Είναι που δεν ξέρω τι σκεφτόμουν ή που εκτίμησα λάθος τον χώρο και τις ικανότητές μου. Όλα έγιναν μέσα στο πάρκινγκ. Πήρα την στροφή κλειστή. Κι ύστερα ακούστηκε ένα γκντουκ!
Ανεβαίνω πάνω κι ακούω ένα: «ΩΩΩ!» και μαζεύονται όλοι οι κύριοι, που έπιναν τον καφέ τους γύρω από το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω κι εγώ, το βλέπω και ζαλίζομαι.
Το είχα γδάρει ζωντανό συν ένα βαθούλωμα κι ένα ξεχαρβάλωμα. Σκεπάζω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου και κρυφοκοιτάζω ανάμεσα από τα δάχτυλα, ακριβώς όπως κάνω όταν βλέπω κάποια ταινία τρόμου, που ναι μεν δεν θέλω να δω τη σκηνή, με τρώει η περιέργεια δε. Το τερατούργημα, που μόλις είχα δημιουργήσει ήταν εξαιρετικά οξύ.
Αρχίζουν οι κύριοι να εκτιμούν τη ζημιά, εδώ θέλει αυτό, εδώ θέλει εκείνο, εδώ θέλει το άλλο ή ίσως μια καινούρια πόρτα και βάψιμο όλο… Δεν άντεξα να τα ακούω και τους είπα θα τα αναλύσουμε άλλη ώρα μόλις το χωνέψω. Ήταν Σάββατο και η Δευτέρα έμοιαζε πολύ μακρινή. Όλο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα καθώς και την Κυριακή. Ξυπνούσα από τους εφιάλτες και το άγχος.
Φτάνει η Δευτέρα και πρωί πρωί παίρνω σβάρνα όλα τα συνέργεια. Σε κάποιο από αυτά πετυχαίνω έναν που μου κλείνει το μάτι και μου λέει μια λέξη «Γίνεται!». Καταλαβαίνω λοιπόν, ότι υπάρχει κι άλλη εναλλακτική, έστω να το φέρω κάπως στα σύγκαλά του.
Και για ακόμα μια φορά μέσα στη μέρα στάθηκα τυχερή, γιατί βρήκα έναν λαμαρινά που με λυπήθηκε. Του κάνω «Φιλόλογος είμαι, τώρα σταμάτησα, πρώτα ο Θεός από Σεπτέμβρη ξανά…». Μου χαμογέλασε και μου λέει κι αυτός «Γίνεται!».
Κι ύστερα ανοίγουν οι ουρανοί και γίνομαι μούσκεμα και να περνάνε τα αυτοκίνητα και να με κάνουν μπλιόντα ξανά και ξανά. Δεν με ένοιαζε, ας ξέπλενε η βροχή το δράμα μου. Για κλάματα ήμουν ούτως ή άλλως.
Αλλά ευτυχώς κάπου εκεί έξω υπάρχει κι αυτή η τίμια εργατιά κι εγώ μέσα σε μια τόσο βροχερή μέρα είδα ήλιο.