαίρα δεσπόζει ο λόγος της Δεξιάς. Αντίθετα, ο λόγος της Αριστεράς μοιάζει πια αμήχανος, αφενός, επιδιώκοντας να αντιπροσωπεύσει καθολικά αιτήματα, ομογενοποιεί, όπως επισημαίνει ο Λουί, τις επιμέρους διακρίσεις και στην ουσία τις αγνοεί, αφετέρου, δεν θέτει ερωτήματα, αλλά αναγκάζεται να απαντά στις (ακρο)δεξιές προκλήσεις. Σε μια εποχή, όμως, κατά την οποία οι προσδοκίες έχουν μεταβληθεί, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη μιας νέας γλώσσας που θα επανανοηματοδοτεί τις διεκδικήσεις των ανθρώπων.
Βασικό χαρακτηριστικό της νέας γλώσσας οφείλει να είναι η αναφορά στην πραγματικότητα στο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο, αλλά και στο πολιτιστικό. Έχοντας κοινό κώδικα επικοινωνίας και κοινή καλλιτεχνική ευαισθησία, ο σκηνοθέτης και ο συγγραφέας συγκλίνουν στην άποψη ότι η τέχνη είναι και πρέπει να συνεχίσει να είναι πολιτική, δηλαδή επί της ουσίας ανθρωποκεντρική. Το αισθητικό προϊόν οφείλει να αναφέρεται στην πραγματικότητα, όχι ως καθρέφτης της, αλλά ως φως που θα αποκαλύπτει τις άγριες πτυχές της. Αν η τέχνη έχει χρέος «να καθιστά τον κόσμο αφόρητο» (σ. 60), οι προτεινόμενες λύσεις είναι απτές και αυτονόητα πολιτικές: κοινωνική πρόνοια, δομές, δίκαιη κατανομή του πλούτου, 137 αξιοποίηση της τεχνολογίας προς όφελος του ανθρώπινου χρόνου, συνεργατικές επιχειρήσεις ―μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης, στην οποία επιμένει ιδιαίτερα ο Λόουτς, όχι νοσταλγικά αλλά με ρεαλισμό και όραμα.
Στη σαφή διατύπωση προτάσεων και λύσεων σημαντική είναι η συμβολή των ερωτήσεων του κοινού, οι οποίες συνδέουν τους δύο διαλόγους. Ολόκληρη η συζήτηση είχε προβληθεί στον τηλεοπτικό σταθμό Αλ Τζαζίρα. Η έντυπη έκδοσή της, μαζί με τις ερωτήσεις του κοινού, δεν στερεί τη ζωντάνια, η οποία αποδίδεται έξοχα και στη μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη∙ αντίθετα, υπενθυμίζει τον επικοινωνιακό χαρακτήρα του διαλόγου ως είδους. Οι εύλογες διαφωνίες των συνομιλητών (ρόλος της τεχνολογίας, θέση του ατόμου στις συλλογικότητες, ταξική συνείδηση και οργάνωση) δεν είναι αιτία σύγκρουσης και μονολογικής οχύρωσης, δεν είναι πρόταξη βεβαιοτήτων εκπεφρασμένη με άτμητους μονολόγους, αλλά ευκαιρία διαλεκτικής, εμπλουτισμού της επιχειρηματολογίας, προώθησης της συζήτησης.
Τελικά, ο Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική φανερώνει πως κάθε διάλογος είναι ουσιαστικά πολιτική πράξη και πως η σύγχρονη εξαθλίωση των ασθενέστερων συνδέεται άμεσα με τον αυταρχικό και βίαιο μονόλογο της εξουσίας
- 2 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΘΑ ΔΙΑΤΕΘΟΥΝ(ΔΩΡΕΑΝ) ΜΕ ΚΛΗΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ TOGETHER
Ακολουθεί το βίντεο της συζήτησης (υπότιτλοι δυστυχώς μόνο στα Αγγλικά):
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ-ΠΗΓΕΣ:
ΘΑΛΕΙΑ ΙΕΡΩΝΥΜΑΚΗ: ΕΔΙΠ Νεοελληνικης Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
https://antipodes.gr,
Al Jazeera