Σε σπίτι που υπάρχει ηλικιωμένο ζευγάρι:
Κόλιαντα μπάμπου μ’ , κόλιαντα κι μένα ν ‘ κολιαντίνα.
Κι μένα την τρανήτερη κι τώρα κι από χρόνου.
Να ζήσεις χρόνους ικατό κι να τους απιράσεις.
Ν ‘ ασπρίσεις σαν τουν Έλυμπο σαν τ ‘ άσπρου περιστέρι.
Δυο περιστέρια μάλουναν κι πάλι αγαπιούνταν.
Ψηλά, ψηλά σηκώνονταν, στουν ουρανό φιλιούνταν.
Κι σαν δεν έχεις κόλιαντα, δος μας ένα σιτζιούκι,
νάνι καλό, νάνι χουντρό, νάνι ζαχαρουμένο.
Κι σαν δεν έχεις κι σιτζιούκι, δος μας ένα κορίτσι.
Κι τι του θέλεις γάϊδαρε του ξένου του κορίτσι;
Να μ’ ρίχνει νιρό να νίβουμι, να μ’ στρώνει να πλαγιάζω.
Να το φιλώ να του τσιμπώ να μι ζισταίνει του βράδυ.
Σε νοικοκύρη άρχοντα :
Α)
Ήρθαμε να τιμήσουμε και τούτον τον αφέντη
γιατί είναι αφέντης ξακουστός, αφέντης ξακουσμένος
στην πόλη και στη Βενετιά είναι παραδειγμένος.
Είναι και μέσ ‘ στη Σιάτιστα πύργος θεμελιωμένος.
Να ζήεις και νάσαι αφέντη μας, πάντα τραγούδια νάχεις
πάντα τραγούδια και χαρές και ο Θος μέρες και χρόνους.
Ήρθαν τα παραδέφλια μας να μας καλοκαρδίσουν.
Να πουν τραγούδια της καρδιάς, τραγούδια της αγάπης.
Φίλοι καλωσορίσιτι χίλιοι κι δυο χιλιάδες.
Σαν τα λουλούδια του Μαϊού κι σαν τις πρασινάδις.
΄Ανθρωπους για τους φίλους του χίλια φλουριά ξουδιάζει.
Β)
Σ’ αυτά τα σπίτια τα ψηλά, ιντέκια στουλισμένα.
Χίλιοι κρατούν τα φλάμπουρα κι χίλιοι τα ιντέκια
κι άλλοι χίλιοι παρακαλούν αφέντη, καβαλίκα.
Κι αφέντης καβαλίκιψιν στουν Αϊ-Γιώργη πάει.
Βόηθα μ’ Αϊ-Γιώργη, βόηθα μι, να πάου να καζαντίσου
να φέρου γρόσια στον τρουβά κι τα φλουριά στις τζέπις.
Να φέρου κι ασημόκουπα να σι κιρνώ να πίνεις.
Ισύ να πίνεις του κρασί κι ιγώ να λάμπου μέσα.
Σε αρχόντισσα :
Είπαμι τουν αφέντη μας να πούμι κι ν ‘ κυρά μας.
Ισένα πρέπ ‘ αρχόντισσα Βασίλισσα να γένεις
κι στου θρονί να κάθισε τις έμορφες να κρένεις.
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μ’ όταν στουλίζισι στην εκκλησιά να πάνεις,
βάζεις τουν ήλιου πρόσουπο κι του φιγγάρι στήθεια
κι τ’ άστρου τουν Αυγιρινό ανάμισα στα φρίδια.
Σε σπίτι που έχουν νεόνυμφους:
Κρατεί ου δέντρους τη δρουσιά, κρατεί κι ου νιός την κόρη
στα γόνατα την έπαιρνε, στα μάτια την φιλούσε,
στα μάτια στα ματόφυλλα κι ανάμεσα στα φρύδια.
Σε σπίτι που έχουν ξενιτεμένο:
A
Ξενιτεμένο μου πουλί κι παραπουνιμένου,
Τι να σου στείλω ξένι μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλου μήλου σέπιτι, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλου κι του δάκρυ μου σ ‘ ένα χρυσό μαντήλι,
του δάκρυ μ’ είνι καυτιρό κι καίει το μαντήλι.
B
Κι τα σχαρίκια έπιρναν πως έρχιτι ου αφέντης
απού τα μέρη της Βλαχιάς κι απού του Μπουκουρέστι.
Το Δούναβη κατέβαινε οπέρα να περάσει,
βρίσκει το Δούναβη θουλό, τουν πόρο χαλασμένο.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, σκύβει και τον ρωτάει.
Δύνεσαι μαύρε μ’ δύνεσαι, οπέρα να με βγάλεις;
Δύνουμαι αφέντη μ’ δύνουμαι οπέρα να σε βγάλω.
Βάλε κουσκούνια δώδεκα και ίγγλες δεκαπέντε
και αρτίρισέ μου την ταή σαρανταπέντε χούφτες,
και πιάσ ‘ από τη χαίτη μου και ρίξ’ απάν’ στη σέλα.
Να πεταχτώ, να λικνιστώ, οπέρα να σε βγάλω.
Σε σπίτι που τσιγκουνεύεται, το τραγούδι έχει περιπαιχτικό χαρακτήρα
Αφέντη μου στην κάπα σου εννιά χιλιάδις ψείρες.
΄Αλλις γιννούν κι άλλις κλουσουν κι άλλις αυγουμαζώνουν
κι άλλις τους Θό παρακαλούν να μην τις ζιουματίσουν.
Και στο τέλος :
Φούρνος να μη καπνίσει, κόκοτας να μη λαλήσει κι σαρμάντσα να μη κνίσει.
Σε σπίτι που έχουν άνθρωπο γραμματισμένο:
Γραμματικός εκάθονταν στου Βασιλιά την πόρτα.
Έγραφιν κι κουντίλιαζιν όλου για την αγάπη.
Κι σπάραξιν του χέρι του κι χύθκιν η μελάνη
κι λέρουσαν τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα,
σ’ ιννιά ποτάμια τάπλυναν βάψαν κι τα ποτάμια.
Σε τσέλιγκα :
Α’ παραλλαγή
Ιδώ ‘χουν χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια,
λύκους να φάει τα πρόβατα κι τσιάκαλους τα γίδια.
Ισένα πρέπ’ Κουστάκη μου, τσέλιγκας για να είσι.
Μα κάτ ‘ στους κάμπους μη να πας στα πράσινα λιβάδια.
Ικί βουσκούν τα πρόβατα κι αστουχούν τ ‘ αρνιά τους.
Β’ παραλλαγή
Ισένα πρέπ’ αφέντη μου, τσέλιγκας για να είσι.
Να έχεις χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια,
νάχουν κουδούνια τα τραγιά, κουδούνια τα κριάρια.
Να παίρν ‘ τις ράχες τα βουνά κι στις κουρφές να φτάνουν.
Να τρων χουρτάρι τρυφιρό, να πίν ‘ νιρό καθάριου.
Μα κάτ ‘ στους κάμπους μη τα πας, στα πράσινα λιβάδια.
Φυτρών ‘ αλησμοβότανα, φαρμακερά βουτάνια.
Βουσκούν τα τρών ‘ τα πρόβατα κι αλησμονούν τ ‘ αρνιά τους.
Σε σπίτι που έχουν κόρη για παντρειά :
Ιδώ χουν κόρη για παντρειά πάσχουν να την παντρέψουν.
Της δίνουν γιο του Βασιλιά, της δίνουν γιο του Ρήγα.
Δε θέλου γιο του Βασιλιά, δε θέλου γιο του Ρήγα,
μόν ‘ θέλου τ ‘ αρχοντόπουλο που κουσκινίζει τάσπρα,
που διρμονίζει τα φλουριά κι αυτά τα καραγρόσια.
Σε σπίτι που έχουν αγόρι για αρραβώνα :
Εκίνησιν ου νιούτσικος να πάει ν ‘ αρραβωνιάσει.
Ουδέ τα ρούχα τ’ έβαλιν, ουδέ τη φορεσιά του,
μόν ‘ έβαλιν πουδήματα κι αργυρουδαχτυλίδια.
Μένα δεν πρέπν ‘ τα ρούχα μου κι ουδέ η φορεσιά μου.
Μένα μου πρέπ ‘ν τα κάλη μου, μου πρέπ ‘ η λεβεντιά μου.
Σε σπίτι που έχουν νεογέννητο:
Ένα μικρό μικρούτσικο σαββατουγεννημένου.
Του Σάββατου γεννήθηκε την Κυριακή βαφτίσκιν
κι τη Δευτέρα του προυί εβγήκε στο παζάρι.
Σαν τούειδιν κόσμους θαύμαξιν κι όλα τα βιλαέτια.
Του τίνος είν ‘ αυτός ου γιος, του τίνος είν ‘ ου Ρήγας;
Για μικρό κορίτσι :
Μωρέ μικρή μου τσαπουρνιά, τι στέκεις στολισμένη.
Με στόλισε η μάνα μου και στέκω στολισμένη.
Στο Δεσπότη:
Κάτω στον κάμπο τον πλατύ στα πράσινα λιβάδια.
Εκεί κοιμάται ο Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια.
Κανείς δεν πάει να τον ξυπνήσ ‘ κανείς δεν τον ξυπνάει.
Μόνο η Κυρά η Παναγιά αυτή τον εξυπνάει.
Ξύπνα αφέντη μ , Δέσποτα, ξύπνα και μην κοιμάσαι.
Οι εκκλησιές γιορτάζουνε τα σήμαντρα σημαίνουν.
Ξύπνα να δώεις αντίδωρο να πεις και τις ευχές σου.
Μετά από τους στίχους κάθε τραγουδιού λέγεται και το τραγούδι:
Δος μας τα μπάμπου μ , δος μας τα, να πούμι κι απού χρόνου.
Να ζήσεις χρόνους ικατό κι να τους απιράσεις.
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο σαν τ’ άσπρου περιστέρι.
(Αρχείο Γεωργίου Μ. Μπόντα
Τέως Δ/ντή της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας Λαογράφου)