Ο εξαιρετικός «Εσταυρωμένος Χριστός» του ρομαντικού Ισπανού ζωγράφου Φρανσίσκο Γκόγια που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης, ήταν το εισιτήριο να γίνει δεκτός ο καλλιτέχνης στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο, μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες το 1780. |
Ο σταυρός την εποχή του Χριστού ως προσφιλές όργανο εκτέλεσης της ποινής μελλοθάνατου, που αφορούσε ως επί το πλείστον δούλους και σκλάβους, ήταν ένα σύνθετο σχήμα καθέτου και οριζοντίου ξύλινου δοκού.
Συναντάται δε κατά τόπους ο οριζόντιος δοκός όπου καθηλώνονταν ή καρφώνονταν τα χέρια του μελλοθάνατου να προσαρμόζεται λίγο πιο χαμηλά από το τελικό ύψος του κάθετου, ενώ ο κάθετος κεντρικός δοκός έφερε χαμηλά προσαρτημένο ένα πρόσθετο μικρό ξύλο όπου ο καθηλωμένος ή κρεμάμενος κατά το μαρτυρικό του θάνατο στήριζε προς στιγμή τα πόδια του, όσο τον κρατούσαν, για να γεμίσει τις κυψέλες από τα πνευμόνια του με οξυγόνο, αλλά και γιατί εάν απουσίαζε αυτό το τμήμα του ξύλου το βάρος του σώματος, σύμφωνα με την έλξη της βαρύτητας, θα έσχιζε την σάρκα από τις καρφωμένες παλάμες και πιθανόν θα αποκαθήλωνε τον βαρυποινίτη.
Όπως βλέπουμε, ο Γκόγια μπορεί να μην απεικονίζει τον Εσταυρωμένο σύμφωνα με τα πρότυπα της Αγιογραφίας, αλλά εκφράζει την δική του άποψη και επιλογή να μιλάει συχνά με συμβολικό τρόπο για κοινωνικά θέματα. Στο κέντρο σε κάθετο άξονα βλέπουμε το σώμα του Χριστού εν ζωή ακόμα.
Σε οριζόντιο άξονα στο πάνω τμήμα του έργου καθηλωμένα τα χέρια του μελλοθάνατου, καρφωμένα με τεράστια καρφιά στις ματωμένες παλάμες. Το μέγεθος των ήλων εξοβελίζουν την σιωπή, προσθέτουν τον ήχο από τα σφυριά των εντεταλμένων στρατιωτών που καρφώνουν. Τα ίδια σε μέγεθος καρφιά κρατούν καθηλωμένα τα επίσης ματωμένα πόδια του, στο μικρό ξύλινο τμήμα του κάθετου άξονα που προεξέχει σαν ρείθρο.
Η χρυσή τομή του έργου στο ύψος της καρδιάς. Το φόντο βαρύ, απειλητικό, ο ουρανός πλημμυρισμένος από σκοτάδι. Νατουραλιστική λεπτομέρεια το ύφασμα που καλύπτει την γύμνια του σώματος, το σουδάριο στην εκκλησιαστική γλώσσα.
Το σώμα στέκει όχι ως ικέτης αλλά σε αριστοκρατική θέση. Το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό, το βλέμμα γεμάτο πόνο, τα χείλη μισάνοιχτα ομοιάζουν να θέλουν να ψελλίσουν τη γνωστή σε εμάς, από πατερικά κείμενα, διπλή απεύθυνση «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκαταλείπεις;» Η σιωπή όμως ηχηρή. Η αφηγηματική προτροπή περιορίζεται στην τρίγλωσση επιγραφή που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του και πληροφορεί «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων». Κοινή η μοίρα των Βασιλέων του κόσμου τούτου.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση παρατηρούμε ότι στο φόντο δεν είναι ο Γολγοθάς ο τόπος του μαρτυρίου. Ο Γκόγια επιλέγει τον τόπο απροσδιόριστο και απεριόριστο, τον χρόνο δε του συμβάντος άχρονο. Εν τούτοις υπηρετεί το θρησκευτικό συναίσθημα: Ένα είναι σίγουρο, ότι η σταύρωση οιουδήποτε επάνω στο σταυρό αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας. Καθηλώνει τον προσλήπτη. Τίποτε δεν μπορεί να αποσπάσει τα μάτια μας. Οι σκέψεις οδηγούν τα συναισθήματα μας.
Εδώ ο φωτισμός που επιλέγει να ρίξει ο Γκόγια με τον χρωστήρα του επιβάλει και εντείνει την δραματικότητα της σκηνής. Ο πόνος του «Εσταυρωμένου» μας καθηλώνει. Το βλέμμα του όμως, στραμμένο προς τα άνω ομοιάζει να μας συγχωρεί και να μας παρηγορεί γιατί εκεί, συμβολικά υπάρχει η υπόσχεση της Ανάστασης. Στο μαρτύριο της Σταύρωσης το βάρος του σώματος έλκει προς τα κάτω. Το βλέμμα του Χριστού του Γκόγια στραμμένο προς τα άνω ευαγγελίζει την Ανάσταση. Το κεφάλι γέρνει αριστερά όπου βρίσκεται και η καρδιά. Ο Γκόγια θέλει έτσι να σχολιάσει τους καρδιακούς παλμούς του «Εσταυρωμένου» προς τον άνθρωπο και να φανερώσει το μέγεθος της υπέρτατης θυσίας του. Συγχωρεί, παρηγορεί, και λυτρώνει «καταβάς εις Άδην».
Ποιες οι σκέψεις σήμερα μπροστά στο σώμα ενός νεκρού; Ποιες οι σκέψεις μπροστά στον θάνατο εάν δεν προσδοκούμε την Ανάσταση; Η πίστη και η επιστήμη θα μπορούσαν να αλληλοσυμπληρωθούν; Υπάρχει περιθώριο να συνυπάρξουν το έλλογο και το άλογο; Ένα σωρό περιττά άχρηστα ή χρήσιμα ερωτήματα κατακλύζουν κατά καιρούς τους νευρώνες μας. Σήμερα, όσο ποτέ, εν μέσω παγκόσμιας πανδημίας μένοντας έγκλειστοι στο σπίτι έχουμε την μοναδική ευκαιρία να σταματήσουμε τα ρολόγια, να σταθούμε σε ένα οικείο περιβάλλον και να αποφορτίσουμε το νευρικό σύστημα. Σήμερα, όσο ποτέ, μπορούμε να σταματήσουμε να είμαστε απλά διερχόμενοι, να ασκήσουμε την ψυχή, να επικοινωνήσουμε, να συνεργαστούμε. Σιγά – σιγά θα ξαναμπούμε στο οίκημα απ΄όπου εκδιωχθήκαμε, λέει ο Βασίλης Καραποστόλης καθηγητής πολιτισμού και επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο βιβλίο του Μούσες εναντίον Σειρήνων και συμπληρώνει, ότι είναι μια υπόσχεση ότι ο νους μπορεί να καλπάσει όπως ο Πήγασος, αλλά να μην καεί όπως ο Φαέθων. Το ενιαίο είναι μια ήπειρος που μας περιμένει.
Πηγή Φλώροι εικαστικοί