Η αναφορά του κατηγορούμενου προκάλεσε την έκρηξη της κόρης τής μάρτυρα η οποία δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από την απώλεια του αδελφού της που τον είδε πλάι της να επιπλέει στην θάλασσα. Το κορίτσι βίωσε την απόλυτη απουσία κάθε δομής που θα μπορούσε να τους βοηθήσει. «Το μόνο πράγμα που έκανε ο κρατικός μηχανισμός ήταν ότι δεν έκανε τίποτα… Δεν είμαι υπερβολική επειδή έχασα το παιδί μου. Έτσι είναι! Αν τα είχαν κάνει όλα καλά ούτε θα εκβίαζαν τον πραγματογνώμονα ούτε θα γινόταν παραποίηση στοιχείων» είπε φορτισμένη στην κατάθεση της η Αθηνά Μουτάφη η οποία ζήτησε δικαιοσύνη από το δικαστήριο:
«Σας παρακαλούμε πολύ να κάνετε το καθήκον σας και να μας λυτρώσετε από τον πόνο. Μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε αυτό».
Η κυρία Μουτάφη περιέγραψε τις στιγμές που έζησε μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα όπου βρέθηκε με τον γιο της Βίκτωρα και την κόρη της Βάσια κυνηγημένοι από την φωτιά και την κάπνα. «Τα κύματα ήταν τεράστια. Μας κουκούλωναν. Το μέλημα μου ήταν να μην χαθούμε με τα παιδιά και να είμαστε κοντά. Μετά από δύο τρία κύματα έβλεπα τη Βάσια αλλά όχι τον Βίκτωρα. Μετά τον είδα μπρούμυτα. Είχε φύγει το παιδί. Η Βάσια ήθελε να τον πάρουμε μαζί. Ο χειρότερος εφιάλτης για κάθε γονέα! Εγώ τον ζούσα μπροστά μου. Αναγκάστηκα να αφήσω το παιδί μου. Είδα το παιδί μου να χάνεται μπροστά μου βασανιστικά και να πρέπει να το αφήσω μέσα στη θάλασσα για να σώσω το άλλο μου παιδί. Είχαμε κουραστεί πολύ. Κάποια στιγμή έβγαλα το στηθόδεσμο μου και έδεσα το χέρι μου με το χέρι του παιδιού μου για να μη χαθούμε. Είμαστε στον ωκεανό μόνες μας. Μετά συναντηθήκαμε με κάποιους άλλους και ενωθήκαμε. Έρχονταν και άλλα επιπλέοντα πτώματα. Αυτά που βλέπετε εσείς στις ταινίες εμείς τα ζήσαμε στην πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή είδαμε φώτα από ένα ψαροκάικο. Μόλις έβαλα το παιδί μου στο καΐκι, εγώ δεν ήθελα να σωθώ! Δεν ένιωθα καμία χαρά που σώθηκα. Βγήκαμε στη Ραφήνα στις δώδεκα. Μας έβγαλαν στο λιμάνι γυμνές και ξυπόλητες. Μας πήραν τα ονόματά μας και μετά μας άφησαν μόνες μας. Οκτώ μέρες μετά βρέθηκε το παιδί μου».
Με ραγισμένη φωνή ο κ. Φιλιππόπουλος εξιστόρησε όχι μόνο τον αβάστακτο πόνο από την απώλεια των δύο 9χρονων παιδιών και των γονιών του αλλά την απίστευτη συμπεριφορά με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι νεκροί του και ο πόνος του. «Ξανακάναμε δεύτερη κηδεία γιατί βρέθηκαν τα πόδια της μητέρας μου πιο μακριά σε διαφορετική μέρα… Μου έδωσαν τους γονείς μου για ταφή, αλλά δεν μου έδιναν τα παιδιά γιατί δεν μπόρεσαν να τα ξεχωρίσουν και το κάναμε με βάση τα εκμαγεία από τα μασελάκια που είχε κρατήσει η γυναίκα μου» κατέθεσε ο μάρτυρας μέσα σε μία απόλυτη σιωπή.
Όπως είπε: «Μου είπαν ότι τα κορίτσια πέθαναν νωρίτερα γιατί είχαν πιο μικρά πνευμόνια. Και οι γονείς μου πέθαναν μετά. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί… Τους κύκλωσε η φωτιά και αυτό ήταν. Και εγώ πρέπει όλο αυτό να το ανεχτώ! Να ζήσω με αυτό, που δεν ζεις!… Όταν όλος ο κόσμος φεύγει για διακοπές εγώ πάω στο νεκροταφείο. Μου στέρησαν τις αγκαλιές των παιδιών μου. Ζήτησα να σφραγίσουν τα φέρετρα τους και δεν άφησα κανέναν… τα κατέβασα εγώ στον τάφο τα φέρετρα των παιδιών μου».
Ο μάρτυρας τόνισε πως οι γονείς και τα κοριτσάκια του θα ζούσαν «αν δεν τους είχαν στείλει και αυτούς στην παγίδα θανάτου μέσα το Μάτι…». Η δίκη θα συνεχιστεί στις 26 Αυγούστου.