«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση» (Andre Breton)
Το δεύτερο λογοτεχνικό βιβλίο της καθηγήτριας της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας του ΠΔΕ, Σοφίας Ηλιάδου Τάχου, με τίτλο «Αγάπη ή Τζιχάντ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με σαφή στόχο την ανάδειξη της πολύπαθης ιστορίας της γυναίκας ανά τους αιώνες, του ατέρμονου αγώνα της για τη διεκδίκηση ισότιμων όρων διαβίωσης και καταξίωσης με τον άντρα, αλλά και της σφοδρής ερωτοτροπίας της με την εξουσία.
Πρόκειται για ένα γοητευτικό βιβλίο πάθους και συνωμοσιολογίας, που εκτυλίσσεται μέσα στη μυστικιστική ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, στα όψιμα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή της Φλώρινας, αλλά και σε σημαντικές εμβληματικές πόλεις του σύγχρονου κόσμου, που καταδεικνύει κι αποκαλύπτει για άλλη μια φορά τον τρόπο με τον οποίο «κατασκευάζονται» οι όψεις της ιστορίας και τα μέσα με τα οποία οι κοινωνικές νόρμες και τα κοινωνικά στερεότυπα εδραιώνονται, παγιώνονται κι αναπαράγονται στο πέρασμα των αιώνων.
Η Σοφία Ηλιάδου στον «καλειδοσκοπικό λαβύρινθο» του νέου της βιβλίου με τα «εύφορα ελληνικά» της και μέσα από «παλίμψηστες» ιστορίες και νέες ενδιαφέρουσες εκδοχές σημαντικών κοινωνικών θεμάτων θέτει ως πρωταγωνίστρια τη γυναίκα ως «έμφυλο» υποκείμενο εμπλεκόμενο στο παιχνίδι της εξουσίας, αλλά και ως αντικείμενο εξουσίας, η οποία ασκείται πάνω της διαχρονικά.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα αφήγησή της επιχειρείται μια αναδίφηση στις εναγώνιες απόπειρες αιώνων, προκειμένου η γυναίκα να αποκτήσει πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα, στις κορυφές της κοινωνικής πυραμίδας και στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Κι όλο αυτό αποτυπώνεται μέσα από μια καταβύθιση στο παρελθόν του Βυζαντίου, όπου «θρύλοι, παραδόσεις, τελετουργικά, προσκυνήματα, αυτοκράτορες, σουλτάνοι, πατριάρχες, νεομάρτυρες, σταυροφόροι και αιρεσιάρχες, περιηγητές, χρονογράφοι, στρατηλάτες κι οπλίτες» (Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης) εμπλέκονται σε περιπέτειες που συναρπάζουν, καθώς η μυθοπλασία συναιρείται και γονιμοποιείται με έναν αστείρευτο πλούτο γνώσεων και ιστορικών πληροφοριών.
Η συγγραφέας, πάρα τη δεύτερη μόνο δημόσια λογοτεχνική της απόπειρα, παρουσιάζει ένα ώριμο συγγραφικό πόνημα, χωρίς λυρικές εξάρσεις, με λόγο στιλπνό και διαυγή, αιχμηρό αλλά και περίτεχνο, όπου με φιλοσοφική διάθεση και θυμοσοφικό στοχασμό απεμπολεί κάθε γλυκερή ψευδοποιητική διάσταση και με γλώσσα «ανδρεία» και στιβαρή πλέκει το πλούσια επεξεργασμένο κείμενό της και ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορικής μυθοπλασίας της.
Ο λόγος της πολυεπίπεδος, με ελάχιστα στοιχεία προφορικότητας, κλαδώνεται επιβλητικά στη ραχοκοκαλιά της αφήγησης, ενώ η ακαδημαϊκή εκφορά του τέμνεται εγκάρσια -και εγκάρδια- από τις γλωσσολαλιές της τοπικής μας παράδοσης, μέσα από τοπωνύμια και ονόματα, γνώριμα και ξεχασμένα… Η αφήγηση αρθρώνεται σπονδυλωτή, με ημιαυτόνομες μικρές διηγήσεις, παρακλάδια του κεντρικού κορμού, που διευκολύνουν τον αναγνώστη να κινηθεί ευέλικτα στην ιστορία με τα απαιτούμενα αναστοχαστικά διαλείμματα.
Οι ιστορίες των γυναικών του βιβλίου παρατίθενται σαν κρίκοι στην αλυσίδα της ιστορικής γραμμής και της συνέχειας του κειμένου από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας, διασφαλίζοντας μια ασφαλή διαχρονία, πειστική και αμετάκλητη, σχοινοτενή και τραγικά πικρή. Μια διαχρονία που ξεκινάει από το παρόν, κάνει βαθιά βουτιά στο παρελθόν και μας επαναφέρει στη σύγχρονη εποχή υπογραμμίζοντας πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει για τις γυναίκες στο πέρασμα του χρόνου.
Κάποιες από τις γυναίκες του βιβλίου «Αγάπη ή Τζιχάντ» είναι πρόσωπα της καθημερινότητας, οι περισσότερες, όμως, είναι διάσημες κι επιφανείς, γυναίκες που ο χρόνος άφησε στη μνήμη μας τα σημάδια τους, κι άλλες επινοημένες από τη συγγραφέα, που, επίσης, κινούνται στη γυάλινη οροφή της κοινωνίας, αγγίζουν τους χώρους εξουσίας, ερωτοτροπούν με αυτούς και διεκδικούν σθεναρά και επάξια να εισέλθουν μέσα τους.
Μπουκέτο από μοιραίες γυναικείες μορφές πρωταγωνιστούν στο βιβλίο κι επιχειρούν να πρωταγωνιστήσουν στην ίδια τους τη ζωή, γυναίκες φιλόδοξες, με όλη την απενοχοποιημένη έννοια της φιλοδοξίας, που υιοθετούν ανδρικές πρακτικές και συμπεριφορές για να επιβιώσουν, απεμπολούν τις ευαισθησίες τους και ίσως χάνουν και την ταυτότητά τους επιχειρώντας να επιβληθούν στην ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Μαρία, Εικασία, Θεοφανώ, Αγνή, Άννα, Μαργαρίτα, Εσμεράλντα, Υπατία, Φατιμέ, Χιουρέμ, Ευπραξία, Φεριντέ, Ασινέ, Καλλιπάτειρα, Τζαίην, Ανδρομέδα,… «Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο ήταν και τα δυο» (Γιώργος Σαραντάρης), μια πολύχρωμη και πολυπολιτισμική αλυσίδα στον λαιμό της Οικουμένης, σε τόπους-σταυροδρόμια, όπου συναντιούνται λαοί, γλώσσες και πολιτισμοί, συγκροτούν τη μια και μοναδική, την πρωτόλεια γυναίκα, την «από το πλευρό του άντρα της πρωτόπλαστη Εύα», για αυτό και πάντα αμφισβητούμενη, ατελή και αγωνιζόμενη να ξεφύγει από την κοινωνικά εντέλει κατασκευασμένη μοίρα της.
Οι αλυσιδωτές ιστορίες τους εγκιβωτίζονται διαδοχικά στο ιστορικό, θρησκευτικό και κοινωνικό τους περικείμενο, όπου οι περισσότερες από 30 γυναίκες ηρωίδες αντιπαλεύουν να πετύχουν την ανατροπή και την επιβολή της παρουσίας τους στα δημόσια δρώμενα. Ο αγώνας τους είναι η κόκκινη κλωστή που συνδέει ιστορίες και πρόσωπα, ενώ σαν σκιά από πάνω τους επικρέμεται το μεγάλο δίχτυ της συνομωσίας για την καθυπόταξη των γυναικών μέσα από διεθνείς οργανώσεις και φράξιες.
Θησαυροφυλάκιο πλούσιας ιστορικής πληροφορίας, που αριστοτεχνικά συναιρεί θραύσματα της ιστορίας και παραθέτει σταχυολογήματα των παραδοσιακών και ιερών κειμένων, όπως της Αποκάλυψης, του Ευαγγελίου, του Κορανίου, διάφορα επιλεγμένα θρησκευτικά και ιστορικά αποσπάσματα, που είναι και τα εναύσματά της για να εμπλουτίσει τον μύθο, σύμφωνα με την κεντρική θεματική της σύλληψη, την αιώνια διαπάλη της γυναίκας με τον άντρα.
Στον πολυπρόσωπο αφηγηματικό καμβά του κειμένου με έντονα τα χαρακτηριστικά της αποπλαισίωσης, άρτια οργάνωση και δομή, ξεδιπλώνεται ο ιστός της αφήγησης και ο βαθύτερος διεπικοινωνιακός λόγος της συγγραφέα. Με τη δική της σχεδόν ακαδημαϊκή ιδιόλεκτο, που μπορεί παράλληλα να ζωγραφίζει πίνακες τοπίων, χωρίς τις συνηθισμένες γλαφυρότητες, συνομιλεί με μνήμες, τόπους και ανθρώπινες φιγούρες, «φωτογραφίζει» καθημερινά στιγμιότυπα και ανασύρει από τους βυθούς της λήθης ιστορίες γυναικών, ιστορίες ανθρώπων. Κι όλη αυτή η καταβύθιση στο παρελθόν γίνεται με ερμηνευτική και αναστοχαστική πρόθεση, ώστε τα γεγονότα να λειτουργούν ως σηματωροί για το μέλλον.
Στην οπτική της διακειμενικότητας, διαπιστώνει κανείς ότι, ενώ η αφήγηση συνδιαλέγεται με πολλά κείμενα και ευφάνταστες εικασίες, η συγγραφέας δίνει μια νέα διάσταση στις αμφιλεγόμενες θεωρίες. Έτσι, για παράδειγμα σχετικά με το κατάστικτο θεολογικών συμβολισμών πρόσωπο της Μαρίας της Μαγδαληνής, για την οποία έχει αναπτυχθεί μια πλούσια παραφιλολογία και ποικίλα και εν πολλοίς ανιστόρητα σενάρια, όπως αυτά του πολύκροτου «Κώδικα ντα Βίντσι» του Νταν Μπράουν, δίνει η ίδια την προσωπική της εκδοχή, κατά την οποία μεθοδεύτηκε μια ολόκληρη σκευωρία, προκειμένου η αφοσιωμένη Μαρία να στιγματιστεί ηθικά και να μην αποτελέσει κορυφαίο πρόσωπο στην μετά Χριστόν εποχή.
Η Σοφία Ηλιάδου δεν διστάζει στο βιβλίο αυτό και αναμετριέται με τον εαυτό της θέτοντας τα δάχτυλα «επί των τύπων των ήλων», αναδεικνύοντας τις «έμφυλες πληγές» των γυναικών, που ανεπούλωτες τις ακολουθούν στους αιώνες. Με συμβολικές αναφορές στιγματίζει τον ρόλο των θρησκευτικών Ιερατείων, στις περιπτώσεις εκείνες που ως άλλες δομές εξουσίας λειτουργούν σαν μηχανισμοί καθυπόταξης και «εγκλεισμού» των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, στο μισό της ζωής και της κοινωνίας.
Προβαίνει διαρκώς σε μια «σχοινοβασία ιεροσυλίας», καθώς αγγίζει θέματα λεπτά, όπως αυτό της θέσης της γυναίκας στις θρησκευτικές παραδόσεις, όπου η εκκοσμικευμένη διαχείριση από τους ιθύνοντες των Ιερατείων φαίνεται να αλλοτριώνει το αληθινό πρωταρχικό μήνυμα αυτής τη ίδιας της θρησκείας, ακόμα και για την Ορθόδοξη Παράδοση, που η πεμπτουσία της είναι η ισότητα των ανθρώπων και η δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η θρησκευτικότητα, αλλά, κυρίως, η «ανθρώπινη» διαχείρισή της έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλες τις κοινωνίες, ιστορικά ως και τις μέρες μας, στη διαμόρφωση της συλλογικής πραγματικότητας, επηρεάζοντας ουσιαστικά τις μορφές της πολιτικής και κοινωνικής έκφρασης.
Ενδεχομένως, να φαίνεται πως αδικούνται κάποια πρόσωπα της θρησκευτικής ζωής, όπως για παράδειγμα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, που αποτύπωσε με σαφήνεια ότι «ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» στην Προς Γαλάτας Επιστολή του (κεφάλαιο 3, 12), και άλλα ιστορικά πρόσωπα με τον τρόπο που τους αποδίδεται η ευθύνη των κοινωνικών εξελίξεων, αλλά όλα συμβαίνουν «λογοτεχνική αδεία» στον χώρο της μυθοπλασίας και έχουν μια καθαρά συμβολική διάσταση. Στο βάθος των πραγμάτων ενυπάρχει μια βαθιά αποδοχή της πίστης και της θρησκευτικότητας και η σαφής διάκρισή της από τις ανθρώπινες διαστρεβλώσεις, που σε μια δεύτερη ανάγνωση λειτουργεί ως «ζώνη ασφαλείας» και ως ευφυής αυτολογοκρισία.
Η σημειολογία του βιβλίου πλούσια και καθοριστική. Συμβολικό διακύβευμα το «Ακάνθινο Στεφάνι» του Ιησού, σύμβολο μαρτυρίου, θυσίας, ανάξιας διαπόμπευσης και εντέλει Αγιότητας, που η κατοχή του, η απόκτηση έστω και μιας άκανθας από αυτό, σηματοδοτεί την κατάκτηση ενός υψηλού ρόλου. Η Σοφία Ηλιάδου με την επιλογή ενός θεολογικού συμβόλου, για το οποίο έχουν γραφτεί πολλές σελίδες, πέραν του ότι ανακαλεί συνειρμούς σχετικά με άλλα θεολογικά σύμβολα και τις περί αυτών εικασίες, όπως το Άγιο Δισκοπότηρο, εξ ορισμού πλαισιώνει την αφήγηση σε ένα ασφαλές ένθεο περικείμενο, που διαγράφεται με σαφήνεια και λεπτότητα. Έτσι, για να επαληθευτεί κι ο στίχος του ποιητή: «Θα σωθοῦμε από μία γλυκύτητα στεφανωμένη με αγκάθια» (Νίκος Καρούζος).
Ο χωροχρόνος της εξέλιξης του κειμένου είναι απέραντος. Χώρες ονομαστές, πόλεις εμβληματικές σε μια διάρκεια όλων των μετά Χριστόν ετών, ενώ, κάπου εκεί στη μέση του βιβλίου η Σοφία Ηλιάδου εγκαταλείπει την περιπλάνησή της και έρχεται στα οικεία, πάτρια εδάφη και το βιβλίο της γίνεται «φλωρινιώτικο», με γνώριμα μέρη, πρόσωπα και ήθη. Και όπως κάθε ιστορικό μυθιστόρημα, πέρα από την μυθοπλασία της ιστορίας που εμπεριέχει, αποτυπώνει ιστορικά και ένα σημαντικό κομμάτι της τοπικής ιστορίας της Φλώρινας, καταγράφοντας τοπωνύμια, ονόματα, ήθη και συμπεριφορές μιας εποχής που δεν έχει αφήσει και πολλά πίσω της και αυτό είναι μια σπουδαία συνεισφορά στη συλλογική μας μνήμη.
Κορυφαίο πλεονέκτημα του βιβλίου «Αγάπη ή Τζιχάντ» είναι η περιγραφική δεινότητα της συγγραφέα. Πανδαισία αριστοτεχνικών περιγραφών ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου της καθώς παρατίθενται σκηνογραφικά, με εξαιρετικές λεπτομέρειες τόποι, καταστάσεις, πρόσωπα και γεγονότα καθιστώντας ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό το κείμενο. Εξίσου κορυφαίες και οι αποσιωπήσεις και οι υπονοήσεις των πιο σκληρών και βάναυσων στιγμών του βιβλίου.
Ισχυρό εκφραστικό «όπλο» του βιβλίου είναι οι ερωτικές σκηνές που εμπεριέχει. Συναρπαστικές και κομβικές οι ερωτικές στιγμές, πηγαίες και παρορμητικές, αποδίδονται με έναν «εικονοφόρο» λόγο με κομψότητα, αλλά και πάθος που συγκλονίζει. Οι ερωτικές συνευρέσεις σωμάτων και πόθων περιγράφονται με έναν αυθόρμητο, σχεδόν πρωτόγονο και παρορμητικό τρόπο, που συγκλονίζει, καθώς κι οι λέξεις «φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει», για αυτό και στις ερωτικές στιγμές του βιβλίου «όταν σμίγουν οι λέξεις, το δέρμα του χαρτιού / ανάβει κόκκινο / όπως την ώρα του έρωτα / το δέρμα του άντρα / και της γυναίκας» (Γιάννης Ρίτσος).
Και μόνο στις παθιασμένες ερωτικές στιγμές φαίνεται να γίνεται βίωμα ο στόχος της ισότητας, εκεί στην «πιο δημοκρατική στιγμή» της ανθρωπότητας «αυτή του αμοιβαίου/ελάχιστα ετεροχρονισμένου οργασμού» (Τίτος Πατρίκιος), με τη ζωοποιό δύναμη του έρωτα, τη λυτρωτική, την καταλυτική… Το συναίσθημα είναι σε πολύ μακρινό πλάνο. Κι όπου προκύψει, μετά την ερωτική σχέση, είναι συνήθως μοιραίο, είναι εισιτήριο για την κόλαση. Όποια γυναίκα παραδίδεται σε αυτό, χάνει την ψυχή και τη ζωή της…
Τέλος, η πυκνότητα των πληροφοριών που εμπεριέχονται και η επιθυμία να ανατρέξει κανείς και σε άλλα κείμενα, ιστορικά και λογοτεχνικά, θυμίζει πολύ τον «Παπαγάλο του Φλωμπέρ» του Τζούλιαν Μπαρνς, ενώ οι συνδέσεις με πρόσφατα γεγονότα και οι παραλληλισμοί ιστοριών, όπως αυτή της Πριγκίπισσας Τζαίην με την Πριγκίπισσα Νταϊάνα, αποδίδονται επιτυχώς και με ευστοχία.
Τα μυθοπλαστικά στοιχεία περί συνομωσίας κατά των γυναικών που εμπεριέχονται στην αφήγηση, δυστυχώς, ελάχιστα απέχουν από την αμείλικτη πραγματικότητα. Είναι γεγονός πως πολιτικές και εκστρατείες μισογυνισμού και καθήλωσης της γυναικείας πρωτοβουλίας έχουν ασκηθεί κατά καιρούς και με τακτικισμό από κυβερνήσεις και ολοκληρωτικά καθεστώτα ανά τον κόσμο. Διαδικασίες «μεγάλου εγκλεισμού» (Μισέλ Φουκώ) έχουν εφαρμοστεί επί αιώνες, όπως η «περίφραξη» των γυναικείων σωμάτων μέσω της ποινικοποίησης και του ελέγχου της σεξουαλικότητας και της παραγωγικής δυνατότητας των γυναικών, ταυτόχρονα με την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας και της κοινωνικής τους θέσης, τον αποκλεισμό τους δηλαδή από τις έμμισθες εργασιακές σχέσεις και τον εγκλεισμό στην οικιακή «ιδιωτικότητα», που ήταν και θεμελιώδης όρος του ανερχόμενου καπιταλισμού (Silvia Federici).
Η αποσιώπηση της γυναικείας παρουσίας από την επίσημη ιστορία, η «αποϊστορικοποίησή» της, η εξαφάνισή της από κάθε σημαντικό πολιτιστικό κι επιστημονικό επίτευγμα και η «χρήση» της ως αντικειμένου ηδονής, αναπαραγωγής κι άδικης επίρριψης ευθυνών (το κυνήγι των μαγισσών) είναι χαρακτηριστικά της πορείας του γυναικείου φύλου ανά τους αιώνες.
Έτσι, η μελέτη του φύλου στη λογοτεχνία σήμερα αναδεικνύει την ανάγκη για κριτική σκέψη πάνω στις παγιωμένες αντιλήψεις για την έμφυλη ταυτότητα και τη σεξουαλικότητα. Η ποικιλόμορφη παγκόσμια κουλτούρα, η εξάπλωση των νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης και των νέων τεχνολογιών αποτελούν καινούργιες προκλήσεις αλλά και μεγάλες ευκαιρίες για δημιουργική έρευνα και εργασία.
Το σίγουρο είναι ότι με το βιβλίο της αυτό η Σοφία Ηλιάδου, μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό περικείμενο, αφήνει ένα βαθύ αφηγηματικό αποτύπωμα στη γυναικεία λογοτεχνία αγκαλιάζοντας με σεβασμό ετερόκλητες και συχνά αντιφατικές ανθρώπινες ιστορίες. Απεκδυόμενη κάθε ίχνους μαρξιστικού φεμινισμού, αποφεύγει την ταξική πλαισίωση του ζητήματος και τη θεώρηση των γυναικών ως μια ασθενέστερη κοινωνικά και οικονομικά ομάδα, και επιχειρεί να αξιοποιήσει το πολιτιστικό μοντέλο της γυναικείας γραφής (Elaine Showalter), που κινείται με έναν «διφωνικό λόγο», εμπεριέχοντας τόσο τον «κυρίαρχο» λόγο της αντρικής κοινωνίας, όσο και τον «σιωπηλό» της γυναικείας, εφόσον οι γυναίκες ζουν σε μια δυαδικότητα μετέχοντας τόσο στην κυρίαρχη ανδρική κουλτούρα όσο και στη δική τους.
Η συγγραφέας Σοφία Ηλιάδου, αποφασισμένη, ώριμη και δυναμική, με το νέο της βιβλίο «Αγάπη ή Τζιχάντ» καταξιώνει την προσωπική ακαδημαϊκή της πορεία, την έντονη παρουσία της στον χώρο της επιστήμης, που υπηρετεί με ζήλο και συνέπεια, αλλά και την αγωνιστική διαδρομή της ως γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κοινωνικό χώρο. Καταδεικνύει τη συστηματική επαφή της με την πνευματική δημιουργία και τη διανόηση και με τα κείμενά της επικυρώνει τη δική της συμβολή στην τοπική μας ιστορία βάζοντας το δικό της λιθάρι στο οικοδόμημα μιας νέας κοινωνίας ισότητας και δικαιοσύνης.
Γιατί μας προσφέρει ένα αφήγημα με πολλαπλές αναγνώσεις, που αφουγκράζεται και εξετάζει θέματα καυτά, αμφιλεγόμενα, συγκρουσιακά και πάντα επίκαιρα, όπως η στάση απέναντι στις γυναίκες, την ομοφυλοφιλία, τη διαφορετικότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις μειονότητες. Μας ζωγραφίζει έναν κόσμο στον οποίο «ενώ οι άνδρες φτιάχνουν την Ιστορία, οι γυναίκες αποτελούν την Ιστορία, … κι ενώ οι άνδρες προσπαθούν να ελέγξουν το πεπρωμένο, οι γυναίκες είναι το ίδιο το πεπρωμένο» (Amaury de Riencourt). Και, ανεξάρτητα από τον βαθμό συμφωνίας του αναγνώστη με τις θέσεις της, δεν μπορεί να μην της πιστωθεί αυτή η γενναιότητα.
Εκ βαθέων επιμύθιο
Κλείνοντας την απόπειρα παρουσίασης του βιβλίου «Αγάπη ή Τζιχάντ», κι ενώ η απάντηση στο αιώνιο δίλημμα «αγάπη ή πόλεμος» μοιάζει δίνεται από τη συγγραφέα, φαίνεται τελικά να είναι ένα προσωπικό στοίχημα του καθενός μας. Καθείς με το δικό του προσωπικό στίγμα επιλέγει την αγάπη για τον πόλεμο ή τον πόλεμο για την αγάπη.
Η βαθύτερη αίσθηση που καταστάλαξε μέσα μου διαβάζοντάς το βιβλίο της Σοφίας Ηλιάδου ήταν πως μέσα από την αφήγησή της ένιωσα «σε κάθε επιφάνεια της σάρκας μου… το άγγιγμα εκατομμυρίων γυναικών», έτσι όπως μας το θυμίζει ο σπουδαίος Τίτος Πατρίκιος (στο ποίημά του «Εγώ δεν είμαι μονάχα αυτός που βλέπεις»), στους ήχους της κάθε λέξης άκουσα να μου «μιλάνε εκατομμύρια» γυναικείες ψυχές, είδα τα χνάρια χιλιάδων γυναικών στα πατήματά μου κι άγγιξα ίχνη του κορμιού τους στο σώμα μου,… αφουγκράστηκα τη βαριά κληρονομιά του φύλου μου άλλη μια φορά, εντονότερα, γλυκύτερα, με αίσθημα χρέους και ευθύνης, με έναν άνεμο ελπίδας και προσδοκίας να φυσά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου κι έναν λαμπρό ήλιο αισιοδοξίας να φωτίζει την πορεία της συμφιλίωσης των ανθρώπων πάνω στη γη. Γιατί…
«Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα (και στα κείμενα) που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε (οι συγγραφείς κι) οι ποιητές.»
(Τίτος Πατρίκιος, Ρόδα Αειθαλή)
Όλγα Μούσιου Μυλωνά
Σχολική Σύμβουλος Π.Ε.
Πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Φλώρινας