Η προβολή της ταινίας Το χρυσάφι του Ρήνου, παρουσία του διάσημου σκηνοθέτη και αγαπημένου του Φεστιβάλ, Φατίχ Ακίν, πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 5 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο Ολύμπιον. Την προβολή τίμησαν με την παρουσία τους ο σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν, ο ηθοποιός Arman Kashani και ο ράπερ Giwar Hajabi, στα βιώματα του οποίου βασίστηκε η ταινία.
Αρχικά, τον λόγο πήρε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του καιρού μας. Είναι επίμονος, τολμηρός, παθιασμένος, αλλά και απέραντα τρυφερός. Στις ταινίες του έχει μιλήσει για όλα τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου μας –πολύ συχνά μέσα από τη δύναμη και τη μαγεία της μουσικής. Είναι ο γείτονάς μας, ο φίλος μας, Φατίχ Ακίν».
Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης καλωσόρισε τον Φατίχ Ακίν, ο οποίος εισέπραξε ζεστό χειροκρότημα από το κοινό. «Η Θεσσαλονίκη έχει πάντα ανοιχτή την αγκαλιά της για να με υποδεχτεί και σας ευχαριστώ από καρδιάς. Ελπίζω να σας αρέσει η ταινία, η οποία θα κυκλοφορήσει σύντομα στους κινηματογράφους από τη Rosebud.21. Αυτή η ταινία αποδείχτηκε ένα μεγάλο στοίχημα για μένα. Ενόσω τη γύριζα έχασα τον πατέρα μου και αυτή ήταν μονάχα μία από τις δυσκολίες που αντιμετώπισα».
Ωστόσο, υπήρξαν και θετικές εκπλήξεις, όπως ανέφερε σχετικά. «Απέκτησα και πάρα πολύ στενούς φίλους, ο Arman είναι ένας από αυτούς. Είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία και μάλιστα τον ανακάλυψε η γυναίκα μου, που είναι casting director και έχει πολύ καλό “μάτι”. Θα ήθελα να τονίσω και τη δημιουργία μιας ακόμη δυνατής φιλίας. Ο Emilio Sakraya, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, δεν μπορούσε να είναι μαζί μας σήμερα λόγω γυρισμάτων στη Βουδαπέστη, ενσαρκώνει όμως έναν πραγματικό ήρωα. Έναν άνθρωπο του οποίου η ζωή είναι γνήσια κινηματογραφική, ακριβώς επειδή είναι τραγική, κωμική, βίαια, αλλά και πάρα πολύ τρυφερή και βαθιά ανθρώπινη. Είναι εκείνος που ενέπνευσε την ιστορία αυτή, ο Giwar Hajabi», εξήγησε ο σκηνοθέτης και ευχήθηκε στο κοινό να απολαύσει την ταινία. Όπως είπε χιουμοριστικά, «αν σας
αρέσει, πείτε το σε όλους τους φίλους σας, ενώ αν δεν σας αρέσει πείτε το στους εχθρούς σας».
Μετά την προβολή, ακολούθησε Q&A με τους Φατίχ Ακίν, Arman Kashani και Giwar Hajabi. Σε ερώτηση για το πώς ξεκίνησε το πρότζεκτ, τον λόγο πήρε ο Giwar Hajabi. «Όταν ήμουν ακόμη στη φυλακή με προσέγγισαν πολλές εταιρείες παραγωγής με σκοπό να γυρίσουν μια ταινία για μένα. Όταν αποφυλακίστηκα, επτά χρόνια αργότερα, μίλησα με τον δικηγόρο μου και του ζήτησα να βρει κάποιον αρκετά υπεύθυνο για να
αναλάβει το εγχείρημα της βιογραφίας μου. Όταν ο Φατίχ Ακίν, του οποίου είμαι θαυμαστής, ενδιαφέρθηκε, δεν το πίστευα. Είναι ένα προτζεκτ για το οποίο είναι περήφανη και η μητέρα μου».
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με τη σχέση που έχει ο Φατίχ Ακίν με τη ραπ μουσική και το
πώς συνδέεται δραματουργικά με την ιστορία, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Άκουγα χιπ χοπ τη δεκαετία του ’80. Έμαθα και αγγλικά μέσα από τη χιπ χοπ, καθώς ήμουν συλλέκτης βινυλίων που κυκλοφορούσαν με τους στίχους τυπωμένους. Μετά, χρόνια αργότερα, άρχισε να αναπτύσσεται ένα είδος γκάνγκστερ ραπ στη Γερμανία, το οποίο δεν καταλάβαινα. Σκέφτηκα την απόσταση που θα μπορούσα να έχω από την επόμενη
γενιά, όπως για παράδειγμα οι γονείς των παιδιών που άκουγαν Beatles, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν τι άκουγαν τα παιδιά τους. Χρησιμοποίησα, λοιπόν, την περιέργειά μου για αυτό το είδος μουσικής, ώστε να διερευνήσω αυτές τις αλλαγές. Η γκάνγκστερ ραπ αναπτύσσεται σε σημεία που συμβαίνουν κοινωνικές ζυμώσεις, στις φαβέλες και σε όλα τα μέρη του κόσμου όπου υπάρχει κοινωνική ανισότητα. Καθρεφτίζει το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς».
Στη συνέχεια, ο Φατίχ Ακίν αναφέρθηκε στην τελευταία σκηνή της ταινίας που περιέχει στοιχεία φαντασίας, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τον ρεαλισμό του υπόλοιπου φιλμ. «Ήταν η πρώτη σκηνή που σκέφτηκα, η οποία ήταν αρκετά απαιτητική –οι παραγωγοί μού ζήτησαν αρκετές φορές να την κόψω– ήταν όμως αρκετά σημαντική για μένα. Επειδή ο Giwar είναι τόσο γνωστός, ακόμη και σε οκτάχρονα παιδιά, έχει ήδη λάβει τις διαστάσεις μύθου. Επομένως, το μυθικό στοιχείο συνδεόταν εξαρχής μαζί του, όπως και με τη γερμανική ταυτότητα».
Τον λόγο πήρε αμέσως μετά η Γενική Πρόξενος της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, Σίβυλλα Μπέντικ, που βρισκόταν στο κοινό. Η κ. Μπέντικ ευχαρίστησε τον Φατίχ Ακίν, καθώς παρουσιάζει στην ταινία του τη σύγχρονη Γερμανία, η οποία περιλαμβάνει πολλές κουλτούρες και ταυτότητες. Σε επόμενη ερώτηση του κοινού για το αν μετανιώνει κάτι στη ζωή του, ο Giwar Hajabi απάντησε σχετικά: «Αν γυρνούσα τον
χρόνο πίσω και ήμουν πάλι στην ίδια θέση, μάλλον θα έκανα τα ίδια. Τη ζωή την παίρνουμε όπως έρχεται, κάνουμε επιλογές και βαδίζουμε με αυτές. Ας μην τα πάρουμε όμως όλα αυτά ως παραδείγματα προς μίμηση. Το σημαντικότερο είναι να προσέχουμε όλοι τον εαυτό μας».
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με το πώς δούλεψαν τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας, ο Φατίχ Ακίν σημείωσε πως ήταν πολύ δύσκολο γιατί ο άνθρωπος στον οποίο βασίζεται το φιλμ είναι εν ζωή και συμμετείχε στη διαδικασία. «Αν μιλούσαμε για τον Ναπολέοντα, φυσικά δεν θα μπορούσε να σηκωθεί από εκεί που είναι και να παρέμβει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. Από την πλευρά του, ο Arman
Kashani, μιλώντας για τον χαρακτήρα που υποδύεται, είπε: «Στη δική μου συνάντηση με το πρόσωπο στο οποίο βασίζεται ο ρόλος μου, ανακάλυψα πως ήταν κάποιος που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει, οπότε η αδυναμία μου να τον αποκρυσταλλώσω με οδήγησε σε μια πιο εκλογικευμένη απόδοση του ρόλου».
Σχετικά με το αν αντιμετώπισε προβλήματα με το γύρισμα μιας βιογραφικής ταινίας, ο
Φατίχ Ακίν ανέφερε σχετικά: «Υπήρχαν τεχνικής φύσεως δυσκολίες. Ήθελα να εξασφαλίσω τη θετική γνώμη των ανθρώπων που θα απεικονίζονταν στην ταινία, αλλά να διατηρήσω ορισμένα περιθώρια δημιουργικής ελευθερίας». Όσο για το αν υπάρχει κάτι για το οποίο είναι περήφανος σχετικά με τη δουλειά του, ο Φατίχ Ακίν εξήγησε: «Είμαι πραγματιστής. Θέλω να ξέρω ότι η ταινία μου δουλεύει και αυτή ήταν μια
δύσκολη ταινία, με γυρίσματα εν μέσω πανδημίας. Έβαλα λεφτά από την τσέπη μου και είχα πολλά ακόμη προβλήματα να λύσω. Τελικά τα ξεπέρασα και είμαι περήφανος που την έκανα. Αυτό που κρατάω πάντα είναι ότι παραμένω μαθητής του σινεμά».