Φωτιές για να ζεσταθεί το νεογέννητο βρέφος, φωτιές για να σκορπιστεί η απλόχερη αγάπη του, φωτιές για να εορταστεί ο ερχομός του. Αυτό ακριβώς είναι οι φωτιές, που αυτές τις ημέρες ανάβουν στη Δυτική Μακεδονία ως ένδειξη συμβολικής επανένωσης των ανθρώπων κάτω από την φωτιά, την ζεστασιά, την θαλπωρή. Κάθε περιοχή θέτει στο επίκεντρο της την φλόγα και αναμένει να υποδεχτεί και να ζεστάνει τους επισκέπτες που συρρέουν κατά χιλιάδες για να συμμετέχουν στο έθιμο. Όμως και οι ντόπιοι, εκείνοι δηλαδή που από μικροί γαλουχούνται με το έθιμο, προσμένουν με αγωνία τον ερχομό και των Χριστουγέννων, των δικών τους μοναδικών Χριστουγέννων.
Οι «Kλαδαριές» ένα από τα ομορφότερα ελληνικά έθιμα, πραγματοποιούνται σε ανάμνηση των βοσκών που άναψαν φωτιές για να αναγγείλουν τη γέννηση του Χριστού. Τα «κόλιαντα» είναι τα κάλαντα στο τοπικό Σιατιστινό ιδίωμα, ενώ την ημέρα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «μπουμπουσάρια» δηλαδή τα καρναβάλια με το καθαρά σιατιστινόΑϊβασιλιάτικο χορό.
«Παιδιάμ’ ήρθαν τα κόλιαντα κι όλοι να τοιμαστείτι πάρτι κι τις τζιουμάκις σας κι στουνΆι – Λιά να βγείτι κι’ απ’ τουνΆι – Λιάστουν Πρόδρομου στα τρία τα πηγάδια, ικεί θα γεν’ το σύναγμα κι’ όλου του συναγώγι
θ’ ανάψουμι τις κλαδαριές θα πούμι κι του χρόνου.»
Το τραγούδι αυτό είναι το προμήνυμα πως πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και πρέπει ν’ αρχίσουν οι σχετικές προετοιμασίες για τον πιο μεγάλο γιορτασμό του λαού μας. Αυτό αναφέρει ο Σιατιστινός κ. Γιώργος Μπόντας Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας -λαογράφος ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την παράδοση και τα έθιμα της περιοχής.
Ψάλλετε από τα παιδιά από τη γιορτή του Άι – Νικόλα έξω από τα σπίτια στις γειτονιές, όπου χτυπούν δυνατά τις «γκαβανούζες» τα μεγάλα κουδούνια, για ν’ αναγγείλουν τον ερχομό των Χριστουγέννων. Αμέσως μετά τη γιορτή του Άι – Δημήτρη, τα παιδιά μαζεύουν από τα χωράφια και τ’ αμπέλια ξερά χόρτα το λεγόμενο «Λόζιο» για τις φωτιές, που αποθηκεύεται στην αχυρώνα (αποθήκη). Ανοίγει στις 23 Δεκεμβρίου για να ετοιμαστεί η «Κλαδαριά». Τις φωτιές ονομάζουν «Κλαδαριές», από τη λέξη κλάδος, που είναι το κύριο υλικό της φωτιάς.
Στις 23 Δεκεμβρίου το μεσημέρι τα παιδιά συγκεντρώνουν το «Λόζιο» στις κεντρικές πλατείες της Σιάτιστας. Στη μέση της πλατείας ανοίγεται λάκκος, όπου βάζουν όρθιο ένα χοντρό ξύλο, το “βεργί”, για να συγκρατεί τα ξερά χόρτα γύρω του.Στην κορυφή του βεργιού δένουν ένα δεμάτι με λόζιο, τη φούντα, και κατόπιν στολίζουν την κλαδαριά με φανταχτερά ξερόχορτα.Μόλις νυχτώσει ανάβουν τις κλαδαριές στις πλατείες της Σιάτιστας, ενώ η τοπική μουσική παίζει χωρίς διακοπή τα «Κόλιαντα». Ένα ξέσπασμα χαράς αγκαλιάζει τις φλόγες με τραγούδια, χορούς και χτυπήματα κουδουνιών. Γύρω από τις κλαδαριές οι μεγάλοι χορεύουν και οι μικροί χτυπούν τα κουδούνια, τις «γκαβανούζες», «τα τζιουκάνια», «τα κυπριά».
Μετά το σβήσιμο των κλαδαριών επακολουθεί μεγάλο γλέντι στα σπίτια ή στα κέντρα της Σιάτιστας. Στις 24 Δεκεμβρίου το πρωί η μητέρα ξυπνάει τα μικρά παιδιά, τα ντύνει και περνά στους ώμους τους ένα σακούλι, για να μαζεύουν τα κόλιαντα και τους δίνει ένα ειδικό ξύλο που είναι χοντρότερο στο ένα άκρο και που ονομάζεται «Τζιουμάκα» από τη λέξη τσομπάνος, βοσκός. Φαίνεται ότι συμβολίζει το ραβδί των βοσκών, οι οποίοι προσκύνησαν το Χριστό τη νύχτα της γεννήσεώς Του. Τα παιδιά μόλις πάρουν τη τζιουμάκα, τη βάζουν να μουσκέψει στο «χαρανί» (καζάνι με νερό) και την αφήνουν εκεί πολλές ημέρες για να σφίξει και να χτυπάει τις πόρτες στα κάλαντα χωρίς να διατρέξει τον κίνδυνο να ραγιστεί.
Με πλήρη την εξάρτησή τους φεύγουν από το σπίτι, κάμνουν παρέα με άλλα γνωστά παιδιά, φίλους ή συγγενείς και γυρίζουν στα γειτονικά ή συγγενικά σπίτια για να μαζεύουν τα κόλιαντα. Με τις τζιουμάκες χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών και λένε το τραγούδι που ταιριάζει για κάθε περίσταση. Από τα πολλά τραγούδια που υπάρχουν, παραθέτω μόνο δύο. Το πρώτο έχει περιπαιχτικό χαρακτήρα και λέγεται σε σπίτι που τσιγκουνεύεται και το δεύτερο λέγεται σε σπίτι που έχει πρόβατα και τσέλιγκα.
Αφέντη μου στην κάπα σου ιννιά χιλιάδες ψείρες
άλλιςγιννούν κι άλλιςκλουσούν κι άλλιςαυγουμαζώνουν
κι άλλιςτουν Θεό παρακαλούν να μην τις ζιουματίσουν.
Ισέναπρέπ’ αφέντη μου τσέλικας για να είσι
να έχεις χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια
νάχουν κουδούνια τα τραϊά, κουδούνια τα κριάρια.
Να παίρν’ τις ράχες, τα βουνά κι στις κορφές να φτάνουν,
να τρων χουρτάρι τρυφερό, να πιν’ νιρό καθάριου.
Μα κατ’ στους κάμπους μη τα πας στα πράσινα λιβάδια,
φυτρών’ αλησμουβότανα, φαρμακερά βουτάνια,
βουσκούν, τα τρών’ τα πρόβατα κι αλησμονούν τα αρνιά τους.
Μετά τους στίχους κάθε τραγουδιού λένε το τραγούδι:
Δος μας τα μπάμπουμ’ δος μας τα, να πούμι κι απού του χρόνου,
Να ζήσεις χρόνους ικατό κι να τους απιράσεις.
Ν’ ασπρίσεις σαν τουνΕλύμπου σαν τ’ άσπρου περιστέρι…
Μετά τα χτυπήματα και τα τραγούδια, βγαίνει χαρούμενη η νοικοκυρά, ενώ τα παιδιά φωνάζουν όλα μαζί δυνατά «Χρόνια Πολλά». Φέρνει μαζί της τα κόλιαντα, που είναι γλυκίσματα, σιτζιούκια, κουλιαντίνες, λουκούμια, καρύδια, σύκα, κάστανα κ.λ.π. Αυτά τα προσφέρει στα παιδιά που τα ρίχνουν στα σακούλια, που έχουν κρεμασμένα στους ώμους.