Φωτογραφία: Aλέξανδρος Βρεττάκος
« Κύριε βοήθει!
Πως να είναι άραγε η ψυχή μου;…Μια μικρή νεφέλη θα πρέπει να είναι, ένα χνότο στο ατσάλι του χειμώνα… Τη φαντάζομαι νύφη στα λευκά, να την περιμένουν επίδοξοι γαμπροί… όλοι τους ήθελαν να την κάνουν δική τους…κι ύστερα να τη δέσουν πισθάγκωνα για πάντα…»
Ισίδωρος Ζουργός, Περί της εαυτού ψυχής, σελ.145
Η πρώτη συνάντηση λάιβ, έτσι το λέμε σήμερα το ζωντανά, ήταν στα μέσα Οκτωβρίου στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης, στην παρουσίαση που διοργάνωσε ο σύνδεσμος φιλολόγων Κοζάνης και οι εκδόσεις Πατάκη για το καινούριο του (2021) βιβλίο «Περί της εαυτού ψυχής». Του ζήτησα πριν την εκδήλωση να μου υπογράψει το βιβλίο του αλλά χωρίς να έχω πάρει αντίτυπο! (η αλήθεια είναι πως το είχα ήδη). Τον παρακάλεσα λοιπόν να μου υπογράψει σε ένα χαρτάκι. Δέχθηκε με χαμόγελο, «νιώθω σαν τον Ρουβά» σχολίασε με χιούμορ. Πήρα λίγο θάρρος, όσους θαυμάζεις τους ντρέπεσαι, και τον ξαναπλησίασα, στο τέλος της παρουσίασης. «Είμαι από το περιοδικό Together, θα ήταν τιμή μας αν μας δίνατε λίγο χρόνο, αν σας φιλοξενούσαμε στο περιοδικό». Έτσι, και μετά τα αναγκαία διαπιστευτήρια, βρεθήκαμε σήμερα εδώ, δίπλα στο μεγάλο δρόμο, να μιλάμε με τον λογοτέχνη, τον δάσκαλο, τον άνθρωπο Ισίδωρο Ζουργό.
Κύριε βοήθει, ξεκινάμε!
Πώς είναι μια μέρα σας κύριε Ζουργέ; Μια καθημερινή.
Πολύ καθημερινή θα την χαρακτήριζα. Πριν από ένα χρόνο όταν υπηρετούσα (μου αρέσει αυτό το παλιομοδίτικο ρήμα ειδικά στην εκπαίδευση) στο σχολείο, τα πρωινά ως το μεσημέρι ήταν αφιερωμένα σε αυτό. Εδώ κι έναν χρόνο ολόκληρη η μέρα μου περιστρέφεται γύρω από τα βιβλία των άλλων και τα δικά μου. Αναγνώσεις, συγγραφή, ταξίδια για παρουσιάσεις και συναντήσεις με αναγνώστες. Τώρα τα βιβλία και κατ’ επέκταση οι συγγραφείς τους έχουν την πρωτοκαθεδρία. Παραμένει όμως ευτυχώς η σχέση με τους νέους, καθώς αποδέχομαι πολλές προσκλήσεις από τα σχολεία,για να συζητήσω με τα παιδιά σχετικά με την ανάγνωση κι όλον αυτόν τον κόσμο που την περιβάλλει.
Και μια Κυριακή;
Μοιάζουν πια πολύ οι Κυριακές με τις καθημερινές δίχως αυτό να με ενοχλεί.
Που ’ναι οι ονειροτρόφοι τόποι σας κύριε Ζουργέ; Πού γράφετε; Πώς; Είστε σε ένα κανονικό γραφείο, σε ένα ησυχαστήριο παράμερο, σε μια κατακόμβη σαν Βυζαντινή, σε έναν κόλπο δίπλα στη θάλασσα;
Γράφω αποκλειστικά και μόνο στο γραφείο μου στη Θεσσαλονίκη και στο σπίτι μας στον Σταυρό, χωριό δίπλα στη θάλασσα που βρίσκεται στον Στρυμονικό κόλπο. Ο Σταυρός είναι για μένα ένας ονειροτρόφος τόπος, όπως και η Θεσσαλονίκη φυσικά. Όμως ο κάθε τόπος μπορεί κάποια στιγμή να μεταμορφωθεί σε μήτρα συγγραφικών ονείρων. Μέσα σε μια στιγμή, απρόβλεπτα, μια πόλη, μια ακρογιαλιά, μια δασωμένη πλαγιά μπορεί να μεταμορφωθεί από απλό τοπίο σε χώρο δράσης ενός καινούριου βιβλίου. Έχω ζήσει τέτοιες εμπειρίες, όπως με τη Βασιλεία της Ελβετίας, όταν μια πόλη που την έχω ζήσει για λίγες μόνο μέρες, παρεισέφρησε στο Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο. Μπαίνω όμως στον πειρασμό να αναφερθώ και στους άλλους τόπους, αυτούς τους αδήλωτους στα γεωγραφικά μητρώα. Ο Χέρμαν Μέλβιλ στον Μόμπυ Ντικ το έχει γράψει άλλωστε πριν από πολλά χρόνια: οι αληθινοί τόποι δεν υπάρχουν ποτέ.
Έχετε γερό στομάχι και υψηλό αιματοκρίτη; Έχετε πει ότι χρειάζονται και τα δύο για να μπορείς να γράφεις καθώς καραδοκούν κόποι και θυσίες.
ΑΠ. Ποτέ δεν είχα γερό στομάχι και ο αιματοκρίτης μου ποτέ δεν ήταν υψηλός κι όμως γράφω. Να ξοδεύεσαι για τη γραφή έχει νόημα και σημασία, γι’ αυτό και το αντέχει κανείς. Τελικά η γραφή είναι μάλλον μια υπόθεση περί της εκάστοτε ψυχής.
«Αναλογιστείτε… όλη την κολοσσιαία ροή βίας που εισβάλλει στο σπίτι μας καθημερινά από τους δέκτες της τηλεόρασης και το διαδίκτυο και το πώς αυτή πολλαπλασιάζεται από εμάς τους ίδιους έξω στην πραγματική ζωή. Προσωπικά δε με πείθουν επιχειρήματα του τύπου μα αυτά θέλει ο κόσμος. Υπάρχει ένα εμπόριο της βίας. Μια ευνομούμενη πολιτεία αντί να χύνει κροκοδείλια δάκρυα οφείλει να παρέμβει για να σταματήσει τη διάδοσή της ανάμεσα στα παιδιά και τους νέους.»
Μιλάμε σήμερα μέσω «αναρτήσεων», «ανεβάζουμε» αντί να γράφουμε, έχουμε «ινφλουένσερς, φόλοουερς». Είναι στραβός ο γιαλός ή εμείς στραβά αρμενίζουμε; Δηλαδή, πέσαμε, αναπόφευκτα ίσως, μέσα σε μια γενική παγίδα, δεν το «χειριζόμαστε» καλά;
Όπως πιθανώς γνωρίζετε, είχα συνειδητά και με συνέπεια μια συστηματική αποχή από αυτό που ονομάζεται μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν δαιμονοποιώ τίποτε και κανέναν. Νομίζω πως είναι αυτονόητο πως όλοι οι χρήστες και όλα αυτά που ανεβαίνουν δεν μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι. Υπάρχει και μια θετική πλευρά στη χρήση αυτών των μέσων. Προσωπικά όμως προτιμώ να αποσύρομαι μακριά από τη βουή ενός τέτοιου κόσμου. Ενημερώνομαι όπως είναι φυσικό, όμως με όρους παλαιότερων εποχών. Στη δική μου ιδιοσυγκρασία η όποια δημιουργία ευδοκιμεί μόνο μέσα από περισυλλογή. Η εμπλοκή σε όλα αυτά που περιγράψατε,σε ό,τι αφορά εμένα προσωπικά,την καταστρέφει.
Είμαστε μια επιθετική κοινωνία; Βλέπουμε πολλή βία γύρω μας και κάθε φορά μας εκπλήσσει μέχρι… την επόμενη. Στην οικογένεια, στους κοινωνικούς χώρους,στα θεάματα, στα κινητά μας. Το σχολείο δεν είναι επίσης έξω από αυτό το κάδρο βίας, δυστυχώς. Ακόμη χειρότερα, ακούμε και περιπτώσεις σχολικών χώρων που, μη αντιδρώντας, περίπου την επιτρέπουν, αν δεν την εκτρέφουν. Γιατί;
Το πρώτο που μου έρχεται κατά νου είναι αυτό που ξέρουν όλοι οι εκπαιδευτικοί του κόσμου, η μίμηση της επιθετικής συμπεριφοράς. Αναλογιστείτε,εκτός βέβαια κι από τα απόνερα της καραντίνας καθώς έχουν κι αυτά τον ρόλο τους, όλη την κολοσσιαία ροή βίας που εισβάλλει στο σπίτι μας καθημερινά από τους δέκτες της τηλεόρασης και το διαδίκτυο και το πώς αυτή πολλαπλασιάζεται από εμάς τους ίδιους έξω στην πραγματική ζωή. Προσωπικά δε με πείθουν επιχειρήματα του τύπου μα αυτά θέλει ο κόσμος. Υπάρχει ένα εμπόριο της βίας. Μια ευνομούμενη πολιτεία αντί να χύνει κροκοδείλια δάκρυα οφείλει να παρέμβει για να σταματήσει τη διάδοσή της ανάμεσα στα παιδιά και τους νέους.
Μια μορφή βίας είναι βέβαια και η λεκτική, η οποία φιλοξενείται ανερυθρίαστα και στο διαδίκτυο. Κι όταν ακόμη κρατούνται τα προσχήματα, μπορείς να την διακρίνεις να κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Ακόμη και στην κριτική για παράδειγμα μιας θεατρικής παράστασης ή μιας ταινίας η βία εμφιλοχωρεί και μεταμφιέζεται με το πρόσχημα της αιχμηρότητας. Ειρωνεία, υπαινιγμοί, απαξίωση κι ένα σωρό παρόμοια. Ο τρόπος είναι αυτός που διαχωρίζει τον κριτικό λόγο από τον τοξικό. Πίσω από τέτοιες εκφορές λόγου νομίζω πως υπάρχει ένας κοινός ψυχολογικός παρονομαστής: Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος από τη ζωή μου, γι’ αυτό και η επίθεση στον άλλο μου δίνει μια χαρά η οποία και με αναζωογονεί. Όπως καταλαβαίνετε, όταν συμβαίνει αυτό, ξεκινάει ένας καινούριος κύκλος με εικασίες ως προς τη γέννηση του φαινομένου. Τελικά γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι από τις ζωές μας; Τι να πουν και οι άνθρωποι σε τόσες γωνιές της γης που στερούνται την τροφή και το πόσιμο νερό;
Λέτε πως τα παιδιά δεν πείθονται και νουθετούνται τόσο από (στείρες) προτροπές όσο από τη δύναμη του παραδείγματος. Πιστεύετε πως αυτό που λέτε «παράδειγμα» λείπει σήμερα; Από το σπίτι, το σχολείο, την τέχνη, την πολιτική, την κοινωνία ευρύτερα;
Θεωρώ πως ακόμη υπάρχουν παραδείγματα που ανανεώνουν την πίστη μας στη ζωή και στον άνθρωπο. Είμαστε όμως δέσμιοι μιας αντίληψης πως το κακό πουλάει. Και όμως το καλό μπορεί να είναι κι αυτό θελκτικό. Δεν σας κάνει εντύπωση πως πολλές τηλεοπτικές σειρές του παρελθόντος όπως και παλιές ταινίες έχουν μεγάλη ζήτηση; Η αθωότητα και η φωτεινή ενατένιση του κόσμου και της ζωής, όπως εμφανίζεται συχνά στον παλιό κινηματογράφο, μπορούν να είναι ένα ανθεκτικό νόμισμα στην εμπορική αγορά.
«Έχω ζήσει τη δυτική Μακεδονία όλες τις εποχές του έτους. Αγαπώ τη φύση της, την αρχιτεκτονική της, τους ανθρώπους της, τις μυρωδιές της… Θα ήθελα πολύ να γίνουν οι τόποι της περισσότερο γνωστοί, να έρχονται πιο πολλοί επισκέπτες, να προχωρήσουμε επιτέλους ένα βήμα πέρα από την μονοκαλλιέργεια του κυκλαδικού τοπίου.»
Συναντάτε τη θρησκεία στα μυθιστορήματά σας; Κι αν ναι, με ποιο τρόπο;
Η θρησκεία αποτελεί συστατικό στοιχείο ολόκληρων πολιτισμών ιδιαίτερα κατά τους προηγούμενους αιώνες. Πώς μπορεί κάποιος να γράφει μυθιστορήματα που αναφέρονται στο παρελθόν αδιαφορώντας γι’ αυτήν τη βασική συνιστώσα. Άλλωστε το πιο παλιό ερώτημα του ανθρώπινου είδους μένει εν πολλοίς αναπάντητο: Πώς βρεθήκαμε σε αυτή τη γωνιά του σύμπαντος και για ποιο λόγο; Όλες οι θρησκείες αποπειρώνται να δώσουν μια απάντηση.
Είμαστε συγγραφείς ή αντιγραφείς στα κεφάλαια της ζωής μας; Τα γράφουμε οι ίδιοι, πρωτότυπα, ελεύθερα, ή αντιγράφουμε, μιμούμαστε, ζούμε «καθ’ υπαγόρευση»;
Νομίζω πως οι δύο ρόλοι συνυπάρχουν, είμαστε και αντιγραφείς δηλαδή υπακούμε σε κοινωνικές νόρμες και εντολές αλλά και συγγραφείς, όντα ελεύθερα που λαμβάνουν πρωτοβουλίες και προγραμματίζουν τη ζωή τους. Οι συνθήκες αλλά και η ιδιοπροσωπία του καθενός από εμάς ρυθμίζουν την ποσόστωση.
Βελβεντός, Σιάτιστα, Κοζάνη, και πιο πάνω Καστοριά, Φλώρινα. Πέστε μας τη σχέση σας με τους τόπους μας, ως συγγραφέας αλλά και ως απλός καθημερινός άνθρωπος
Έχω ζήσει τη δυτική Μακεδονία όλες τις εποχές του έτους. Αγαπώ τη φύση της, την αρχιτεκτονική της, τους ανθρώπους της, τις μυρωδιές της… Θα ήθελα πολύ να γίνουν οι τόποι της περισσότερο γνωστοί, να έρχονται πιο πολλοί επισκέπτες, να προχωρήσουμε επιτέλους ένα βήμα πέρα από την μονοκαλλιέργεια του κυκλαδικού τοπίου. Δεν το αναφέρω σαν το κλισέ της εποχής δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί, απλώς θέλω πολλοί ακόμη άνθρωποι εντός και εκτός Ελλάδας να μοιραστούν τις συγκινήσεις που έχουμε ζήσει εμείς οι μυημένοι. Αναμένω επίσης όλοι αυτοί οι τόποι που αναφέρατε να έρθουν πιο κοντά μέσα από τα έργα κορυφαίων δημιουργών. ένας Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν είναι αρκετός, της Μακεδονίας της αξίζουν περισσότερες προς τα έξω εικόνες και αναφορές.
Πιστεύετε πάντα κύριε Ζουργέ ότι τελικά το φεγγάρι δε θα μπορέσει να (μας) το κλέψει κανείς;
Το φεγγάρι που ξέχασε ο κλέφτης στο παράθυρο, αυτός ο στίχος του Ταϊγκού Ριόκαν, μοναχού του ζεν, που επαναλαμβάνεται σε αρκετές σελίδες στο μυθιστόρημά μου Περί της εαυτού ψυχής νομίζω πως κομίζει ένα πανανθρώπινο μήνυμα: Ότι τα βασικά της ζωής είναι πέρα από τη σφαίρα της απώλειας και της φθοράς, ότι ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές η ελπίδα παραμένει αλώβητη.
Ο συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Παιδαγωγικά και υπηρέτησε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει δύο παιδιά. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Όμως «ο κάθε τόπος μπορεί κάποια στιγμή να μεταμορφωθεί σε μήτρα συγγραφικών ονείρων» όπως λέει. Έχει συνεργαστεί, στο παρελθόν και πρόσφατα, με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης.
Το τελευταίο βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού «Περί της εαυτού ψυχής» (εκδ.Πατάκη 2021)
Βιβλία του Συγγραφέα:
Φράουστ, 1995/2010
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού, 2000/2007
Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού, 2002/2010
Στη σκιά της πεταλούδας, 2005
Η αηδονόπιτα, 2008
Ανεμώλια, 2011
Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο, 2014
Λίγες και μία νύχτες, 2017
Οι ρετσίνες του βασιλιά, 2019
Περί της εαυτού ψυχής, 2021
Μιλάμε, δίπλα στο μεγάλο δρόμο, με τον λογοτέχνη, τον δάσκαλο, τον άνθρωπο Ισίδωρο Ζουργό