Οι θεσμικές εγγυήσεις, η κατοχύρωση και το επίπεδο πραγματικής και αποτελεσματικής προστασίας των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως καθιερώνονται στις ευνομούμενες πολιτείες είναι δείγμα της εξέλιξης και του επιπέδου του νομικού τους πολιτισμού. Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μια τέτοια πτυχή του ενός βασικού ανθρώπινου δικαιώματος που προστατεύεται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ποινικής διαδικασίας και συνδέεται άμεσα με την έννοια του κράτους δικαίου. Σε εθνικό επίπεδο ορίζεται στο άρθρο 71 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ότι «οι ύποπτοι και κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους, σύμφωνα με τον νόμο». Η συνεχής καταπάτηση του δικαιώματος απο τα ΜΜΕ και η έξαρση των εγκληματικών φαινομένων οδήγησε στη διεύρυνση του τεκμηρίου αθωότητας με σκοπό η προστασία να περιλαμβάνει και τους υπόπτους. Ειδικότερα τούτο σημαίνει πως κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται αθώο μέχρι την αμετάκλητη απόδειξη της ενοχής του ενώπιον του δικαστηρίου, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο. Στην ελληνική έννομη τάξη, το τεκμήριο αθωότητας εμφανίζεται τόσο στην προδικασία, όσο και στην κύρια ανάκριση μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου. Ο Ν. 4596/2019, που ενσωμάτωσε την Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 «για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας» προβλέπει ότι η προστατευτική εμβέλεια του δικαιώματος εκτείνεται μέχρι: «α) την περάτωση της διαδικασίας με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα, αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει κατηγορούμενος, ή β) την θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την απόρριψη της έγκλησης από τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει απλώς ύποπτος».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και από το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. καθώς θεωρείται ότι αποτελεί μια πτυχή του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη έχουν τη θετική υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων, όταν τα δικαιώματά τους παραβιάζονται. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας δεν είναι απόλυτη και περιορίζεται, ιδίως σε περιπτώσεις που άπτονται της εθνικής ασφάλειας και τη δημόσιας τάξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη διαθέτουν ένα περιθώριο εκτίμησης για τη στάθμιση μεταξύ του ατομικού δικαιώματος και του γενικού συμφέροντος. Αντίστοιχα έχει κρίνει και το Δικαστήριο της ΕΕ.
Ενδέχεται, η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας να έρχεται σε σύγκρουση με τις διατάξεις που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης. Συγκεκριμένα, είναι αποδεκτή η ενημέρωση του κοινού με αντικειμενικές πληροφορίες ή ειδήσεις για την εξέλιξη εκκρεμούσης ποινικής διαδικασίας, ωστόσο δεν θα πρέπει να προεξοφλείται σε καμία περίπτωση η ενοχή οποιουδήποτε εμπλέκεται σε κάποιο έγκλημα, όσο ειδεχθές και αν είναι αυτό.
Η αθωότητα ή μη ενός ανθρώπου που κατηγορείται για ένα έγκλημα, ή είναι ύποπτος της τέλεσής του είναι στοιχείο της προσωπικότητάς του, της τιμής και της υπόληψής του. Παρά την υψηλή νομική κατοχύρωση, συχνό φαινόμενο είναι να εμφανίζονται στα ΜΜΕ, άτομα μη εξουσιοδοτημένα από τον νόμο, χωρίς καμία νομική κατάρτιση οι γνωστοί και ως «τηλεδικαστές», οι οποίοι παραθέτουν τις απόψεις τους -βάσει ενός αμφιβόλου ποιότητας ρεπορτάζ και διενεργούν τις γνωστές «τηλεδίκες» στα τηλεοπτικά παράθυρα. Τα όρια του ρεπορτάζ ορισμένες φορές δεν θα πρέπει να αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της προσωπικότητας κάθε πολίτη, ειδικά όταν η δικαιοσύνη δεν έχει αποφανθεί. Συνήθης πρακτική είναι να βγαίνουν στο προσκήνιο προσωπικά στοιχεία του κατηγορουμένου, παρελθοντικά και μη δεδομένα του, προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, ή προσωπικές συνομιλίες που συνθέτουν τον σκληρό πυρήνα της ατομικότητάς του, που παραβιάζεται, και οι οποίες θα έπρεπε να καλύπτονται από το απόρρητο, και πολλές φορές είναι άσχετες με την υπό δικαστική κρίση υπόθεση- στην καλύτερη περίπτωση- καθώς και αποσπάσματα από την δικογραφία, η οποία δεν είναι προσβάσιμη στο κοινό και παραβιάζει προσωπικά δεδομένα όχι μόνο του υπόπτου και του κατηγορουμένου, αλλά και του ίδιου του θύματος ενώ αποτελεί παραβίαση δικαστικού απορρήτου. Εξάλλου, ορισμένοι και ορισμένες ρεπόρτερ ίσως ξεχνούν πως δεν είναι ντετέκτιβ, ούτε μπορούν να υποκαθιστούν τις αρμόδιες αρχές.
Οι δημοσιογράφοι δεσμεύονται, εκτός από τις προαναφερόμενες διατάξεις, και σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης. Συγκεκριμένα, «ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις». Επίσης, στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση προβλέπεται ότι «οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή» Συνεπώς είναι αδήριτη ανάγκη να εφαρμόζεται το τεκμήριο αθωότητας και απο το δημοσιογραφικό επάγγελμα, κάτι που στην πράξη φαίνεται να τηρείται μόνο υποτυπωδώς.
Ας αναλογιστεί κανείς τη διαπόμπευση, την οποία υφίσταται κάποιος-α από τα ΜΜΕ, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατηγορία ακόμη και για το πιο ειδεχθές έγκλημα. Επιπλέον, η συνεχής προβολή της παραμικρής λεπτομέρειας που αφορά στα εμπλεκόμενα με ένα έγκλημα πρόσωπα, πολλές φορές δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αντίθετα εκθέτει τα θύματα των εγκλημάτων ή τους στενούς συγγενείς τους, των οποίων επίσης τα δεδομένα παραβιάζονται. Μέχρι και ψυχαγωγικές εκπομπές πλέον τοποθετούν το υπό κρίση άτομο σε μια δυσμενή θέση και θέση κοινωνικής απαξίας πριν βρεθεί ενώπιον της δικαιοσύνης. Με αυτόν τρόπο σπιλώνεται η τιμή και η υπόληψη κάθε υπόπτου και μετέπειτα κατηγορουμένου καθώς δημιουργείται αρνητική εντύπωση για την προσωπικότητά του, η οποία δύσκολα μεταβάλλεται αν τελικά αυτός αθωωθεί, ούτε προβάλλεται με την ίδια ένταση ή συχνότητα μια τέτοια είδηση.
Η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας είναι μια ακόμη ειδικότερη πτυχή της δίκαιης δίκης. Η αρχή της δικαιοκρατικής ή δίκαιης δίκης (fair trial) ισχύει με βάση το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και είναι γνωστή ως θεμελιώδης αρχή που διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία ενώπιον των ανακριτικών αρχών και ποινικών δικαστηρίων. Το επίπεδο της πραγματικής προστασίας του δικαιώματος της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας στο δημόσιο διάλογο αντανακλά το βαθμό εξέλιξης και ανθεκτικότητας του νομικού μας πολιτισμού. Εξάλλου, η σπάνια ή μη επέμβαση από τις εισαγγελικές αρχές σε τρανταχτές περιπτώσεις παραβίασης του δικαιώματος από τις εκπομπές εν τέλει διευκολύνει τη συχνότητα με την οποία οι ζωές των ανθρώπων παρακολουθούνται από την κλειδαρότρυπα, στο βωμό της τηλεθέασης. Σε κάθε περίπτωση, είναι ανεπίτρεπτο η θεμελιώδης αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως δομείται στον νομικό μας πολιτισμό να κινδυνεύει να καταστεί τεκμήριο ενοχής κάποιου που θα πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του.