Ψηλός,αδύνατος, μάτια υγρά, ρούχα σκούρα, κεφάλι κατεβασμένο, ντροπαλό. Μια πλάτη που κουβάλησε πολλά από παιδί. Αμαρτίες γονέων τον παίδευσαν και τον παιδεύουν. Ορφανός με ζωντανούς γονείς. Πατέρας αδιάφορος, απών… Μητέρα βράχος να παλεύει, να δουλεύει, να λείπει, να αποτυγχάνει, να τον χάνει. θρύψαλα ο βράχος. Εσύ να μεγαλώνεις στον αυτόματο. Ευαίσθητος και τολμηρός να δοκιμάζεις και να πίνεις ότι πίνεται για να καλύψεις το κενό. Να δείχνεις πως τάχα χαίρεσαι και μέσα σου να πενθείς.
Με πόσα γεμίζει το κενό σου; Σε ποια μοίρα χρωστάς; Πόσες αγκαλιές σου έλειψαν και τις κάνεις μοναχός σου; Πόσα φιλιά και λογάκια τρυφερά έχασες; Αγγίζει έδαφος και το σκεπάζει με κορμί. Σε προσπερνάνε πόδια ανθρώπινα και καροτσάκια λαϊκής και εσύ πεσμένος, χαμένος στον δικό σου κόσμο, γιατί δεν αντέχεις λεπτό σ’αυτόν. Πόσο άδικο να εύχεσαι να πεθάνεις, ζώντας τη νιότη σου;
Τελειώνουν τα μπουκάλια και η ταμπέλα, ρετσινιά σαν τις ετικέτες-αυτοκόλλητα των μπουκαλιών που αδειάζεις. “Ντρέπομαι”είπες. Ντράπηκε η ντροπή, ντράπηκε τούτος ο κόσμος που δεν έχει να σου δώσει αυτά που σου στέρησαν. Αγάπη και ενδιαφέρον. Εκεί κάτω σκόνη, σόλες παπουτσιών και αποτσίγαρα. Μισάνοιχτα μάτια και ένα γειά σε αυτούς που σε χαιρετούν. Και ένα δάκρυ για αυτούς που σε ξέρουν.
Κάθε φορά ένας καινούργιος αγώνας και πάλι ηττημένος. Τόσες προσπάθειες στράφι. Δίχως κίνητρο, δίχως ζωή μονάχα μια ντροπή, μια συγκίνηση που μαρτυρά ότι νιώθεις. Γυαλί ο εθισμός, αρρώστια που παλεύεται. Δύναμη, ελπίδα και πιθανότητα, αυτήν τη μια που παίζεις και μπορεί να είναι και η τελευταία σου. Τόσο νέος, να καταντήσει; Και κλείνουν την πόρτα τους με χέρια “πιασμένα” με σακούλες του σούπερ μάρκετ. Και εσύ στο χαλάκι τους. Εθισμένος με ντροπή και πληγωμένη αξιοπρέπεια, γέρος μέσα στα νιάτα σου, παραιτημένος.
“Να τα λέμε! Μου κάνει καλό”. Εύχομαι να μην πάψουμε να τα λέμε, εύχομαι να μην λείψεις ούτε μέρα από αυτόν τον κόσμο, αλλά να λείπεις συνεχώς από τον δικό σου. Εύχομαι να έρθει σύντομα η μέρα που θα τα πούμε και θα φοράς τα καλά σου και στην ερώτηση “τι θα πιεις;” Να απαντήσεις “Το’ κοψα. Έναν καφέ παρακαλώ”… Αφιερωμένο στον Θ.Κ.