Και περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες κι όλο είχα από κάτι. Από τα Χριστούγεννα και μετά μέχρι πριν από λίγο καιρό ήμουν συνέχεια άρρωστη. Πρώτα έχασα τη φωνή μου για λίγες μέρες, ύστερα με έπιασε η μέση μου και μετά είχα βήχα και συνάχι και μετά πάλι έκλεισε η φωνή μου και επειδή ήταν για μέρες κλειστή έκανα πυρετό και με χτύπησε στο αυτί.
Κάπου εκεί πήρα την απόφαση να πάω στη γιατρό μου για να με δει. Στην αρχή, δεν πήρα αντιβίωση. Όμως, επειδή η κατάσταση χειροτέρευε και ο πόνος πλέον ήταν αφόρητος χαπακώθηκα με διάφορα για δέκα ολόκληρες μέρες.
Τη δέκατη αγανακτισμένη βγήκα έξω. Έφαγα, ήπια σαν να μην υπήρχε αύριο, αλλά όχι, τίποτα που να μην είχα φάει και πιεί ποτέ ξανά! Όταν ξάπλωσα το βράδυ ήμουν επιτέλους καλά και χαρούμενη. Στη μέση της νύχτας άρχισα να ξύνομαι. Την επόμενη μέρα το πρωί στο σώμα μου είχαν εμφανιστεί λίγα κόκκινα σπυράκια, τα οποία με φαγούριζαν. Μερικά από αυτά τα μάτωσα και ησύχασα.
Άρχισα να κάνω δουλειές στο σπίτι και να τινάζω τα κλινοσκεπάσματα. Ήμουν πεπεισμένη ότι μέσα στα σεντόνια θα υπήρχε μια ψαλίδα. Ξεφυσούσα. Δεν έβρισκα να τη δολοφονήσω. Μέχρι το βράδυ τα σπυράκια μου είχαν φουντώσει κι είχαν εξαπλωθεί. Πήγα για χορό για να απασχολώ τα χέρια μου. Πού και πού επισκεπτόμουν το μπάνιο για να καλύψω τα σπυριά μου με make up, που πλέον είχαν επεκταθεί και στο πρόσωπό μου. Ωχ, θα νομίζουν ότι θα έχω ανεμοβλογιά και δεν θα με χορεύουν-έλεγα από μέσα μου.
Γύρισα πάλι στο σπίτι και κοιμήθηκα. Χαράματα το πρωί ξύπνησα. Δεν άντεχα άλλο τη φαγούρα. Όλο μου το σώμα είχε γεμίσει σπυριά. Δεν είχε μείνει τίποτα χωρίς να είναι κόκκινο και γεμάτο εξανθήματα. Ακόμα και μέσα στο κεφάλι μου. Τότε έβαλα όλα τα παπλώματα και τις πιτζάμες στο πλυντήριο. Τα έβαλα στους σαράντα. Αν δεν ήταν ψαλίδα, θα ήταν ψύλλοι.
Πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου. Την ξύπνησα. «Μαμά, ξύνομαι! Δεν αντέχω άλλο.» «Να πας στο νοσοκομείο. Αλλεργία έχεις, στο είπα και χθες!». «Μα εγώ δεν είμαι αλλεργική σε κάτι…», «Να πας στο Νοσοκομείο», επέμεινε. Μετά πήρα τηλέφωνο τη φίλη μου τη φαρμακοποιό. Τα ίδια μου είπε κι αυτή. Κι έτσι λοιπόν, έκανα ντουζ, ντύθηκα, σημαιοστολίστηκα και πήγα στο Νοσοκομείο. Στα επείγοντα. Με έστειλαν κατευθείαν μέσα στον γιατρό. Εκεί ήταν και μια φίλη μου νοσηλεύτρια, η Δέσποινα.
«Πού είσαι βρε, Λενιώ; Πώς πάει ο χορός;» με ρώτησε και μόλις με είδε με ξάπλωσε στο κρεβάτι. Με μέτρησε την πίεση, τη θερμοκρασία και δεν θυμάμαι τι άλλο με έκανε, μέχρι που με έβαλε κάτι ενδοφλέβια. Ο γιατρός έβαλε τα φάρμακα να τρέχουν στο γρήγορο. Μου είδε και τις αμυγδαλές. «Πρησμένες», είπε.
Μέσα σε μισή ώρα η φαγούρα είχε σταματήσει, αλλά εγώ ήμουν σαν ναρκωμένη και δεν μπορούσα να μιλήσω. Έφυγα από το Νοσοκομείο με συνταγή. Θα έπαιρνα για άλλες δέκα μέρες χάπια. Πήρα ξανά τηλέφωνο τη φίλη μου τη φαρμακοποιό και φύγαμε. Ό,τι και να πάθαινα, θα με γιατροπόρευε. Κι ανάμεσα στο αλλεργικό σοκ και στην παραζάλη μου είδα το Μουσείο των Αιγών, το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων και το Ανάκτορο του Φιλίππου Β’, γιατί έπρεπε να τα δω. Οι αναβολές είναι κακό πράγμα. Ήμουν πολύ χαρούμενη, που σε όλο τον δρόμο έλεγα στη φίλη μου τι θαύματα κάνουν τα φάρμακα και πότε θα πάμε να φάμε όσα δεν επιτρέπονται… Και στα αλήθεια αυτό κάναμε!
Κι όπως είπε και κάποιος φίλος μου, που δεν πίστευε στο μάτι «Τελικά, Ελένη οι άνθρωποι δεν πρέπει να βλέπουν έναν άνθρωπο να χαμογελάει. Νομίζουν ότι όλα του πάνε καλά και εξαπολύουν την αρνητική τους ενέργεια!».
Αλλά…η Άνοιξη είναι πλέον εδώ, κι όλη αυτή η κατήφεια του χειμώνα θα φύγει.