Ντεβ. Θεός και ουρανός είναι η ίδια λέξη στη γλώσσα των Ρομά, την Ρομανί.
Λένε πως τους τσιγγάνους τους βάφτιζαν πρώτα στον ουρανό και ύστερα στο ποτάμι.
«Ο Ουρανός με την Γαία έκαναν πολλούς απογόνους, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Ο γηραιότερος των Θεών όμως μισούσε τα παιδιά του και τα έχωσε στα Τάρταρα, βαθιά μέσα στα έγκατα της γης. Η Γαία θύμωσε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή ανάβλυσε ατσάλι, και το έδωσε στα παιδιά της να φτιάξουνε ένα τεράστιο δρεπάνι.»
Ένα ταξίδι τα έγκατα της γης και ένα δρεπάνι η ζωή των Ρομά.
Η μετανάστευση τους μοιάζει σαν ραχοκοκαλιά που απλώνεται πάνω στον Χάρτη του κόσμου.
Με την μυθική τους παρουσία πάντα βρισκόταν εκεί γύρω αλλά πάντα έπρεπε να ξεκινούν από την αρχή. Το να φτάσουν όμως εκεί που βρίσκονταν έκρυβε μια μακριά, δύσκολη διαδρομή.
Οι βασιλιάδες τους κυνήγησαν, η Ιερά Εξέταση τους έκαιγε, ο Τσαουσέσκου τους υποχρέωνε σε στείρωση και στο Άουσβιτς υπήρχε ειδικό τμήμα για αυτούς. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ρομά πνίγηκαν σε θαλάμους αερίων και κάηκαν σε φούρνους. Το 1944 πάνω από 800 παιδιά που χρησιμοποιήθηκαν πριν σαν πειραματόζωα, θανατωθήκαν. Σύμφωνα με τους Ναζί οι τσιγγάνοι είχαν στο αίμα τους την περιπλάνηση και το έγκλημα.
Μακρά είναι ιστορία εχθρότητας και διώξεων που τους έχουν αφήσει βαθιά σημάδια και αποτελούν κρίσιμα εμπόδια στην κοινωνική τους ένταξη. Δουλεία, εξώσεις, εγκλήματα μίσους, στερεότυπα, διακρίσεις, σχολικός διαχωρισμός, αστικός διαχωρισμός, εχθρότητα, βία, στείρωση γυναικών.
Πονηροί, χυδαίοι, κλέφτες, απατεώνες, ανεπρόκοποι, δειλοί, λαίμαργοι, απείθαρχοι, αφορισμένοι, ακάθαρτοι. Κάθε επίθετο βρίσκει γόνιμο έδαφος στην ψυχολογία των εθνών.
Η ιστορία δεν υπήρξε δίκαιη μαζί τους άλλωστε δεν γράφτηκε από αυτούς.
Ήτανε δεν ήτανε
“Ισινέ ντα νασινέ”
«Μέρα και νύχτα θα τριγυρίζετε στις στράτες να βρείτε το δαχτυλίδι που έχασε ο βασιλιάς. Και αφού το χάσατε όλη σας η φυλή ποτέ να μη γύρει δυο νύχτες στο ίδιο προσκεφάλι.Ψωμί να μη χορτάσετε και ο νους σας να είναι πιο σκοτεινός από τη νύχτα. Ατέλειωτες να ναι οι στράτες που θα γυρνάτε σαν τον κύκλο του δαχτυλιδιού. Και οι έρωτες και οι γάμοι σας να γίνονται δίχως μια στέγη. Αν όμως το βρείτε και πιάσετε την φλογισμένη κορώνα του θα αλλάξετε όψη και θωριά. Την πέτρα θα κάνετε χρυσάφι και το ποτάμι πέτρα.»
Από τότε λέει το παραμύθι τους πως ψάχνουνε τον δαχτυλίδι παντού στο κόσμο.
Έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά μπορεί να ‘γίναν και αλλιώς
Τα παραμύθια τους έχουν πάντα έχουν αναφορά σε ένα ταξίδι με μια έκφραση αμφιβολίας.
Σε έναν δρόμο που ήταν και δεν ήταν
“Γιέκ ντόμ, σινέ τα νασινέ”
Νέα Αλικαρνασός Κρήτης, 2020
Ο Γιώργος Σεραφειμόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Νέα Αλικαρνασσό του Ηρακλείου Κρήτης, σε έναν αυτοσχέδιο καταυλισμό, στα προάστια της πόλης του Ηρακλείου. Ένας καταυλισμός με ανθρώπους του σήμερα, που ζουν σε συνθήκες του χθες. Τον κοιτάς και βλέπεις μια άγρια ομορφιά ενός λαού που επιβιώνει «λάθρα, εκτός των τειχών».
Τον Ιούνιο μπήκα στα εικοσιτρία.
Έχω ένα παιδί ενάμιση χρόνων και τώρα περιμένω το δεύτερο. Η Άννα είναι τριών μηνών έγκυος. Γνωριστήκαμε στην Αθήνα. Μας έκαναν προξενιό. Οι προξενήτρες είναι εξπέρ σε αυτά, τα κανονίζουν όλα. Πήγαμε με τους γονείς μου στο σπίτι της να την ζητήσουμε αλλά δεν μας την έδωσαν γιατί έλεγαν πως είμαστε πολύ μακριά εμείς εδώ στην Κρήτη. Πήρα πρωτοβουλία όμως και ένα απόγευμα πήγα στους δικούς της με γλυκά στο χέρι και την ξαναζήτησα μόνος μου.
Παντρεύτηκα στα δεκαεννιά. Ήθελα να παντρευτώ. Μου έκαναν και άλλα προξενιά αλλά δεν έδειχνα ενδιαφέρον. Δεν ήθελα. Είχα άλλους στόχους. Ήθελα να τελειώσω το σχολείο, να βρω μια κανονική δουλειά, να μπορέσω να ξεφύγω λίγο από αυτό που ζούσα.
Στεφάνι δεν βάλαμε ακόμη με την Άννα.
Αν αγαπάς κάποιον δεν σε ενδιαφέρει να βάλεις στεφάνι ή δαχτυλίδι. Θα γίνει όμως γάμος στο μέλλον. Δεν εξαρτάται μόνο από μας αλλά και από τους γονείς μας, γιατί μόνο αφού γίνει ο γάμος μπορώ και εγώ και η Άννα να πάρουμε την προίκα μας.
Ο γάμος για μας είναι θεσμός. Λέμε άλλα τραγούδια, ειδικά και χορεύουμε διαφορετικά. Ο καθένας τον κάνει όπως θέλει. Υπάρχουν ζευγάρια που καλούν μερικούς φίλους στο σπίτι, κόβουν την τούρτα και λένε πως τώρα είμαστε παντρεμένοι. Υπάρχουν άλλοι που γλεντούν μέχρι το πρωί. Εμείς κάναμε γλέντι, μαζεύτηκαν τα σόγια αλλά δεν φορέσαμε δαχτυλίδι.
Θυμάμαι τον εαυτό μου στον καταυλισμό.
Στον καταυλισμό μας ζουν 180 οικογένειες. Κάποιοι μένουν σε σπίτια κανονικά με τούβλα και μπετό και άλλοι μένουν σε παράγκες. Μπορεί σε ένα σπίτι να μένουν οχτώ με εννιά άτομα ή και παραπάνω.
Πέρασα δύσκολα χρόνια. Θυμάμαι να τρέχω στα λασπόνερα. Όχι ότι σαν παιδί δεν μου άρεσε όλο αυτό. Στα παιδιά αρέσει να τρέχουν και να λερώνονται. Μεγαλώνοντας έβλεπα τον έξω κόσμο. Έναν άλλο κόσμο. Εγώ γυρνούσα σπίτι μου και ζούσαμε σε άλλες συνθήκες. Σκεφτόμουν πάντα «Ως ποτέ θα μένω σε έναν καταυλισμό με παράγκες, λάσπες και κόντρα πλακέ;” Ήθελα να συνεχίσω διαφορετικά την ζωή μου. Όχι πως δεν θέλω να είμαι αυτός που είμαι απλώς θέλω να ζήσω αλλιώς. Η παλιά γενιά δεν ήθελε και δεν θέλει να φύγει. Τα πράγματα σε εμάς αλλάζουν αργά. Πολλά παιδιά στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα δεν θέλουν ούτε αυτά να φύγουν από τον καταυλισμό, όμως τα νέα παιδιά που είναι τώρα δεκατέσσερα και δεκαπέντε έχουν πολλά όνειρα. Εγώ έφυγα από τον καταυλισμό πριν μερικούς μήνες και πλέον μένω σε ένα χωριό πέντε χιλιόμετρα μακριά.
Ξυπνούσα πέντε η ώρα για να πάω στο σχολείο.
Οι γονείς μου δεν με βοήθησαν σε θέμα γνώσεων, δεν τα κατάφερναν με τα γράμματα. Ήμουν ο πρώτος και ο μοναδικός μέχρι σήμερα που τελείωσε το λύκειο. Ήταν πολύ δύσκολο να το τελειώσω αλλά τα κατάφερα. Μας έλεγαν στον καταυλισμό πως αφού δεν τελείωσε κανείς το σχολείο δεν έχει να μας προσφέρει κάτι σημαντικό.
Αυτό που ξέραμε μέχρι τότε ήταν ότι τελειώνουμε το δημοτικό για να μάθουμε να μιλάμε, να λογαριάζουμε αριθμούς για να μην μας κοροϊδεύουν στους υπολογισμούς και αύριο μεθαύριο να μας αγοράσει ο πατέρας ένα αυτοκίνητο, αγροτικό για να ξεκινήσουμε τα μεροκάματα. Να πουλάμε φρούτα και λαχανικά σαν πλανόδιοι. Αυτό είναι το στάνταρ επάγγελμα σε εμάς. Λαχανικά και φρούτα, ότι έχει η εποχή.
Θυμάμαι πολλά από το σχολείο. Τους συμμαθητές μου, τις φασαρίες και τους καβγάδες, τα μαθήματα που μου άρεσαν, τους δασκάλους μου. Ακόμη έχω επαφή με τους δασκάλους γιατί είμαι διαμεσολαβητής. Συνεργάζομαι με το Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου σε ένα πρόγραμμα που αφορά την ένταξη παιδιών Ρομά στα σχολεία. Είμαι κάπου ανάμεσα στον γονέα και το σχολείο. Ότι πρόβλημα έχει ο γονέας με τα παιδιά του το μεταφέρω στο σχολείο και ότι πρόβλημα υπάρχει στο σχολείο το μεταφέρω στον γονέα. Όλοι μαζί προσπαθούμε να βρούμε λύσεις.
Δεν υπάρχει πια παιδί που δεν πάει σχολείο. Σήμερα έχουμε ακόμη νήπια και προνήπια. Το σχολείο είναι γύρω στα δυο με τρία χιλιόμετρα και τα παιδιά φτάνουν εκεί με λεωφορείο που έχει διαθέσει δωρεάν το Κτελ Ηρακλείου.Τα τελευταία χρονιά έχει γίνει μεγάλη πρόοδος. Για πρώτη φορά φέτος έχουμε εφτά παιδιά στο γυμνάσιο και τρία στο λύκειο. Αυτό πρέπει να γραφτεί στο βιβλίο Γκίνες! Είναι η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που υπάρχει ο καταυλισμός εδώ στην Αλικαρνασσό που έχουμε παιδιά στο Γυμνάσιο και το Λύκειο που δεν θέλουν να σταματήσουν, που τους αρέσει το σχολείο. Κάνουμε πολλές συζητήσεις με τα νέα παιδιά. Μου ζητούν πολλές φορές συμβουλές, τους βοηθάω και στα μαθήματα γιατί κανένας από τους υπόλοιπους δεν ξέρει τι γίνεται στο γυμνάσιο και στο λύκειο.
Οι γονείς πια είναι πιο ελαστικοί από την προηγούμενη γενιά. Τώρα οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να κάνουν αυτό που θέλουν , να σπουδάσουν, να φύγουν.
Οι γονείς μου μένουν στον καταυλισμό.
Έχω άλλα τέσσερα αδέρφια παντρεμένα. Ήμουν τυχερός σε σχέση με άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Μεγάλωσα μέσα σε ένα σχεδόν κανονικό σπίτι φτιαγμένο από τούβλα και μπετό. Γιατί λέω σχεδόν; Επειδή δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε ρεύμα. Τα ξαδέρφια μου όμως δίπλα μας ζούσαν σε παράγκα από ξύλο και νάιλον.
Κάποιοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να χτίσουν ένα απλό σπίτι. Είναι και άλλοι που φοβούνται να χαλάσουν τις οικονομίες που μάζεψαν με κόπο για να χτίσουν μήπως κάποιος έρθει και το γκρεμίσει. Σε εμένα το έκαναν. Πέρυσι το καλοκαίρι που προσπάθησα να χτίσω ένα σπίτι στον καταυλισμό ήρθαν και μου το γκρέμισαν. Είπαν πως ήταν αυθαίρετο. Δικαιολογίες. Μετά από αυτό είπα τέλος, μέχρι εδώ και έφυγα.
Προτιμούν να είμαστε στο σκοτάδι.
Αν ο Δήμος και η Περιφέρεια αποφασίσει να μας δώσει ρεύμα τότε όλα θα είναι νόμιμα και αυτό δεν το θέλουν. Δεν μαζεύουν τα σκουπίδια από εμάς. Δεν μας δίνουν ρεύμα. Δεν μας φτιάχνουν την αποχέτευση. Νομίζω πως τελικά θέλουν να βγάζουν αυτήν την εικόνα προς τα έξω για μας έτσι ώστε και οι υπόλοιποι δημότες να μας λυπούνται, να λένε «Κοίτα τους καημένους» και να μας δείχνουν με το δάχτυλο. Δεν μου κάνει εντύπωση τίποτα από όλα αυτά. Τα ζω, τα βλέπω. Τουλάχιστον καταφέραμε σε συνεννόηση με την ΕΥΔΑΠ και φέραμε νερό στον χώρο μας. Δόξα τον Θεό. Μπορεί να μένουμε εδώ με εισαγγελική απόφαση όμως θέλουν να μας διώξουν. Υπάρχουν έγγραφα. Δεν φτάσαμε μια μέρα μόνοι μας εκεί και είπαμε μας αρέσει εδώ, ας μείνουμε. Οι γονείς μου, μου έλεγαν πως ο χώρος αυτός ήταν μια χαβούζα, μια μεγάλη τρύπα με σκουπίδια. Σιγά σιγά, με πολύ κόπο κατάφεραν και τον καθάρισαν, τον ομόρφυναν.
Τα προβλήματα είναι πολλά και μεγάλα.
Το ρεύμα νομίζω όμως πως είναι το μεγαλύτερο. Αν ερχόσουν ένα βραδάκι στον καταυλισμό νομίζω πως δεν θα άντεχες τον ήχο από τις γεννήτριες ούτε για πέντε λεπτά. Φαντάσου έναν μικρό χώρο που φιλοξενεί τόσες πολλές οικογένειες και στο κάθε οίκημα να υπάρχει από μια γεννήτρια. Ο θόρυβος είναι ανυπόφορος. Όταν πέφτει το βράδυ λίγοι βγαίνουν από το σπίτι.
Αν υπάρχει ρατσισμός απέναντι στους Ρομά;
Είναι ίσως η μόνη ερώτηση που μπορείς να μου κάνεις και να σου απαντήσω αμέσως. Δεν υπάρχει ερώτηση, υπάρχει μόνο απάντηση. Βίωσα ρατσισμό. Βίωσα όμως τον ρατσισμό σαν Γιώργος όχι απαραίτητα σαν Ρομά. Θέλεις να σου περιγράψω μια ημέρα μας; Το πρωί ξυπνάν οι γονείς και μετά τα παιδιά. Τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο. Ο πατέρας πηγαίνει στην Κεντρική Λαχαναγορά στο Ηράκλειο φορτώνει πράγματα και γυρίζει στα απομακρυσμένα χωριά πουλώντας τα μέχρι το μεσημέρι. Η μητέρα μαζεύει το σπίτι, συγυρίζει και καθαρίζει. Το μεσημέρι που σχολάν τα παιδιά μαζεύονται στην αυλή για παιχνίδι. Γυρνάει ο πατέρας και τρώνε μεσημεριανό. Αυτήν την ημέρα την έζησες και εσύ στο δικό σου σπίτι, έτσι δεν είναι; Πόσο πολύ διαφέρουμε;
Έχω όνειρα.
Δεν έχω στόχους. Μου αρέσει πιο πολύ να λέω όνειρα. Θέλω στο μέλλον να καταφέρω να αποκτήσω ένα δικό μου σπίτι και να έχω μια καλή δουλειά για να προσφέρω στην οικογένεια μου όσα χρειάζεται.Ο θείος μου, μου έλεγε συνέχεια ιστορίες για το πόσο διαφορετικά ήταν τότε τα πράγματα. Δεν τους ένοιαζε αν είχαν σπίτι, αυτό που μετρούσε πιο πολύ ήταν να μπορούν να προσφέρουν τα αναγκαία στην οικογένεια τους. Θα ήθελα να ζούσα σε εκείνη την εποχή. Σήμερα είμαστε χαμένοι. Τότε οι άνθρωποι ήταν πιο αυθεντικοί. Είχαν άλλες αξίες.
Δουλεύω πολύ για να τα καταφέρω. Το πρωί σε ένα γηροκομείο και μετά σε ένα καφέ. Και η Άννα θα δουλέψει εκεί που θέλει με το καλό μόλις γεννήσει το δεύτερο μας παιδί.
Όµοια δεν είναι αυτά τα δύο;
“Εκ νάι καλά ε ντούι;”
Η Ευαγγελία Γούλα είναι εικαστικός και κινηματογραφίστρια.
Μέσω της δουλειάς της, μας βοηθά να μπούμε στην πραγματικότητα των Ρομά στον καταυλισμό του Ηρακλείου Κρήτης. Αποτυπώνει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις ιδέες τους. Επιχειρεί με ευαισθησία να αναδείξει το κοινωνικό πρόβλημα που λαμβάνει χώρα μόλις ένα χιλιόμετρο πέρα από το αεροδρόμιο της πόλης, σε μια αναπτυγμένη περιοχή της Κρήτης, η οποία φιλοξενεί κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες.
Εργάζομαι ως εικαστικός στον τομέα της εκπαίδευσης στο Ηράκλειο Κρήτης.
Πριν λίγα χρόνια, είχα την πρώτη μου επαφή με τους μικρούς Ρομά από τον καταυλισμό. Τα μελαχρινά τους πρόσωπα και το σπινθηροβόλο τους βλέμμα, με οδήγησε να πραγματοποιήσω εργαστήρια μέσα στον καταυλισμό ώστε να δω πως ζουν. Με τον καιρό τους γνώρισα σχεδόν όλους και οι επισκέψεις μου στον καταυλισμό έγιναν καθημερινές.
Όταν ένα κορίτσι γύρω στα δεκατρία σταμάτησε το σχολείο επειδή το αρραβώνιασαν, σκέφτηκα «Ρε γαμώτο τι γίνεται;». Ναι μεν, αυτό είναι κάτι το οποίο γνωρίζουμε γενικά και αόριστα, ναι μεν νομίζουμε ότι αυτό το έθιμο είναι κάπως ξεπερασμένο από τη στιγμή που βλέπουμε τα παιδιά στο σχολείο, όμως δεν πάει ο νους σου ότι μπορεί όντως να συμβεί.
Αυτή ήταν η αφορμή για το πρώτο μου ντοκιμαντέρ. Ένα εθνογραφικό ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στον καταυλισμό και εστιάζει στη θέση της γυναίκας, όπως η ίδια την αντιλαμβάνεται και όπως διαμορφώνεται κοινωνικά μέσα από το γάμο. Μια ταινία που πραγματεύεται τον θεσμό του γάμου στην φυλή των Ρομά. Τι συμβαίνει όταν το κορίτσι γίνει δεκατριών χρονών; Το παιδί γεννάει παιδί.
Ιτσάι Ρομνί είναι ο τίτλος της πρώτης μου ταινίας, όπου Ιτσάι είναι το παιδί και Ρομνί είναι η παντρεμένη γυναίκα.
Το κορίτσι γυναίκα. Στην πρώτη ταινία κατάφερα και προσέγγισα την Μαρία, που μου άνοιξε το σπίτι και την καρδιά της. Η γυναίκα αυτή είχε χάσει τον άνδρα της και ζούσε κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Μέσα από την ζωή της ξετυλίγεται το κουβάρι και η ιστορία του γάμου. Όσο όμως ο χρόνος περνούσε γεννιόταν η ιδέα για την δεύτερη ταινία.
Στην δεύτερη ταινία δεν είχα στόχο. Προσπαθούσα με την κάμερα μου να γνωρίσω τα μέλη της κοινότητας μέχρι που ένα βράδυ, ο κυρ Γιώργης, ο μεγαλύτερος της φάρας μου αποκάλυψε την ιστορία της οικογένειας. Μια συγκλονιστική ιστορία. Αυτή είναι η μαγεία του κινηματογράφου παρατήρησης.
Με κέντρισαν όλες αυτές οι παραδόσεις που έχουν μείνει αναλλοίωτες μέσα στον χρόνο:
Ο γάμος, που αποτελεί βασική αποστολή των ανθρώπων σε αυτή την κοινωνία, η πανηγυρική επίδειξη στους καλεσμένους του «σεντονιού» ως απόδειξη της εντιμότητας της νύφης, ο τρόπος ζωής των γυναικών και η θέση τους μέσα στην ομάδα. Έμεινα στην κοινότητα μέχρι σήμερα εστιάζοντας στην καθημερινότητα τους , την κουλτούρα τους. Έμεινα επίσης γιατί η ιστορία τους αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η ταινία μου να αγγίξει και να προβληματίσει. Εστιάζω στον άνθρωπο. Στην άλλη όψη του νομίσματος.
Ήθελα πολύ να μελετήσω αυτήν την κοινότητα. Εστίασα σε βάθος και ανέλυσα το θέμα για να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται. Ακολούθησα την μέθοδο της παρατήρησης, δεν ήθελα να επεμβαίνω σε ότι συνέβαινε. Δεν μπήκα στην διαδικασία της ερώτησης. Τον πρώτο καιρό που δεν με γνώριζαν, ήταν δύσκολο να με δεχτούν. Όμως και εγώ στην αρχή, ήρθα αντιμέτωπη με τα δικά μου στερεότυπα. Τώρα πια είμαι εκεί τέσσερα χρόνια. Γνωριζόμαστε, εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο, είμαι μέλος της κοινότητας με τον δικό μου τρόπο και ρόλο. Οι άνθρωποι του καταυλισμού ζουν μαζί και αισθάνονται ασφάλεια. Τα χωριά μας σκέψου δεν είναι διαμορφωμένα με αυτόν τον τρόπο; Οι συνοικίες στην Αθήνα δεν είναι διαμορφωμένες με τέτοιο τρόπο; Όταν το ‘70 οι άνθρωποι έφυγαν από τα χωριά και ήρθαν στην Αθήνα δεν έχτισαν τα σπίτια έτσι ώστε να είναι κοντά;
Είμαι με το μέρος τους. Στηρίζω όλο αυτό που κάνουν. Πριν 100 χρόνια κάποιος, κάπου έβαλε μια πέτρα σε ένα σημείο και είπε αυτό είναι το χωριό μου. Το ίδιο έκαναν και αυτοί. Στο μέρος που ζουν τώρα μεταφερθήκαν προσωρινά το ‘81. Χρόνια μετά άρχισαν να διεκδικούν το χώρο. Που να πάνε; Που να τους κρύψουμε; Γιατί να τους μεταφέρουν τώρα και να τους ξεκινήσουν από το μηδέν;
Η κατάσταση στο καταυλισμό εντάσσεται σε έναν φαύλο κύκλο από τις δημοτικές αρχές.
Ποιες ενέργειες έχουν γίνει από την πλευρά της πολιτείας για την ομαλή ένταξη των Ρομά στην κοινωνία του Ηρακλείου, τη λύση του στεγαστικού ζητήματος, του ηλεκτρισμού και των άλλων παροχών που θεωρούνται, στον υπόλοιπο κόσμο, αυτονόητες για μια αξιοπρεπή διαβίωση; Σχεδόν καμία. Από το 1983 έχει εγκριθεί σχετική διάταξη για την «οργανωμένη εγκατάσταση των Ρομά», χωρίς να έχει υλοποιηθεί εξ’ολοκλήρου κανένα σχέδιο έως τώρα. Σε ένα άλλο σχέδιο για το οποίο είχε συλλεχθεί ένα πολύ μεγάλο ποσό και ενώ οι εργασίες είχαν ξεκινήσει, σταμάτησε το 2002, μετά τις τοπικές εκλογές που ανέδειξαν νέους δημοτικούς άρχοντες. Την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, η πολιτεία αποφάσισε να χορηγήσει στεγαστικά δάνεια στους Ρομά του καταυλισμού, για να αγοράσουν οικόπεδο και να οικοδομήσουν κατοικίες. Τα δάνεια ήταν ύψους 60.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν για την αγορά του οικοπέδου και το χτίσιμο του σπιτιού.
Αρκετές οικογένειες δεν εκταμίευσαν καν το ποσό που τους αναλογούσε. Οι οικογένειες που εκταμίευσαν τα χρήματα δεν κατάφεραν να τα αξιοποιήσουν πλήρως. Οι τράπεζες άρχισαν να ζητούν δόσεις τις οποίες οι Ρομά δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν και έτσι άρχισαν να διαισθάνονται ότι εξαπατήθηκαν και ότι αυτά τα δάνεια θα γίνουν η καταστροφή τους. Οι δημοτικές αρχές από το 1995 έως σήμερα, θεωρούν τον καταυλισμό παράνομο, κάνοντας ό,τι μπορούν για να τον διώξουν από την περιοχή και το 1999 η ίδια αρχή χαρακτήρισε τους Ρομά ως καταπατητές δημοτικής περιουσίας, αδιαφορώντας για το πού θα πάνε. Από τον Ιούλιο του 2009 η δημοτική αρχή πιέζει τους Τσιγγάνους να εγκαταλείψουν τον καταυλισμό, αλλιώς θα εφαρμόσει τον Νόμο περί αυθαιρέτων κατασκευών, τη στιγμή που στην πόλη του Ηρακλείου παραμένουν ανενόχλητα χιλιάδες αυθαίρετα σπίτια.
Οι καταυλισμοί παγκοσμίως οργανώνονται ανά φάρες και φυλές.
Στην Αλικαρνασσό ζει η φάρα των Σεραφειμοπουλέων και η φάρα των Χαλκιδέων που οργανώθηκαν σαν φυλή με κοινά ήθη και έθιμα. Οι Χαλκιδέοι ήρθαν στην Κρητη το ’70 από την Χαλκίδα και χαρακτηριστικό τους είναι ότι, ως μητρική γλώσσα έχουν την ελληνική και όχι την Ρομανί.
Η φάρα των Σεραφειμόπουλων, έρχεται από την Γαστούνη Ηλείας. Ο πατέρας τους, ο Παρασκευάς Σεραφειμόπουλος γεννήθηκε την δεκαετία του ‘30 και μεγάλωσε στην Πελοπόννησο. Ο Παρασκευάς ήταν ένας άνθρωπος που στα δεκατρία του,τον πήραν οι αντάρτες στον πόλεμο. Από αυτούς έμαθε να γραφεί και να διαβάζει. Όταν γύρισε πια μετά τον πόλεμο, του έδωσαν ένα όπλο και ένα άλογο. Περιπλανήθηκε στη Μάνη όπου γνώρισε την γυναίκα του, την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Η γυναίκα του η Αμαλία, καταγόταν από την οικογένεια των Χαλιλόπουλων που ζούσε τότε στην Μάνη, μια από τις πιο πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες των Τσιγγάνων. Ασχολήθηκε με το ζωοεμπόριο αλόγων. Μιλούσε αγγλικά και ιταλικά και έφτασε να κάνει εισαγωγή στην Ιταλία πάνω από 1300 άλογα. Μετά από ένα τραγικό συμβάν έφυγαν για την Κρήτη.
Ποτέ δεν πίστευα ότι θα τους άκουγα να παραπονιούνται για τον τρόπο που ζουν.
Η αίσθηση που έχεις όταν μπαίνεις στον καταυλισμό από θέμα συμπεριφοράς είναι η αίσθηση που σου δημιουργείται όταν μπαίνεις σε ένα χωριό. Οι συνθήκες όχι. Δεν μοιάζουν σε τίποτα με τις συνθήκες της υπόλοιπης κοινωνίας. «Είμαστε στο σκοτάδι! Κυριολεκτικά και μεταφορικά» μου έχουν πει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην καθημερινότητα τους είναι η ηλεκτροδότηση, η οποία συνεχίζει να γίνεται με γεννήτριες σε όλο τον καταυλισμό, κάτι που κάνει τη ζωή τους να μοιάζει με την Ελλάδα στις αρχές του περασμένου αιώνα. Το καλοκαίρι δεν έχουν ούτε την δυνατότητα για παγωμένο νερό . Σκορπάν τα λεφτά τους να αγοράσουν παγωμένα μπουκάλια το πρωί για να πιούν έναν δροσερό καφέ.
Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα είναι το επαγγελματικό. Κάποιες γυναίκες δουλεύουν στον δήμο με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και έχουν πάρει μια ανάσα. Έρχονται σε επαφή με τον κόσμο έξω. Παίρνουν ερεθίσματα. Οι άντρες όμως που ασχολούνται καθαρά με το εμπόριο έχουν σοβαρά προβλήματα. Δεν τους δίνουν άδειες, τους γράφουν συνέχεια με υπέρογκα ποσά .Το γεγονός πως είναι αναλφάβητοι και δεν μπορούν να απασχοληθούν με κάτι άλλο πέρα από αυτό που έχουν μάθει, τους δυσκολεύει και τους περιορίζει.
Η πλειοψηφία έχει φτιάξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ένα σπιτάκι. Με γυψοσανίδα, τσίγκο, χωρίς οροφή. Αυτό που ζητούν είναι να τους αφήσουν ήσυχους . Να μην φοβούνται καθημερινά ότι μπορεί να μπει μια μπουλντόζα να τα γκρεμίσει όλα. Να τελειώσει το θέμα της μετεγκατάστασης. Να φτιαχτούν οι δρόμοι . Να λυθεί το αποχετευτικό. Να έχουν ρεύμα και νερό. Μπορεί σήμερα στον χώρο του καταυλισμού να υπάρχει νερό αλλά ακόμη και αυτό είναι σχετικό. Έχει πετάξει η ΔΕΥΑ μια βρύση κοινή για όλους. Εκατόν πενήντα άνθρωποι με μια βρύση.
Όσοι τους γνωρίζουν τους αποδέχονται.
Στο περίπτερο κοντά στον καταυλισμό από όπου ψωνίζουν τα πάντα , ειδικά το καλοκαίρι, ο ιδιοκτήτης κάνει ότι μπορεί για να τους στηρίξει και να τους βοηθήσει. Έχουν καλές σχέσεις με τους ανθρώπους που έχουν μαγαζιά στην Αλικαρνασσό. Όσοι όμως δεν τους γνωρίζουν, δεν θέλουν να ακούν για αυτούς. Πριν δυο χρόνια η δημοτική αρχή είχε βρει ένα οικόπεδο, σε ένα διπλανό χωρίο, για την μετεγκατάσταση τους. Ξεσηκώθηκαν όλοι. Όταν κάποιος από τον καταυλισμό θέλησε να αγοράσει ένα παλιό σπίτι σε ένα διπλανό χωριό του είπαν «Σε αγαπάμε Γιώργο αλλά δεν μπορείς να έρθεις να μείνεις εδώ με όλη σου την φάρα». Έπειτα έριξαν τα χρήματα τους στον καταυλισμό. Και καλά κάνανε.
Η Κρήτη είναι γεμάτη με χωριά που έχουν όχι μόνο αλλά τους δικούς τους άγραφους νόμους ακόμη και παραβατική συμπεριφορά. Δεν τους ενοχλεί όμως κανείς. Τόσο πολύ ενοχλούν τόσο πολύ εκατόν πενήντα οικογένειες στην Αλικαρνασσό;
Τα παιδιά αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα γιατί είναι δίγλωσσα.
Μέχρι τα τέσσερα τους που θα πάνε πια στο νηπιαγωγείο μιλούν την τσιγγάνικη διάλεκτο . Όταν λοιπόν τους μιλάει η δασκάλα τους, κάποια δεν την καταλαβαίνουν. Αυτό τα αφήνει πίσω. Φεύγουν από τον καταυλισμό και μπαίνουν σε έναν νέο κόσμο. Επιστρέφουν έπειτα στον καταυλισμό. Όλο αυτό τους δημιουργεί μια σύγχυση. Αισθάνονται άσχημα μέσα στο σχολείο.
Σε μια επίσκεψη μου στην Αντιδήμαρχο κοινωνικής πολίτικης είπα «Σταματήστε να ψάχνετε για οικόπεδα και επιδοτούμενα προγράμματα. Δώστε βάρος στον καταυλισμό και βοηθήστε τους ανθρώπους αυτούς να αισθανθούν καλύτερα . Εστιάστε στην νέα γένια και βοηθήστε τα παιδιά γιατί αυτά τα παιδιά δεν θα θελήσουν να στήσουν μια παράγκα η ένα σπίτι στον καταυλισμό. Θα θελήσουν να φύγουν.»
Ο Γιώργος τα κατάφερε, τελείωσε το σχολείο και έφυγε από τον καταυλισμό.
Σημερα νοικιάζει ένα σπίτι κοντά. Το παιδί δυσκολεύεται πολύ αλλά έκανε ένα πολύ μεγάλο και δύσκολο βήμα.Τον καμαρώνω, γιατί μου μαθαίνει πως η ανθρωπιά δεν είναι λόγος αλλά πράξη, πως δεν είναι παθητική κατάσταση αλλά αδιάκοπη ενέργεια.
Ένα ταξίδι τα έγκατα της γης και ένα δρεπάνι η ζωή των Ρομά.
Πάμε από την αρχή;
“Μια νύχτα λοιπόν η Γαία έριξε ένα μαγικό βότανο στο κρασί του Ουρανού και αυτός έπεσε σε βαθύ ύπνο. Κατόπιν πήγε στα Τάρταρα όπου ήταν φυλακισμένα τα παιδιά της. Αυτά μόλις την αντίκρισαν άρχισαν τα κλάματα και την παρακαλούσαν να τα βγάλει από τα σκοτεινά κελιά τους. Ο Κρόνος, ο νεότερος απ’ όλους τους Τιτάνες, θύμωνε όλο και περισσότερο με το σκληρόκαρδο πατέρα του και λυπόταν τα αδέρφια του που έκλαιγαν όλη μέρα και όλη νύχτα μέσα στα σκοτεινά και παγωμένα κελιά τους. Ο Κρόνος ανακοίνωσε στη Γαία ότι θα τιμωρούσε με τα χέρια του το θεϊκό πατέρα του. Χαρούμενη η Γαία έδωσε ένα μαγικό βότανο στον Κρόνο και αμέσως έπεσαν οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος. Μετά, ανέβηκαν οι δυο τους στην επιφάνεια και ο Κρόνος αντίκρισε τον κόσμο που δεν πρόλαβε να δει μόλις γεννήθηκε.”
Η μυθολογία μοιάζει με ένα σενάριο ζωής που έχει πολλές εκδοχές, με την αφήγηση να μένει ανοιχτή στους αιώνες σαν κάτι να περιμένει.
Οι προκλήσες που αντιμετωπίζουν οι Ρομά είναι συνδεδεμένες με μια βαθιά ριζωμένη αθιγγανοφοβία. Σήμερα η ΕΕ ζητά την στρατηγική αντιμετώπιση και νομικά δεσμευτικούς στόχους για όλα τα κράτη μέλη αφού οιΡομά αποτελούν την μεγαλύτερη εθνική μειονότητα της Ευρώπης. Όλες οι θετικές πρωτοβουλίες μέχρι σήμερα ήταν μεμονωμένες και περιστασιακές. Δεν υπάρχει ένα Εθνικό Σχέδιο, στα πρότυπα και των αιτημάτων της ΕΕ, που να λειτουργεί στην κατεύθυνση της ένταξης των Ελλήνων Ρομά με συνέπεια και συνέχεια. Τα εμπόδια τίθενται από τις πολιτικές δυνάμεις, τις τοπικές αρχές και ορισμένες φορές και από την ίδια την κοινωνία. Όπου όμως υπάρχει ρατσισμός, δε μπορεί να υπάρξει ενσωμάτωση.
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί στο παρελθόν από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαιωμάτων του ανθρώπου για ρατσισμό. Για όσα έκανε και κυρίως για όσα δεν έκανε. Μια από τις υποθέσεις που έχει προσκομίσει το ΣΟΚΑΔΡΕ στην ECSR με βάση τις οποίες καταδικάστηκε η Ελλάδα είναι και αυτή της Νέας Αλικαρνασσού Κρήτης.
Στην Ελλάδα οι τσιγγάνοι έχουν ιστορία 7 αιώνων. Ξεκινώντας από την Κρήτη, το Ναύπλιο, την Μεθώνη, την Κέρκυρα., την Ζάκυνθο. Σήμερα στην Ευρώπη ζούνε τουλάχιστον δώδεκα εκατομμύρια Ρομά, μιλούν την ίδια προφορική γλώσσα, και είτε είναι Χριστιανοί είτε Μουσουλμάνοι λατρεύουν τον Άη Γιώργη σε μια παγανιστική μυσταγωγία της άνοιξης που κλείνει τον κύκλο του χρόνου και ακυρώνει τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου, το γνωστό σε όλους μας Εντερλέζι.
Μέχρι σήμερα νόμιζα πως το Εντερλέζι είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι των Ρομά. Το είχα ακούσει πρώτη φορά στην ταινία «Ο καιρός των Τσιγγάνων», του Εμίρ Κουστουρίτσα, στην εκδοχή του Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Αυτή η μουσική μοιάζει σαν να ένωσε τα Βαλκάνια. Μια μουσική που δεν γνωρίζει σύνορα. Μου προκαλούσε πάντα ανατριχίλα, ένα λυγμό, μια γλυκιά μελαγχολία στο άκουσμα του. Έρχεται στο νου μου ο Ελύτης στις κλεψύδρες του αγνώστου.
«Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων
τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας τ’ αρχικά της στο σκοτάδι
πιο κοντά στην κλειδαριά μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση…»
Όπως λένε και οι ίδιοι μια γλυκιά γλώσσα µένει σ’ αυτό τον κόσµο, άλλο τίποτε
“Εκ γκουγκλί τσχιπ ατσχέλ αν καγιάν τουνιάβα, αβέρ κχάντσικ”
Όλοι μας συγκινούμαστε με τις ιστορίες τους. Τα προβλήματα όμως ξεκινούν όταν ζητούν μια θέση δίπλα μας.
Πρωτότυπος Τίτλος έργου: Oti Vakeresa Mange
Ελληνικός τίτλος: Ό,τι λες για μένα
Κατηγορία: Ντοκιμαντέρ
Στυλ: Κινηματογράφος Παρατήρησης
Σκηνοθεσία/Παραγωγός: Ευαγγελία Γούλα
Πρόκειται για μια ταινία ντοκιμαντέρ στα πλαίσια του κινηματογράφου παρατήρησης, που στοχεύει να προβάλει τη ζωή και τις προσωπικές ιστορίες των Ρομά του καταυλισμού της Νέας Αλικαρνασσού Ηρακλείου Κρήτης. Να αναδείξει την αθέατη πλευρά αυτών των ανθρώπων, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την προσωπική τους ταυτότητα έναντι της εθνοτικής και να καταστήσει την κοινή γνώμη κοινωνό στο θέμα του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων που υφίσταται η ομάδα αυτή. Στόχος μας η επικοινωνία της ζωής των Ρομά και η άρση του κοινωνικού αποκλεισμού μιας εθνολογικής ομάδας, μέσω της κινηματογραφίας. Στόχος να ευαισθητοποιήσουμε τόσο καλλιτεχνικά όσο και κοινωνικά.
Σκηνοθεσία/Direction: Ευαγγελία Γούλα / Evagelia Goula
Χώρα Παραγωγής/Country: Ελλάδα / Greece
Διάρκεια/Duration: 52′ 40″
Έτος Παραγωγής/Year: 2017
Γλώσσα/Language: Ελληνικά, Τσιγγάνικα
Υπότιτλοι/Subtitles: Αγγλικά, Ελληνικά
Η ταινία αναφέρεται στη διαπραγμάτευση του γαμήλιου θεσμού των Ελλήνων Ρομά. Στηρίζεται σε προσωπικές μαρτυρίες γυναικών και ανδρών Ρομά της κοινότητας του Ηρακλείου Κρήτης. Εστιάζει στη θέση της γυναίκας, στον τρόπο ζωής της, στο τρόπο που η ίδια αντιλαμβάνεται την θέση της καθώς και το πώς προσδιορίζεται κοινωνικά μέσα από το γάμο.
Δείτε περισσότερα για τα εθνογραφικά ντοκιμαντέρ της Ευαγγελίας Γούλα
Youtube Channel: εδώ
Φωτογραφίες: Eυαγγελία Γούλα, Βιλλανάκης Κώστας