ΤΟ 1945, Ο ΑΝΤΟΝΙ ΦΙΣΕΡ επισκέφθηκε τον διαπρεπή Αυστριακό οικονομολόγο Φρίντριχ Χάγιεκ στο London School of Economics. Ο Φίσερ, παλιός απόφοιτος του Eton και παράγοντας στο City, συμμεριζόταν την πεποίθηση του Χάγιεκ ότι το εκκολαπτόμενο μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας θα οδηγούσε τελικά στον ολοκληρωτισμό. Ο Φίσερ ήθελε τη συμβουλή του καθηγητή: Θα έπρεπε να ασχοληθεί με την πολιτική; Όχι, του είπε ο καθηγητής, μια «δεξαμενή ιδεών» (think tank) θα είχε πολύ πιο «αποφασιστική επιρροή στη μεγάλη μάχη των ιδεών».
Ακολουθώντας την συμβουλή του, ο Φίσερ ίδρυσε το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (Institute of Economic Affairs, γνωστό ως IEA), έναν οργανισμό που πιστώνεται ευρέως, μεταξύ άλλων, με την πρόσφατη καταστροφική πρωθυπουργία της Λιζ Τρας. Αργότερα ο Φίσερ μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσε το Atlas Network, έναν οργανισμό-ομπρέλα που σήμερα καλύπτει περισσότερες από 450 δεξαμενές σκέψης, συμπεριλαμβανομένων ομάδων με σημαντική επιρροή όπως το Ινστιτούτο Cato και το Heritage Foundation. Πολλά από αυτά τα ιδρύματα λειτουργούν ως φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ελάχιστα κατονομάζουν τους δωρητές τους.
Ο νεοφιλελευθερισμός έχει διανύσει πολύ δρόμο από τις ημέρες του Χάγιεκ στο LSE. Η πίστη στην πρωτοκαθεδρία της ελεύθερης αγοράς, της απουσίας ελέγχου και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αποτελεί πολιτική ορθοδοξία τα τελευταία 40 χρόνια. Ο νεοφιλελευθερισμός, τον οποίο ασπάζονται οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί, είναι πανταχού παρόν και ταυτόχρονα «ακατανόμαστος», αφού σπανίως αναφέρεται από τους θιασώτες του.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι εκείνοι που είναι πιο στενά προσκολλημένοι στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού συχνά απορρίπτουν τον χαρακτηρισμό, ως έναν υποτιμητικό όρο που χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Ο αρθρογράφος του Guardian, George Monbiot και ο συγγραφέας και κινηματογραφιστής Peter Hutchison επιχειρούν να ανασηκώσουν το πέπλο αυτού του «αόρατου δόγματος» (“The Invisible Doctrine”) όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου τους.
Ο όρος επινοήθηκε σε ένα συνέδριο στο Παρίσι το 1938, αλλά απογειώθηκε έξι χρόνια αργότερα, με τη δημοσίευση του βιβλίου του Χάγιεκ «Ο δρόμος προς τη δουλεία». Ο παππούς του νεοφιλελευθερισμού υποστήριζε ότι τα άτομα που ενεργούν με βάση το προσωπικό τους συμφέρον ήταν το μόνο προπύργιο κατά της τυραννίας. Οι υπερ-πλούσιοι, όπως τους λέμε σήμερα, ήταν, σύμφωνα με τον Χάγιεκ, ηρωικοί κήρυκες «ανεξαρτησίας» που άνοιγαν νέους δρόμους πέρα από την εμβέλεια των κρατικών θεσμών και των μοχθηρών κυβερνήσεων.
Τέτοια επιχειρήματα είχαν μικρή επίδραση στη μεταπολεμική συναίνεση, θα αποτελούσαν όμως μεγάλη έμπνευση για τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ μερικές δεκαετίες αργότερα. Η επιτυχία των ιδεών του Χάγιεκ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο αόρατο χέρι, όχι της αγοράς, αλλά του μαύρου χρήματος και της διαπλοκής. Ο DeWitt Wallace, ο αντικομμουνιστής συνιδρυτής του περιοδικού Reader’s Digest, δημοσίευσε μια συμπυκνωμένη εκδοχή του βιβλίου του Χάγιεκ «Ο δρόμος προς τη δουλεία» για τα 8 εκατομμύρια συνδρομητές του.
Τα επιχειρήματα του Χάγιεκ επαναδιατυπώθηκαν σε σειρές κινουμένων σχεδίων και σε παιδικά βιβλία. Τις επόμενες τρεις δεκαετίες, μια υπερατλαντική «νεοφιλελεύθερη διεθνής» ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών τελειοποίησε και προώθησε το δόγμα. Ορισμένες από τις πλουσιότερες εταιρείες και ανθρώπους στον κόσμο έριξαν χρήματα σε ομάδες πίεσης (lobbying), η ονομασία των οποίων τα εμφάνιζε ως αμερόληπτα ερευνητικά ινστιτούτα.
Η μεγάλη επανάσταση του νεοφιλελευθερισμού ήρθε τη δεκαετία του 1970. Με την πετρελαϊκή κρίση και την κατάρρευση του Κεϋνσιανισμού, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αναζητούσαν απεγνωσμένα ένα νέο οικονομικό μοντέλο. Σύμφωνα με τα λόγια του μαθητή του Χάγιεκ, Μίλτον Φρίντμαν, «όταν ήρθε η ώρα, ήμασταν έτοιμοι». Οι φόροι των πλουσίων μειώθηκαν, τα συνδικάτα συντρίφτηκαν, οι δημόσιες υπηρεσίες ιδιωτικοποιήθηκαν και ανατέθηκαν σε εξωτερικούς συνεργάτες, οι αγορές απελευθερώθηκαν.
Η νεοφιλελεύθερη εποχή έφερε μαζί της τεράστιες ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πλουσιότερο 1% κατέχει σήμερα σχεδόν το ένα τρίτο του εθνικού πλούτου. Αλλά ακόμη και με τους δικούς του όρους, ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα: τα τελευταία 40 χρόνια, η ανάπτυξη ήταν πιο αργή σε παγκόσμιο επίπεδο από ό,τι στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Οι ολιγάρχες επανασχεδίασαν τον καπιταλισμό κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, συμπληρώνοντας την εικόνα με offshore φορολογικούς παραδείσους και αιχμάλωτους πολιτικούς.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι εκείνοι που είναι πιο στενά προσκολλημένοι στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού συχνά απορρίπτουν τον χαρακτηρισμό, ως έναν υποτιμητικό όρο που χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Αλλά ακόμη και αυτό το ρητορικό τέχνασμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ιδεολογικής υπεροχής, η απόλυτη δικαίωση του οξυδερκούς ορισμού του νεοφιλελευθερισμού από τον κοινωνιολόγο Γουίλ Ντέιβις ως «η απομάγευση της πολιτικής από την οικονομία».
Με στοιχεία από The Guardian