Όλα ξεκίνησαν με τον μυθιστοριογράφο και σεναριογράφο Γκρέιαμ Γκριν να επισκέπτεται τη διαλυμένη και κατεχόμενη από τέσσερις διαφορετικές δυνάμεις μεταπολεμική Βιέννη. Η πρόταση για την πόλη ως τόπο γυρίσματος προήλθε από τον Ντέιβιντ Σέλζνικ, τον Αμερικανό συμπαραγωγό του έργου (μαζί με τον Αλεξάντερ Κόρντα, επικεφαλής της London Films). Ίσως, σε εκείνη την εποχή του υστερικού αντικομμουνισμού που ήδη επικρατούσε στις ΗΠΑ, ο Σέλζνικ οραματιζόταν μια ταινία που να καταγγέλλει τους Ρώσους οι οποίοι, μαζί με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, έλεγχαν τις τέσσερις ζώνες στις οποίες ήταν χωρισμένη η πόλη.
Ο Γκριν, μονίμως κυνικός και ιδεολογικά αποτραβηγμένος, δεν είχε καμία πρόθεση να βοηθήσει στην παραγωγή αντισοβιετικής προπαγάνδας. Χάρηκε όμως όταν διαπίστωσε ότι η μεταπολεμική Βιέννη ήταν γεμάτη από το είδος των καιροσκόπων μικροεγκληματιών που κατοικούσαν στο σύμπαν των μυθιστορημάτων του, οδηγώντας σε μια πλοκή που επικεντρώθηκε στη μαύρη αγορά της ψεύτικης πενικιλίνης. Ανυπομονούσε επίσης να συνεργαστεί για δεύτερη φορά με τον σκηνοθέτη της ταινίας, Κάρολ Ριντ. Ο Ριντ, νόθος γιος του ηθοποιού-μάνατζερ Χέρμπερτ Μπίρμπορν Τρι, σκηνοθετούσε ταινίες από το 1935 και θεωρείτο ο καλύτερος σκηνοθέτης της Βρετανίας. Ο Γκριν, που έγραφε ως κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό The Spectator, ήταν από νωρίς θαυμαστής του.
Παρόλο που εμφανίζεται στην οθόνη για 15 περίπου από τα 104 λεπτά διάρκειας της ταινίας (μια έκδοση 93 λεπτών μονταρίστηκε για το αμερικανικό κοινό), ο Γουέλς κυριαρχεί αβίαστα στη δράση. Είναι ίσως η καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η εναλλακτική πρόταση του Σέλζνικ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Νόελ Κάουαρντ, θα είχε έστω και ένα κλάσμα της ίδιας απήχησης.
Ο Κόρντα, ο οποίος είχε χάρισμα στις συνεργασίες –ήταν αυτός που έφερε σε επαφή τον Μάικλ Πάουελ με τον Έμερικ Πρέσμπεργκερ– έφερε τους δύο άνδρες μαζί ως σεναριογράφο και σκηνοθέτη. Η πρώτη τους ταινία ως συνεργάτες, το The Fallen Idol (στην Ελλάδα είχε προβληθεί με τον τίτλο «Πρώτη απογοήτευση») του 1948, είχε αποσπάσει ενθουσιώδεις κριτικές, ήταν υποψήφια για δύο Όσκαρ (από ένα για τον Γκριν και τον Ριντ), κέρδισε ένα Bafta και πολλά άλλα βραβεία. Ο Γκριν αισθανόταν σίγουρος ότι ο Ριντ θα συμφωνούσε με ό,τι του έβγαινε ως σενάριο – πράγμα που ο Ριντ έκανε, με μία ή δύο μικρές επιφυλάξεις.
Μια αφήγηση του Γκριν (όχι εντελώς αξιόπιστη) για την παρουσίαση του σεναρίου της ταινίας από τον ίδιο και τον Ριντ στον Σέλζνικ είναι αρκετά διασκεδαστική. Ο Αμερικανός συμπαραγωγός δεν εντυπωσιάστηκε από τον προτεινόμενο τίτλο και σχολίασε: «Ακούστε παιδιά, ποιος στο διάολο θα πάει να δει μια ταινία που λέγεται “Ο τρίτος άνθρωπος;”».
«Του είπα λοιπόν», γράφει ο Γκριν: «Eίναι ένας απλός τίτλος. Τον θυμάται κανείς εύκολα». Ο κ. Σέλζνικ κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του. «Μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο από αυτό, Γκρέιαμ… Είσαι συγγραφέας. Καλός συγγραφέας. Εγώ δεν είμαι συγγραφέας, αλλά αυτό που θα θέλαμε για τίτλο είναι κάτι σαν το “Νύχτα στη Βιέννη” ας πούμε, ένας τίτλος που θα φέρει το κοινό στην αίθουσα». «Ο Γκρέιαμ κι εγώ θα το σκεφτούμε», τον διέκοψε βιαστικά ο Ριντ. «Ήταν μια φράση που επρόκειτο να ακούσω τον Ριντ να επαναλαμβάνει συχνά, καθώς το συμβόλαιο του παρέλειπε να αναφέρει ότι ο σκηνοθέτης είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να δεχτεί τις συμβουλές του κ. Σέλζνικ».
Ο Ριντ επέμενε να γυρίσει την ταινία εν μέρει σε αυθεντικές τοποθεσίες, κάτι ασυνήθιστο για την εποχή. Έτσι, αμέσως μετά την αρχική επίσκεψη του Γκριν, ο Ριντ και το συνεργείο του έκαναν check-in στο ξενοδοχείο Astoria στην Kärtnerstrasse και άρχισαν να εξερευνούν τους χώρους. Για την κρίσιμη σκηνή στην Schreyvogelgasse έβαλε να δημιουργηθούν ως φόντο μερικά αγάλματα και μια γοτθική εκκλησία.
Οι Βιεννέζοι, παρότι υπέφεραν ακόμη από τις συντριπτικές επιπτώσεις του πολέμου, ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τον Ριντ και την ομάδα του. Τίποτα δεν φαινόταν να αποτελεί αξεπέραστο εμπόδιο. Ένα στούντιο στο προάστιο Sievering της Βιέννης που ανήκε στη Sascha Films, όπου ο Κόρντα είχε εργαστεί πριν από τον πόλεμο, τους παραχωρήθηκε ως δάνειο. Έτσι, τα γυρίσματα προχώρησαν, αλλά όχι χωρίς αναποδιές – κυρίως από ορισμένα επιφανή μέλη του καστ.
Ο Τζόζεφ Κότεν ως Χόλι Μάρτινς, ο αφελής συγγραφέας pulp γουέστερν που φτάνει στη Βιέννη για να συναντήσει τον παλιό του συμμαθητή Χάρι Λάιμ, ήταν σε κακόκεφη διάθεση – του άρεσε το ποτό, αλλά ο Ριντ τον είχε προειδοποιήσει να μην πιει ούτε σταγόνα κατά τα γυρίσματα. Τον Κότεν συνόδευε η σύζυγός του αλλά ο γάμος τους βρισκόταν σε τελικό στάδιο πίεσης. Ο Τρέβορ Χάουαρντ, στον ρόλο του ψυχρού και σαρδόνιου ταγματάρχη Κάλογουεϊ, και ο Μπέρναρντ Λι στον ρόλο του ευγενικού βοηθού του, του λοχία Πέιν, αδιαφορούσαν για τέτοιου είδους περιορισμούς όσον αφορά το αλκοόλ. Έπρεπε να τους ξυπνούν κάθε πρωί από τα δωμάτια του ξενοδοχείου τους με φωνές του τύπου: «Έλα επιτέλους, άργησες, άργησες!»
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν ο ηθοποιός που υποδυόταν τον Χάρι Λάιμ, τον «τρίτο άνθρωπο» του τίτλου: ο Όρσον Γουέλς. Διαβόητα αναξιόπιστος στα γυρίσματα, ο Γουέλς εμφανιζόταν όποτε είχε όρεξη, συνεπώς σε αρκετές σκηνές χρειάστηκε να τον αντικαταστήσουν μεταμφιεσμένοι ηθοποιοί. Αρνήθηκε επίσης να γυρίσει τις σκηνές του στον υπόνομο της Βιέννης, εξοργισμένος που του ζητούσαν να δουλέψει «σε τόσο βρώμικες συνθήκες». Έτσι, χρειάστηκε να κατασκευαστούν ρέπλικες των υπονόμων στο στούντιο Shepperton της Αγγλίας.
Παρόλο που εμφανίζεται στην οθόνη για 15 περίπου από τα 104 λεπτά διάρκειας της ταινίας (μια έκδοση 93 λεπτών μονταρίστηκε για το αμερικανικό κοινό), ο Γουέλς κυριαρχεί αβίαστα στη δράση. Είναι ίσως η καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η εναλλακτική πρόταση του Σέλζνικ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Νόελ Κάουαρντ, θα είχε έστω και ένα κλάσμα της ίδιας απήχησης.
Να μην ξεχάσουμε, τέλος, και τον συντελεστή-κλειδί που έγινε γνωστός ως «ο τέταρτος άνθρωπος: ο μουσικός Άντον Κάρας, ο οποίος έπαιζε το zither του όταν ο Ριντ και η ομάδα του έφαγαν για πρώτη φορά στο Astoria. Ο Ριντ είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με το παίξιμο του Κάρας και τον ήχο του μουσικού του οργάνου ώστε, προς έκπληξη του Κόρντα, πρότεινε αντί για συμβατική ορχηστρική μουσική, ο «Τρίτος Άνθρωπος» να συνοδεύεται μόνο από το zither του Κάρας. Η μουσική σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Κάρας, περιζήτητος πλέον σε όλο τον κόσμο, μπορούσε πλέον να συντηρήσει επαρκώς την οικογένειά του.
Με στοιχεία από The Financial Times