Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι Καθηγητής στο τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Επισκέπτης Καθηγητής στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Καρόλου (Πράγα) και στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα (Ινδία).
Στη συζήτηση που ακολουθεί μιλά κυρίως με την «δημοσκοπική» του ιδιότητα στο Together για τη συνέπεια της κοινής γνώμης, την καχυποψία απέναντί στις δημοσκοπήσεις, τον Έλληνα ψηφοφόρο, την πρόθεση ψήφου.
Οι Έλληνες καταναλώνουν δημοσκοπήσεις; Έχουν συνέπεια στην κοινή γνώμη;
Το αν και κατά πόσο επηρεάζει η δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων την κοινή γνώμη είναι ένα συζητήσιμο ζήτημα. Η γενική αίσθηση είναι πως επηρεάζουν αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο και όχι προς την ίδια κατεύθυνση. Ας πούμε, άλλοι όταν βλέπουν ένα κόμμα να προηγείται έχουν την τάση να το ακολουθούν, άλλοι όμως τρομάζουν και κινητοποιούνται εναντίον του. Όμως ας σκεφτούμε καλύτερα. Ένας κόσμος χωρίς δημοσκοπήσεις προσβάσιμες στο κοινό θα ήταν ένας καλύτερος κόσμος; Ένας κόσμος στον οποίο μόνο τα επιτελεία των κομμάτων και κάποιοι πλούσιοι θα γνώριζαν (αφού αυτοί θα συνέχιζαν να χρηματοδοτούν την πραγματοποίηση ερευνών) αλλά ο πολίτης όχι, θα ήταν ένας δημοκρατικότερος κόσμος; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Υπό μια ευρύτερη οπτική γωνία, κάθε πληροφορία μπορεί να επηρεάζει και να έχει συνέπεια στο ευρύ κοινό, όμως η ελεύθερη διάχυση της πληροφορίας δεν είναι θεμελιώδες στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας;
Ο υστερικός εθνικισμός, η προώθηση των κλειστών συνόρων και το πισωγύρισμα σε πολιτικές του ψυχρού πολέμου, η αδιαφορία για το περιβάλλον και οι θεωρίες συνωμοσίας γίνονται κτήμα ενός σημαντικού κομματιού της κεντροδεξιάς.
H έρευνα έχει πολιτικές στοχεύσεις; Yπάρχει καχυποψία και τίθενται τόσα ερωτήματα για την αξιοπιστία της;
Αναμφίβολα έχει σημασία ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα. Μια έρευνα που σέβεται τον εαυτό της και δεν έχει κατασκευαστεί με προφανείς πολιτικές στοχεύσεις προσέχει τον τρόπο που διατυπώνονται τα ερωτήματα. Επιπλέον, προσέχει την ερμηνεία των απαντήσεων. Κατά τη γνώμη μου, εδώ βρίσκεται και ένα από τα μεγάλα προβλήματα: Ο τρόπος που συχνά τα ΜΜΕ αλλά και οι πολίτες «διαβάζουν» τις δημοσκοπήσεις. Θέλω πω, πως το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στη χρήση, συχνά εργαλοιοποίηση των ερευνών από τα ΜΜΕ και τα κόμματα. Οι δημοσκόποι επαναλαμβάνουν βαρετά πως οι δημοσκοπήσεις είναι φωτογραφία της στιγμής δεν προβλέπουν το μέλλον, όμως κάθε φορά αυτό το απλό ξεχνιέται όταν παρουσιάζεται μια έρευνα.
Από την εμπειρία στις κοινωνικές έρευνες, τι θα λέγατε για τον έλληνα ψηφοφόρο;
Δύσκολη ερώτηση και αδύνατον να απαντηθεί με έναν τρόπο. Ο Έλληνας ψηφοφόρος δεν έχει ένα χαρακτηριστικό. Στην πραγματικότητα κάθε ψηφοφόρος είναι μοναδικός. Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι το άθροισμα των επιλογών αυτών των εκατομμυρίων μοναδικών περιπτώσεων. Βεβαίως οι μηχανισμοί επιλογής κομμάτων και υποψηφίων συναντιούνται και στις άλλες χώρες: η οικονομική προσδοκία, η ανασφάλεια, οι οικογενειακές αξίες, βασικά συναισθήματα όπως ελπίδα, οργή και φόβος αποτελούν παράγοντες που συμβάλουν στις επιλογές όλων των ψηφοφόρων του κόσμου άρα και των Ελλήνων.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι η υπερβολική σημασία που δίνουμε ως κοινωνία τις εκλογές; Πρέπει να τις αποδραματοποιήσουμε;
Ακριβώς! Κατά τη γνώμη μου δίνουμε υπερβολικά μεγάλη σημασία στις εκλογές. Συζητάμε πολύ για εκλογές και κόμματα και σχετικά λίγο ή καθόλου για την ουσία των πραγμάτων τις δημόσιες πολιτικές. Αντί για αυτό βλέπουμε συνέχεια το ίδιο έργο: «να φύγουν αυτοί και μετά τα άλλα θα τα βρούμε». Και έπειτα έρχεται η απογοήτευση και στη συνέχεια πάλι τα ίδια. Πόσες φορές στη Μεταπολίτευση δεν ακούσαμε τη φράση «οι επόμενες εκλογές είναι οι κρισιμότερες»; Πόσες φορές, στη συνέχεια, γελάσαμε ή θυμώσαμε με την απόσταση ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις και τη μετεκλογική πραγματικότητα; Και τελικά τι έμεινε; Ένταση και πόλωση που μας οδήγησε κοντά στον εκτροχιασμό˙ προσκρούσαμε, μάλιστα, κάποιες φορές στα θεσμικά προστατευτικά κιγκλιδώματα της δημοκρατίας μας, που ευτυχώς -ας είναι καλά και η Ευρώπη- άντεξαν.
Δεν μου αρέσει και ως πολίτης να αισθάνομαι μία μέρα στα τέσσερα χρόνια κυρίαρχος και το υπόλοιπο διάστημα έρμαιο ή «δούλος» των αποφάσεων άλλων. Αν έχει νόημα η δημοκρατία και η πολιτική, νομίζω, είναι για να επιλύσουμε προβλήματα και όχι να ανακυκλώνουμε τις ελίτ και τους κύκλους τους στην εξουσία.
Κατά τη γνώμη μου δίνουμε υπερβολικά μεγάλη σημασία στις εκλογές. Συζητάμε πολύ για εκλογές και κόμματα και σχετικά λίγο ή καθόλου για την ουσία των πραγμάτων τις δημόσιες πολιτικές.
Υπερτερεί το θυμικό στοιχείο ή ο ορθολογισμός στη διαμόρφωση της πρόθεσης ψήφου;
Τα συναισθήματα, τα συμφέροντα (με άλλα λόγια οι ανάγκες), οι μνήμες, η διαπαιδαγώγηση και οι αξίες αποτελούν στοιχεία που διαμορφώνουν κάθε ψηφοφόρο. Μερικά από αυτά έχουν μακράς διάρκειας λειτουργία (πχ οι αξίες και η οικογενειακή πολιτική παράδοση, αυτά που σου έλεγαν οι γονείς σου για το τάδε κόμμα ή τον δείνα πολιτικό) ενώ άλλα συχνά αποτελούν στοιχεία της συγκυρίας (πχ η αντίδραση για ένα νομοσχέδιο ή ο θυμός για μια οικονομική καταστροφή). Πως θα επηρεάσουν στο τέλος την εκλογική επιλογή είναι άγνωστο. Ξέρουμε πως ο θυμός είναι ένα ισχυρό συναίσθημα, αλλά από την άλλη και οι οικογενειακές μνήμες παίζουν τον ρόλο τους.
Πιστεύεται πως θα αλλάξει ή αλλάζει ένα κομμάτι της κεντροδεξιάς σε όλο τον δυτικό χώρο;
Φοβάμαι πως ένα τμήμα του συντηρητικού χώρου στο δυτικό κόσμο, είτε από ανασφάλεια είτε από άλλους παράγοντες αυτονομείται και κινείται προς ακραίες και πιο ριζοσπαστικές πολιτικές. Ο υστερικός εθνικισμός, η προώθηση των κλειστών συνόρων και το πισωγύρισμα σε πολιτικές του ψυχρού πολέμου, η αδιαφορία για το περιβάλλον και οι θεωρίες συνωμοσίας γίνονται κτήμα ενός σημαντικού κομματιού της κεντροδεξιάς. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί είναι προφανές πως θα βρεθούμε σε εξαιρετικά πολωμένες καταστάσεις. Από τη μια θα είναι αυτοί που θέλουν να μας γυρίσουν έναν αιώνα πίσω και πολύ φοβάμαι, στις πιο σκοτεινές στιγμές αυτού του αιώνα, και από την άλλη οι υπόλοιποι που θα σκεφτούμε πως το μέλλον της ανθρωπότητας δεν μπορεί να είναι το μαύρο παρελθόν της.
Έχετε μια ικανότητα να αναλύετε χαρακτήρες. Πιστεύετε πως τους νέους τους χαρακτηρίζει ένα ισχυρό αίσθημα πολιτικού κυνισμού;
Στους νέους, που είναι περισσότερο ευαίσθητοι, και από κοινωνική θέση πιο ρομαντικοί (και «αφελείς»), έχουν αναπτυχθεί ισχυρά αισθήματα απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών κομμάτων. Το «δεν βαριέσαι όλοι ίδιοι είναι», ή το «ότι και να κάνουμε στο τέλος αποφασίζουν άλλοι» έχει διεισδύσει ούτως ή άλλως σε ένα τμήμα της κοινωνίας μας και στους νέους είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αυτή είναι μια αρνητική κατάσταση. Βέβαια, υπάρχουν και θετικά σημάδια: η αύξηση της συμμετοχής στις ευρωεκλογές σε όλη την Ευρώπη ή η αυξημένη ευαισθησία που δείχνουν οι νέοι στα ζητήματα της περιβαλλοντικής κρίσης. Οι νέοι σήμερα είναι καλύτερα πληροφορημένοι για τον πλανήτη από ότι ήταν οι νέοι της γενιάς μου. Έχουν περισσότερες δεξιότητες, μιλούν περισσότερες ξένες γλώσσες από ότι εμείς και καταλαβαίνουν τις τεχνολογικές εξελίξεις βαθύτερα από ότι η γενιά μου. Με λίγα λόγια, οι νέοι βλέπουν τον κόσμο από «παντού» και όχι «από ένα σημείο». Αυτό με κάνει να αισιοδοξώ.
Πως εκτιμάτε την ετυμηγορία της κάλπης; Ποια είναι η πρόβλεψή σας για τις εθνικές εκλογές;
Δεν γνωρίζω κάτι παραπάνω από αυτό που γνωρίζει όλος ο κόσμος. Υπήρξε πρόσφατα ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Η ΝΔ κέρδισε με σχεδόν διψήφια διαφορά το ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος της είναι αφενός να το επαναλάβει και αφετέρου να κερδίσει την αυτοδυναμία διευρύνοντας περαιτέρω την απόσταση που την χωρίζει από το ΣΥΡΙΖΑ. Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να κλείσει την ψαλίδα και να κάνει την έκπληξη. Εκτιμώ πως το να ανατρέψει τα προγνωστικά και να έρθει πρώτος είναι εξαιρετικά δύσκολο, για να μην πω αδύνατον. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν ανοιχτά. Για τα μικρότερα κόμματα και ιδιαίτερα το ΚΙΝΑΛ ο στόχος είναι να μην πιεστούν από την πόλωση και ίσως να μπορέσουν να κερδίσουν κάτι. Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα των εκλογών μοιάζει να είναι: δικομματισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ ή σύστημα του κυρίαρχου κόμματος (εν προκειμένου ΝΔ).
Πόσο διαπαιδαγωγημένη είναι η κοινωνία στο να ακούει τους άλλους;
Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2013 από το World Values Survey με θέμα τη σημασία που δίνουν οι γονείς στη μετάδοση στα παιδιά τους της αξίας του σεβασμού και της ανεκτικότητας, η Ελλάδα κατατάχθηκε τελευταία ανάμεσα σε 69 χώρες. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικογένεια δεν θεωρεί σημαντικό να κοινωνικοποιεί τους νέους με βάση τις παραπάνω αξίες. Με βάση το παραπάνω, η ελληνική κοινωνία δυσκολεύεται να ακούσει και ιδιαίτερα να ακούσει το διαφορετικό. Δείτε την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου και θα το αντιληφθείτε γρήγορα: φωνές και ύβρεις, προσβολές κάθε είδους. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επικρατεί μια ανθρωποφαγία που συχνά σοκάρει. Βλέπεις σοβαρούς ανθρώπους να «παραφέρονται» και μένεις άφωνος. Στο κοινοβούλιο η κατάσταση είναι οικτρή. Μπορεί να σας φαίνεται παλιομοδίτικο (ίσως να φταίει ότι μεγαλώνω κιόλας) αλλά συγκινούμαι όταν ακούω αγορεύσεις παλιών κοινοβουλευτικών που είχαν μια ποιότητα λόγου και έντονα στοιχεία αυτοσυγκράτησης ακόμη και στις πιο δραματικές στιγμές της χώρας.
Μήπως όμως οι πολίτες μεταξύ τους συζητούν καλύτερα; Η υπεραφθονία λεκτικής βίας με εκπλήσσει αρνητικά, με σοκάρει. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πόση πολλή ηδονή μπορεί να προσφέρει σε κάποιους η τάση να ξεφτιλίζουν και να υποβιβάζουν τον συνομιλητή τους και αυτόν που απλώς διαφωνεί μαζί τους. Κι ύστερα απορούμε για την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής ή άλλων μορφών ακρότητας και εξτρεμισμού. Στην πραγματικότητα, η λεκτική βία και η ισοπέδωση της διαφορετικής άποψης δεν είναι παρά ο προθάλαμος της σωματικής βίας και του αυταρχισμού. Όταν αποκαλείς τον άλλον δοσίλογο ή προδότη, με την πρώτη διαφωνία, γιατί απορείς στη συνέχεια αν κάποιοι θερμοκέφαλοι πηγαίνουν ακόμη πιο πέρα;